Στην Ελλάδα, διαχρονικά, δίδεται η αίσθηση πως η νέα γενιά είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Έλλειψη ευκαιριών, αναξιοκρατία και εστίαση στην περιφρούρηση κεκτημένων συνθέτουν ένα αφιλόξενο σκηνικό, αναδεικνύοντας πως στη χώρα μας ελάχιστα ενδιαφέρεται κανείς για την ποιότητα και των αριθμό των ευκαιριών που δίνονται στους νέους. Στο δημόσιο διάλογο, σπανίως γίνονται αναφορές στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η νέα γενιά ή σε ζητήματα που άπτονται του ενδιαφέροντος της. Τα πολιτικά κόμματα συχνά την επικαλούνται, προσεγγίζοντας την όμως είτε επιδερμικά είτε -σε πολλές περιπτώσεις- αμιγώς ψηφοθηρικά. Ας μη μακρηγορούμε· μια από τις βαθύτερες ανισότητες που σήμερα βιώνουμε, είναι η διαγενεακή.
Του Δημήτρη Τζανιδάκη *
Οι σημερινοί νέοι αποτελούν μια ιδιαίτερη γενιά. Είναι εκείνοι που βίωσαν με τον χειρότερο τρόπο τις μακρόχρονες επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης του 2008. Ανδρώθηκαν ακαδημαϊκά και επαγγελματικά σε μια περίοδο παρατεταμένης ανασφάλειας και αναταραχής, την περίοδο της λεγόμενης «μονιμοκρίσης». Πολλοί έφυγαν στο εξωτερικό, αναζητώντας καλύτερες προοπτικές και ευκαιρίες. Συγκροτούν μια βαθιά μορφωμένη γενιά, τεχνολογικά προηγμένη και με πολυποίκιλες δεξιότητες, που έζησε στον υπερθετικό βαθμό μια εποχή διχασμού, απαξιωμένων θεσμών και λαϊκίστικης έξαρσης. Πληρώνοντας, μάλιστα, με τον χειρότερο τρόπο τη συσσώρευση ενός τεράστιου δημόσιου χρέους, που δεν δημιούργησε η ίδια.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις, αυτό που έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν, είναι το κυρίαρχο συναίσθημα της γενιάς αυτής. Από την οργή και τον θυμό, επικρατεί, πλέον, η απογοήτευση, η απελπισία και η ανασφάλεια. Αυτό το μόνιμο καθεστώς αβεβαιότητας σε συνάρτηση με τους χαμηλούς μισθούς, τα ακριβά ενοίκια και το υψηλό ποσοστό ανεργίας, δυσκολεύει τους νέους να «ενηλικιωθούν», καθιστώντας απαγορευτική την ανεξαρτητοποίηση και τον οριστικό απογαλακτισμό τους. Από την άλλη πλευρά, οι εν γένει αντιξοότητες, τους κάνουν ρεαλιστές, ανθεκτικούς και ευπροσάρμοστους στις αλλαγές που επιφέρει η ταχέως μεταβαλλόμενη σύγχρονη πραγματικότητα. Νέες τεχνολογίες, νέοι τρόποι επικοινωνίας και νέα επαγγέλματα αλλάζουν συνεχώς το τοπίο, ανάγοντας την προσαρμοστικότητα σε απαραίτητο προσόν.
Η επόμενη μέρα του σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, βρήκε τους νέους στους δρόμους. Δεν αρκέστηκαν σε μια συμβολική καταγραφή της δυσφορίας τους, αλλά επέλεξαν -πολλοί εξ αυτών για πρώτη φορά- να διαδηλώσουν μαζικά, δυναμικά και αυθόρμητα. Όχι μόνο επειδή ταυτίζονται με τα αδικοχαμένα παιδιά. Το υπόβαθρο της διαμαρτυρίας είναι πολύ βαθύτερο. Στην πράξη τους αυτή, συνοψίζεται η διαχρονική απογοήτευση και η συσσωρευμένη οργή τους για το κράτος στην ολότητα του. Για ένα εμπεδωμένο status quo που δεν έχουν συνδιαμορφώσει. Στα συνθήματα τους κυριαρχεί το συναίσθημα. Ενώνονται όχι κάτω από κομματικές θέσεις και σύμβολα, αλλά μέσω ενός κοινού βιώματος, εκφράζοντας ένα συλλογικό μετατραυματικό στρες.
Με τις εθνικές εκλογές να πλησιάζουν, η πραγματικότητα θέτει αμείλικτα ερωτήματα. Το διακύβευμα τους δεν αφορά μόνο την επόμενη τετραετία, αλλά κυρίως τις επόμενες δεκαετίες. Σε μια χώρα που μοιάζει να κινείται μονίμως σε ανισόπεδες ράγες χρόνου, παραμένοντας πεισματικά κράτος του 20ου αιώνα, η ανάγκη για πραγματικό εκσυγχρονισμό, ριζικές μεταρρυθμίσεις και οριστική καταπολέμηση των χιλιοειπωμένων παθογενειών, δεν είναι απλώς πρόταγμα των καιρών· αποτελεί αναγκαία συνθήκη επιβίωσης στον αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο που διαμορφώνεται.
Καλούμενη – περισσότερο από ποτέ- να επανεφεύρει τον εαυτό της, η Ελλάδα χρειάζεται να ακούσει και να εμπιστευθεί τη νέα γενιά. Τις νέες και τους νέους που άντεξαν. Που δεν έχουν μηδενικές προσδοκίες, είχαν όμως μηδενικές ευκαιρίες σε αυτή τη χώρα. Κι αν τους εμπιστευθεί, η μετατροπή της χώρας μας από αυτό που θέλουμε να ξεχάσουμε σε αυτό που ονειρευόμαστε να γίνει, θα μοιάζει εφικτή.
* Ο Δημήτρης Τζανιδάκης είναι Οικονομολόγος και Πολιτικός Επιστήμονας