Ερωτήματα για τους χειρισμούς της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην υπόθεση του ευρωβουλευτή του, Αλέξη Γεωργούλη, εξακολουθεί να θέτει η κυβέρνηση, όπως διεφάνη και στη σημερινή συνέντευξη του κυβερνητικού εκπροσώπου, Γιάννη Οικονόμου στον τηλεοπτικό σταθμό MEGA.
«Για την ουσία της υπόθεσης ούτε πολλά υπάρχουν που μπορούμε να πούμε, ούτε πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης υπάρχει. Η υπόθεση βρίσκεται στη Δικαιοσύνη. Στεκόμαστε όλοι με σεβασμό στη γενναιότητα της γυναίκας αυτής που βγήκε και κατήγγειλε. Πάντοτε είμαστε με τα θύματα και με αυτούς που σπάνε το απόστημα της σιωπής, είτε πρόκειται για έμφυλη είτε για ενδοοικογενειακή βία, για να βγαίνουν αυτά στην επιφάνεια και να τα χειρίζεται η Δικαιοσύνη και η συντεταγμένη Πολιτεία όπως πρέπει» τόνισε για το συγκεκριμένο θέμα ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ και κυβερνητικός εκπρόσωπος. Ωστόσο, όπως συμπλήρωσε: «Υπάρχουν, όμως, κατά τη γνώμη μου, στην πολιτική τους διάσταση τρία σοβαρά ζητήματα που αφορούν το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, με αφορμή την υπόθεση αυτή. Επαναλαμβάνω, όχι την ουσία της, για την οποία δεν υπάρχει θέμα αντιπαράθεσης. Ζήτημα πρώτο: Λένε από τον ΣΥΡΙΖΑ – και σωστά – ότι δεν μπορούμε να αντιδρούμε βάσει φημών. Ότι δεν ξέραμε, υπήρχαν φήμες, τον φωνάξαμε, δεν μας είπε, δεν μπορούσαμε να μάθουμε. Το πρόβλημα είναι ότι σε αντίστοιχα περιστατικά στο παρελθόν, όταν μάλιστα δεν επρόκειτο για πολιτικό στέλεχος, αλλά για ανθρώπους με άλλες ιδιότητες, στη βάση φημών, απαιτούσαν όχι απλώς αντιδράσεις από την Κυβέρνηση ή από κυβερνητικά στελέχη, αλλά την κυρία Μενδώνη, για παράδειγμα, την είχαν «σταυρώσει»».
Και ο κ. Οικονόμου συνέχισε: «Είναι ίσως ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουν πολιτικά τα κόμματα -και στη συγκεκριμένη περίπτωση η Αξιωματική Αντιπολίτευση, γιατί αυτή είναι που είχε σηκώσει τη συγκεκριμένη «σταυροφορία» τότε- τη στάση τους. Όχι δύο μέτρα και δύο σταθμά. Nα γνωρίζουμε ότι κάποια στιγμή όταν σκάβουμε λάκκους ή όταν τερματίζουμε σε τοξικότητα, προκειμένου να πνίξουμε τον αντίπαλο, ενδεχομένως έρθει και κάποια στιγμή που θα βρεθούμε κι εμείς αντιμέτωποι με αντίστοιχα τέτοια ζητήματα.
