Ανάμεσα σε περίπου 2500 αρχαιότητες αναγνώρισε η Ελλάδα 351 που μπόρεσε να αποδείξει ότι της ανήκουν, και θα τις έχει σύντομα. Ωστόσο, η επιχείρηση αυτή, ανάκτησης αρχαιοτήτων από τις αποθήκες του Ρόμπιν Σάιμς, διήρκεσε 17 χρόνια και χρειάστηκαν αστυνομικά και δικαστικά μέτρα αλλά και κοπιώδης έρευνα από τις υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού. Δύσκολη υπόθεση, καθώς πολλοί διακινητές παράνομων αρχαιοτήτων ήταν ανακατεμένοι. Μέχρι και βιβλία έχουν γραφτεί για αυτά τα κυκλώματα, και το πώς δρουν. Η νίκη της χώρας μας είναι πολύ μεγάλη, αφού αγωνιζόμασταν τόσα χρόνια και δεν το βάλαμε κάτω.
Ας δούμε την προϊστορία του ζητήματος σύμφωνα με τους ερευνητές Howard Swanes και Lorena Muñoz-Alonso. Ο Ρόμπιν Σάιμς μαζί με τον Ελληνα Χρήστο Μιχαηλίδη αρχαιοπώλες μεγάλης οικονομικής επιφάνειας, ξεκίνησαν τη συνεργασία τους στη δεκαετία του ’70. Είχαν διαμερίσματα στη Νέα Υόρκη και την Αθήνα, αποθήκες σε πολλές πόλεις του κόσμου, (33 συνολικά) ενώ επίσης χρησιμοποιούσαν την οικογενειακή βίλα Μιχαηλίδη στη Σχοινούσα. Μέχρι το θάνατο του τελευταίου, το 1999, η περιουσία του αρχαιοπωλείου είχε εκτιμηθεί γύρω στα 160 εκατομμύρια ευρώ. Επρόκειτο για 17.000 αρχαιότητες, με το 60% να προέρχονται από την Ιταλία και τα υπόλοιπα από Ελλάδα, Αίγυπτο κ.λπ.
Μετά τον θάνατο του Μιχαηλίδη από ατύχημα, η οικογένειά του ξεκίνησε δικαστική διαμάχη, ζητώντας από τον Σάιμς μερίδιο από αυτήν. Εχασε τη μάχη, και κήρυξε πτώχευση, προκειμένου να μη πληρώσει τα έξοδά της, που ανέρχονταν σε περίπου επτά εκατομμύρια ευρώ.
Κατηγορήθηκε για παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων και καταδικάστηκε σε διετή φυλάκιση το 2005, ωστόσο αποφυλακίστηκε σύντομα. Εκτοτε, δεν έχει εμφανιστεί δημόσια. Αλλά, η χώρα μας εξακολούθησε να διεκδικεί ελληνικές αρχαιότητες που τυχόν ήταν εις χείρας του.
Αλλωστε, το 2006 επί υπουργίας Γιώργου Βουλγαράκη, έγινε μεγάλη επιχείρηση στη Σχοινούσα όπου και κατασχέθηκαν πολλά αρχαία προερχόμενα από την Ελλάδα. Καθώς δεν υπήρχαν παραστατικά αγοράς, τα αρχαία αυτά έχουν περάσει πλέον στο κράτος. Κάποια, διαπιστώθηκε ότι ήταν πλαστά. Πάντως, τα αυθεντικά ήταν μεγάλης αρχαιολογικής και εμπορικής αξίας.
Ηδη από το 2008, με τη μεσολάβηση και του Βρετανικού Υπουργείου Πολιτισμού, η Ελλάδα είχε προσπαθήσει μαζί με την Ιταλία να αποκτήσει πρόσβαση σε αποθήκη του Σάιμς στο Λονδίνο. Αυτό κρίθηκε απαραίτητο, καθώς όταν αποκαλύφθηκε η υπόθεση τη Σχοινούσας, το 2006, είχαν εντοπισθεί στα φωτογραφικά αρχεία που κατασχέσθηκαν, αντικείμενα ενδιαφέροντός μας. Με τα αρχεία αυτά τεκμηριώθηκε και συνεργασία του Σάιμς με εμπόρους που έχουν εκτίσει πολυετείς ποινές φυλάκισης για αρχαιοκαπηλία.
