«Το διακύβευμα των εκλογών της 21ης Μαΐου είναι αν θα υπάρξει πολιτική αλλαγή με άμεσα μέτρα ανακούφισης και χάραξης μιας άλλης προοπτικής για τους νέους, τις γυναίκες, τους εργαζόμενους, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, του συνταξιούχους, τους οφειλέτες, ή αν θα συνεχίσει η ίδια αδιέξοδη πολιτική».
Αυτό υπογραμμίζει στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο υποψήφιος βουλευτής Δυτικής Αττικής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Γιώργος Τσίπρας, και εκτιμά ότι «υπάρχει αντικειμενικά κοινό έδαφος» για προοδευτική κυβερνητική συνεργασία: «Με το ΠΑΣΟΚ υπάρχουν προγραμματικές συμπτώσεις σε εργασιακά, εισόδημα, προστασία πρώτης κατοικίας, μείωση του ΦΠΑ και Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, πλαφόν στα τιμολόγια του ρεύματος, φορολόγηση των υπερκερδών στην ενέργεια, αυξήσεις στο ύψος του πληθωρισμού για μισθωτούς του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, υποκλοπές» σημειώνει ο κ. Γ. Τσίπρας.
Ως αν. τομεάρχης Άμυνας της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ο κ. Γ. Τσίπρας άσκησε έντονη κριτική στην κυβέρνηση, και, όπως λέει στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η διαχείριση των 14 δισεκ. ευρώ εξοπλιστικών προγραμμάτων από τη ΝΔ δεν ήταν εγκληματική μόνο για την αμυντική μας βιομηχανία, που απλώς δεν συμμετέχει, αλλά και για την άμυνα της χώρας. Διαβεβαιώνει, δε, ότι μια προοδευτική κυβέρνηση θα δώσει «προτεραιοποίηση στα εξοπλιστικά προγράμματα με βάση τις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων όπως καθορίζονται από τα Επιτελεία και όχι από το Μαξίμου».
Επίσης, αναφερόμενος στα προβλήματα της περιφέρειας στην οποία κατέρχεται εκ νέου, ο κ. Γ. Τσίπρας τονίζει την ανάγκη, να πάψει το κράτος να αντιμετωπίζει τη Δυτική Αττική «σαν να είμαστε πρωτεύουσα ενώ έχουμε ανάγκες και προβλήματα απομακρυσμένης, υποβαθμισμένης περιφέρειας».
ΕΡ: Ποιο είναι το διακύβευμα των εκλογών της 21ης Μαΐου;
ΑΠ: Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έρχεται με ένα πρόγραμμα σε τρία επίπεδα.
-Το άμεσο πρόγραμμα των 50 ημερών που στοχεύει στην άμεση ανακούφιση για μισθούς, συντάξεις, προστασία της πρώτης κατοικίας, μείωση έμμεσων φόρων, και κατάργηση των νόμων της ΝΔ για τα εργασιακά και το ΕΣΥ.
-Μεσοπρόθεσμα, τη σύγκλιση της Ελλάδας με χώρες της Δυτικής Ευρώπης, στα πεδία της Υγείας, της Παιδείας και γενικά του κοινωνικού κράτους, την αποκατάσταση μιας δημοκρατικής χώρας όπου η κυβέρνηση δεν χρησιμοποιεί την υπηρεσία πληροφοριών για «εσωτερικές» παρακολουθήσεις και άσκηση πολιτικού ελέγχου και ανώτατοι δικαστικοί δεν θα καταγγέλλουν προσπάθεια εξαγοράς από το Μαξίμου για δικαστικές αποφάσεις.
-Μακροπρόθεσμα, την παραγωγική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας προς μια οικονομία της γνώσης, υψηλότερης παραγωγικότητας που θα αντιστρέψει το brain-drain και δεν θα στηρίζεται σε συμπίεση μισθών.
Η ΝΔ υπόσχεται ουσιαστικά τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής. Απόδειξη για αυτό είναι ότι δεν έχει παρουσιάσει κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα. Τα μισά από όσα υπόσχεται τα είχε υποσχεθεί και το 2019 και δεν έγιναν, όπως η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος ή η μείωση του ΦΠΑ. Τα άλλα μισά είναι ουσιαστικά ευχές μέχρι το τέλος της επόμενης τετραετίας και όχι δεσμεύσεις για άμεσα μέτρα, όπως η αύξηση του μέσου μισθού, αλλά «εφόσον υπάρξει ανάπτυξη». Όμως η ίδια η κυβέρνηση πανηγυρίζει για δήθεν ρεκόρ ανάπτυξης και αυτό που είδαμε δεν ήταν αύξηση μισθών αλλά μεγάλη πτώση της αγοραστικής δύναμης.
