Τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με τη δημοσιονομική κατάσταση της Γαλλίας κρούει ο Γάλλος πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν Κλοντ Τρισέ. Σε συνέντευξή του στο γαλλικό περιοδικό Le Point, ο Τρισέ στηλιτεύει τη συνεχή επιδείνωση της κατάστασης των γαλλικών δημοσίων οικονομικών εδώ και 15 χρόνια, υπενθυμίζοντας πως το 2007, η Γαλλία και η Γερμανία είχαν πανομοιότυπο δημόσιο χρέος που αντιπροσώπευε το 64% του ΑΕΠ τους, ενώ σήμερα της Γαλλίας ισοδυναμεί με το 112% του ΑΕΠ της και της Γερμανίας είναι γύρω στο 66%. «Το πρόβλημα δεν είναι ούτε ο οίκος αξιολόγησης Fitch, ούτε ο Covid, ούτε η ενεργειακή κρίση, αλλά μια μακροχρόνια γαλλική δημοσιονομική χαλαρότητα», λέει χαρακτηριστικά ο Τρισέ, υπογραμμίζοντας ότι η Γαλλία είναι αυτήν τη στιγμή ο κακός μαθητής της ευρωζώνης, είναι υπερχρεωμένη και δεν το αντιλαμβάνεται.
«Πριν από δέκα χρόνια, δανειζόμασταν με τους ίδιους όρους που δανειζόταν η Γερμανία. Σήμερα βρισκόμαστε μεταξύ Γερμανίας και Ισπανίας όσον αφορά τα επιτόκια» τονίζει ο Τρισέ, υπογραμμίζοντας ότι σε αντίθεση με την Ιταλία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία ή την Ισπανία, που επλήγησαν κατά την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και συνετίστηκαν, η Γαλλία δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται τι σημαίνει να είσαι ευάλωτος.
Συνεχίζοντας ο Τρισέ αναφέρει τα εξής: «Πάντα υποστήριζα τη δημοσιονομική σύνεση γιατί είναι σημαντικό στοιχείο της αξιοπιστίας της χώρας στην Ευρώπη και στον κόσμο. Απέναντι σε μια παγκόσμια κρίση όπως ο Covid, είναι αυτονόητο ότι έπρεπε να ληφθούν δημοσιονομικά μέτρα για να αποφευχθεί η κατάρρευση και μια γιγάντια κοινωνική κρίση. Τα επιπλέον έξοδα ήταν απαραίτητα. Αλλά το σύνθημα “όποιο κι αν είναι το κόστος” ήταν πιθανώς λανθασμένο στην περίπτωση της Γαλλίας, δεδομένης της χωρίς μέτρο τάσης για αύξηση των δαπανών».
Σχετικά με τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση στη Γαλλία, ο Τρισέ αναφέρει ότι δεν υπήρχαν 36 λύσεις για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης των συντάξεων και ότι η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης ήταν η ενδεδειγμένη λύση. Επίσης συμπληρώνει: «Δεν κάνω πολιτικό σχόλιο, αλλά αυτό που συγκρατώ είναι ότι η κυβέρνηση έμεινε σταθερή, αν και βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, από την ακροδεξιά έως την άκρα αριστερά. Η κυβέρνηση έδειξε θάρρος. Για την αξιοπιστία μας ως έθνος, θα ήταν τραγικό να τα παρατήσουμε. Ούτε οι εταίροι μας ούτε οι παγκόσμιοι πιστωτές που μας χρηματοδοτούν θα είχαν καταλάβει μια οπισθοδρόμηση».
Ερωτηθείς τέλος για την αύξηση των αμυντικών δαπανών λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, μεταξύ άλλων, επισημαίνει ότι «πρέπει να διερωτόμαστε συνεχώς για την αποτελεσματικότητά τους γιατί επιβαρύνουν το γενικό κόστος της χώρας σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές της. Επιπλέον, η αναγκαία αύξηση των στρατιωτικών δαπανών δεν θα πρέπει να αποτελεί δικαιολογία για λιγότερη δημοσιονομική σύνεση. Οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να κάνουν συμβιβασμούς και να αποσαφηνίσουν τις προτεραιότητές τους προκειμένου να απελευθερώσουν πόρους για να προστατευθούν».