Ο Σάιμς είχε αποθηκεύσει την πλειονότητα των αρχαίων στη Γενεύη, προσπαθώντας να τα κρατήσει κρυφά. Το 2016 οι Ιταλοί καραμπινιέροι, που συνεργάζονταν με τις ελβετικές αρχές ερεύνησαν μια μονάδα αποθήκευσης στο Freeport της Γενεύης και ανακάλυψαν 45 κιβώτια γεμάτα με αρχαιότητες, μερικές από τις οποίες είχαν εξαχθεί παράνομα από τις χώρες προέλευσής τους. Επίσης, η οικογένεια Μιχαηλίδη κατάφερε να αποδείξει ότι ο Σάιμς είχε πουλήσει κρυφά μια συλλογή επίπλων αρ ντεκό, αντί 10,3 εκατομμυρίων δολαρίων. Προσπάθησε να αποκρύψει τη συναλλαγή.
Σύμφωνα με δικαστικά έγγραφα, μια μεγάλη γαλλική τράπεζα ξέπλυνε τα χρήματα μέσω μιας εταιρείας με έδρα το Λιχτενστάιν που ονομάζεται Lombardi, της οποίας ο μοναδικός δικαιούχος ήταν η Symes. Στη συνέχεια, τα χρήματα κατατέθηκαν σε λογαριασμό στο Γιβραλτάρ και προωθήθηκαν στην εταιρεία Symes στο Λονδίνο.
Δικαστικό έγγραφο, με ημερομηνία 9 Απριλίου 2009, από δικηγόρους που εκπροσωπούν την οικογένεια Μιχαηλίδη κατηγορεί τον Σάιμς ότι προσπάθησε να κρύψει τα ίχνη των χρημάτων σε μια υπόθεση που ρίχνει νέο φως στον θολό κόσμο του λαθρεμπορίου αρχαιοτήτων. Εκείνος υποστήριξε πως πούλησε κοσμήματα σε μια κυρία από τη Μέση Ανατολή η οποία του έδωσε μετρητά με αντάλλαγμα την ανωνυμία της. Τελικά αποδείχθηκε πως ήταν ένα κατασκευασμένο πρόσωπο.
Εχοντας κηρύξει πτώχευση, ο Σάιμς εξαφανίστηκε και οι εκκαθαριστές που έχουν οριστεί διερευνούν τις αρχαιότητες και τα έργα τέχνης που είχε στα χέρια του. Οσες χώρες καταφέρουν να αποδείξουν με ισχυρά στοιχεία ότι τα αρχαία είναι δικά τους, τα επαναπατρίζουν. Οσα μείνουν, θα χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή χρεών του Σάιμς προς τους πιστωτές τους. Η εκκαθάριση ανατέθηκε σε μια βρετανική εταιρεία με το όνομα BDO. H εταιρεία έκλεισε το 2020 και έκτοτε δεν είναι γνωστός ο εκκαθαριστής. Παρόλα ταύτα είναι σαφές πως υπάρχουν πολλές εκκρεμότητες.
Το περιεχόμενο των αποθηκών εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο για όλους εκτός από κάποιους που επιδεικνύουν ενδιαφέρον να διεκδικήσουν ή να αγοράσουν. Δυστυχώς, αυτή η απόκρυψη, δεν βοηθά στην εξιχνίαση των τρόπων και των δρόμων που ακολουθούν οι αρχαιοκάπηλοι προκειμένου να αποκτήσουν παράνομα λεηλατημένες αρχαιότητες.
Οι Ιταλοί προσήγαγαν πριν από μερικά χρόνια σε δίκη τον Τζανφράνκο Μπεκίνα, σικελικής καταγωγής έμπορο αρχαιοτήτων, που κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε. Οι Ιταλοί εισαγγελείς υποστήριξαν ότι ο Robin Symes ήταν επικεφαλής του κυκλώματος μαζί με τους Medici και τον Robert Hecht, αλλά δεν κατηγορήθηκε ποτέ και αρνήθηκε ότι εν γνώσει του πούλησε λεηλατημένα αγαθά. Με ανάλογες κατηγορίες προσήχθη και η Μάριον Τρου, από τα ανώτατα στελέχη του μουσείου Γκέτυ, όμως η υπόθεση παραγράφηκε. Αλλά η Ελλάδα βγήκε κερδισμένη από αυτό, έχοντας κερδίσει επιστροφή αντικειμένων από το αμερικανικό μουσείο.