Συνεπώς, το διακύβευμα των εκλογών της 21ης Μαΐου είναι αν θα υπάρξει πολιτική αλλαγή με άμεσα μέτρα ανακούφισης και χάραξης μιας άλλης προοπτικής για τους νέους, τις γυναίκες, τους εργαζόμενους, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, του συνταξιούχους, τους οφειλέτες, ή αν θα συνεχίσει η ίδια αδιέξοδη πολιτική.
ΕΡ: Υπάρχουν περιθώρια μετεκλογικών προγραμματικών συγκλίσεων για μια κυβέρνηση συνεργασίας των κεντροαριστερών δυνάμεων;
ΑΠ: Με το ΠΑΣΟΚ υπάρχουν προγραμματικές συμπτώσεις σε εργασιακά, εισόδημα, προστασία πρώτης κατοικίας, μείωση του ΦΠΑ και Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, πλαφόν στα τιμολόγια του ρεύματος, φορολόγηση των υπερκερδών στην ενέργεια, αυξήσεις στο ύψος του πληθωρισμού για μισθωτούς του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, υποκλοπές. Υπάρχει λοιπόν αντικειμενικά κοινό έδαφος.
Οι 11 προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αποτελούν ταυτόχρονα και τη βάση των προτάσεων προς την κεντροαριστερά για σύγκλιση πολιτικών.
ΕΡ: Ασκήσατε έντονη κριτική -μεταξύ άλλων- για τη συμμετοχή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας στα προγράμματα εξοπλισμών. Πως θα διαχειριστεί μια προοδευτική κυβέρνηση τις νέες ανάγκες αμυντικής θωράκισης της χώρας;
ΑΠ: Η διαχείριση των 14 δισ. εξοπλιστικών προγραμμάτων από τη ΝΔ δεν ήταν εγκληματική μόνο για την αμυντική μας βιομηχανία, που απλώς δεν συμμετέχει, αλλά και για την άμυνα της χώρας. Δεν είναι μόνο τα Ραφάλ και οι φρεγάτες για τις οποίες δεν προβλέπεται ούτε καν συντήρηση με εγχώρια μέσα, είναι πλήθος προγραμμάτων που μπορούσαν να καλυφθούν με τη συμμετοχή της ελληνικής βιομηχανίας που βρίσκεται σε πορεία διάλυσης. Δεν υπάρχει χώρα στον κόσμο με μεγάλες αμυντικές ανάγκες που δεν αναπτύσσει την αμυντική της βιομηχανία. Είμαστε θλιβερή εξαίρεση.
Η προτεραιοποίηση στα εξοπλιστικά προγράμματα με βάση τις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων όπως καθορίζονται από τα Επιτελεία και όχι από το Μαξίμου, η αξιοποίηση των εξοπλισμών για άμεση ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας και η στήριξη του έμψυχου δυναμικού με ουσιαστική μέριμνα και νέο μισθολογικό, είναι τα στοιχειώδη για αποτελεσματική αμυντική θωράκιση της χώρας.
ΕΡ: Ποιες ειδικές πολιτικές πρέπει να εφαρμόσει μια νέα κυβέρνηση στη Δυτική Αττική;
ΑΠ: Η χωροταξική αναρχία στο Θριάσιο πεδίο, αρνητική για κατοίκους και επιχειρήσεις, η έλλειψη παραλιακού μετώπου στην Ελευσίνα, η μεγαλύτερη χωματερή της Ευρώπης στα ‘Ανω Λιόσια, η έλλειψη συγκοινωνιών με το κέντρο για ανθρώπους και εμπορεύματα, οι ελλιπείς υποδομές Υγείας και Παιδείας, η διέλευση φορτηγών από γειτονιές, η εγκληματικότητα, ανασφάλεια και ελλιπέστατη αστυνόμευση, η εκτεταμένη ρύπανση, οι παντελής έλλειψη υποδομών και δυνατότητες για εργασία σε περιοχές με ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες, κυρίως Ρομά, είναι μόνο η μια πλευρά της πίσω αυλής της Αθήνας. Η εκτεταμένη ανεργία, μεγαλύτερη από την Αθήνα, η μαύρη εργασία, οι δύσκολες συνθήκες που συνθέτουν τα παραπάνω για τις χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η αντιμετώπιση της Δυτικής Αττικής από το κεντρικό κράτος σαν να είμαστε πρωτεύουσα ενώ έχουμε ανάγκες και προβλήματα απομακρυσμένης, υποβαθμισμένης περιφέρειας, είναι η άλλη πλευρά.
Ειδικές πολιτικές σημαίνει άμεσα οικονομική στήριξη και μεσοπρόθεσμα σημαντικές δαπάνες και σχεδιασμός περιβαλλοντικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ανάταξης της περιοχής. Βιομηχανική περιοχή δεν πρέπει να σημαίνει, όπως δεκαετίες τώρα, εγκατάλειψη και πολίτες β’ κατηγορίας.