Το δεύτερο θέμα, που κατά τη γνώμη μου είναι πολύ πιο σοβαρό. Έστω ότι αποδειχθεί ότι ο κ. Γεωργούλης έχει κάνει αυτά που του αποδίδονται – η Δικαιοσύνη θα αποφασίσει – τι σημαίνει αυτό; Ότι θα μπορώ εγώ αύριο το πρωί ή το οποιοδήποτε στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας να βγει και να αποκαλέσει τον ΣΥΡΙΖΑ «κόμμα βιαστών»; Είναι δυνατόν; Είναι σοβαρά πράγματα αυτά σε μια συντεταγμένη Πολιτεία; Δεν επιτρέπεται σε κανέναν στο βωμό της πολιτικής αντιπαράθεσης να ταυτίζει μια ολόκληρη παράταξη, ένα ολόκληρο κόμμα, με την παραβατική συμπεριφορά μεμονωμένων στελεχών του. Δεν υπήρχαν φέιγ βολάν της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ που έλεγαν «πλούσιοι, έξυπνοι, λαμπεροί, δεν μας κάνει εντύπωση που είστε βιαστές» για μια περίπτωση στη Θεσσαλονίκη, που πήρε τελείως διαφορετική τροπή κάποια στιγμή; Δεν υπήρχε το hashtag «Ν.Δ. παιδεραστές» από συγκεκριμένες κατευθύνσεις και βραχίονες που αφορούσε καταγγελίες, ανυπόστατες φήμες, σε ό,τι αφορά το Μεταναστευτικό και την κακοποίηση παιδιών και διάφορα απίθανα τέτοια πράγματα; Δεν υπήρχαν τέτοιου είδους δηλώσεις ή υπονοούμενα σε ό,τι αφορά αυτές τις παραβατικές συμπεριφορές;» είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και συμπλήρωσε: «Με αφορμή την υπόθεση αυτή είναι καλό με ψυχραιμία -και τώρα στην προεκλογική περίοδο- να αναλογιστούμε λίγο πόσο υποκριτική και πόσο τοξική είναι μια στάση που στο βωμό της πολιτικής αντιπαράθεσης κάποιος πιστεύει ότι πρόσκαιρα μπορεί να αποκομίσει κομματικά και πολιτικά οφέλη με το να ταυτίζει ή να γενικεύει».
Συνεχίζοντας «Και το τρίτο αφορά τη διαφορετική ευαισθησία από την Αξιωματική Αντιπολίτευση, σε ό,τι αφορά έναν ο οποίος είναι υπό έλεγχο της Δικαιοσύνης – και σωστά απομακρύνθηκε από την Κοινοβουλευτική Ομάδα κατηγορούμενος για ένα βαρύτατο αδίκημα- εκεί, όμως, που υπάρχει ομόφωνη καταδικαστική απόφαση για παράβαση καθήκοντος, για το πιο ατιμωτικό για ένα δημόσιο πρόσωπο ατόπημα, όχι μόνο δεν έχει απομακρυνθεί, αλλά εξακολουθεί να παραμένει και στα ψηφοδέλτια και στην πρώτη γραμμή. Αυτά τα τρία είναι τα πολιτικά ζητήματα».
«Έγιναν κατά τη διάρκεια αυτής της τετραετίας πολύ σημαντικά βήματα στο να ενθαρρύνονται οι γυναίκες, όσοι ή όσες υφίστανται κακοποιητική συμπεριφορά να ανοίγουν τα στόματά τους με δράσεις πρόνοιας και στήριξης της Πολιτείας. Αξίζει να το λέμε, γιατί κυρίως αυτές τις στιγμές δεν πρέπει να υπερνικά ο φόβος, αλλά το θάρρος και η στήριξη της κοινωνίας και της Πολιτείας προς τα θύματα αυτών των συμπεριφορών» είπε ο κ. Οικονόμου.
«Η Κυβέρνηση ασκεί αυστηρή, αλλά δίκαιη μεταναστευτική πολιτική»
Αναφερόμενος στο μεταναστευτικό και απαντώντας σε σχετική ερώτηση: «Σε ό,τι αφορά το Μεταναστευτικό, υπάρχει μια χαοτική διαφορά της πολιτικής και της αντίληψης της Νέας Δημοκρατίας με αυτή της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Εκφράζεται σε διάφορες διαστάσεις της. Στον τρόπο με τον οποίο αντιδρούμε στις συκοφαντίες ή στις φήμες ή στις κατηγορίες της χώρας μας που έρχονται από το εξωτερικό από τους λαθροδιακινητές, από διαφόρους που έχουν συμφέροντα να πλήξουν τη χώρα και στο Μεταναστευτικό. Η υπόθεση της δήθεν νεκρής μικρής Μαρίας στον Έβρο είναι η πιο χαρακτηριστική -δεν είναι, όμως, η μόνη- ή οι συκοφαντίες για τους άνδρες και τις γυναίκες του Λιμενικού Σώματος ότι δήθεν έγδυναν περίπου τους πρόσφυγες ή τους παράνομους μετανάστες και τους έπνιγαν στο Αιγαίο, που διατυπώθηκαν κατά της χώρας και διάφορα άλλα τέτοια απίθανα. Η Κυβέρνηση με συνειδητή επιλογή ασκεί μια αυστηρή, αλλά δίκαιη μεταναστευτική πολιτική» είπε και συμπλήρωσε: «Αισθανόμαστε ότι η χθεσινή εξέλιξη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που, ανάμεσα στα άλλα, αφήνει ανοιχτή και τη δυνατότητα χρηματοδότησης μέσων όπως η επέκτασή του φράχτη στον Έβρο, είναι μια δικαίωση και της συγκεκριμένης επιλογής για ένα μέτρο πολύ ουσιαστικό στη φύλαξη των συνόρων μας, αλλά και μια ουσιαστική επιβράβευση του τρόπου αντίληψης της πολιτικής που έχουμε για την αντιμετώπιση των παράνομων μεταναστευτικών ροών και στη στεριά και στη θάλασσα. Κατέρρευσε η απόπειρα του κ. Παπαδημούλη, μέσω της Αριστεράς, να δυσχεράνει την προσπάθεια της χώρας στο να φυλάει τα σύνορά της».
«Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα επισκεφθεί το Σάββατο την Πρόεδρο της Δημοκρατίας προκειμένου να ζητήσει την διάλυση της βουλής και την προκήρυξη εκλογών για την 21 Μαΐου. Σε αυτή την κάλπη θα κριθεί ποιος θα είναι πρωθυπουργός και ποιο κόμμα θα κυβερνήσει. Θα κριθεί αν η χώρα θα συνεχίσει να πορεύεται προς το μέλλον με αυτοπεποίθηση και σταθερότητα ή αν θα ξανακυλήσει πίσω, στο επαχθές χθες. Αν θα καταφέρουμε να διαφυλάξουμε όλα όσα πετύχαμε μέσα σε αυτή τη δύσκολη τετραετία ή αν θα επιστρέψουμε σε ένα περιβάλλον υψηλών φόρων, υψηλής ανεργίας σε μια Ελλάδα ανασφάλειας και ανοιχτών συνόρων. Σε μια Ελλάδα αδύναμη στο περιθώριο της Ευρώπης» τόνισε στην εισήγησή του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών.
«Οι πολίτες θυμούνται από τη τετραετία του κ. Τσίπρα τις κλειστές τράπεζες. Οι συνταξιούχοι θυμούνται τον νόμο Κατρούγκαλου με τις περικοπές και την προσωπική διαφορά, θυμούνται την Ελλάδα της υπανάπτυξης και της ανεργίας. Θυμούνται τα ανοιχτά σύνορα και το δράμα της Μόριας και της Ειδομένης» πρόσθεσε υπογραμμίζοντας ότι «οι πολίτες ξέρουν ότι η Ελλάδα του 2023 είναι καλύτερη από την Ελλάδα του 2019».
«Οι πολίτες ξέρουν ποιοι τήρησαν στο ακέραιο τις δεσμεύσεις τους και τις ξεπέρασαν και ποιοι έκαναν στην κυβέρνηση ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που υπόσχονταν όταν ήταν αντιπολίτευση. Γνωρίζουν ποιος έχει αξιοπιστία όταν δεσμεύεται για το μέλλον του τόπου και τίνος τα λόγια είναι κούφια, οι θεωρίες του συνταγές επιστροφής στο χθες που πασχίζουμε να αφήσουμε πίσω. Γι’ αυτό και θα μας εμπιστευθούν, γι’ αυτό και θα δώσουν την στήριξή τους στην ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη» είπε ο κ. Οικονόμου.
Επίσης αναφέρθηκε στις προκλήσεις που αντιμετώπισε η κυβέρνηση τα τέσσερα αυτά χρόνια σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε στις προεκλογικές της δεσμεύσεις, ενώ ανέφερε αναλυτικά τα μέτρα στήριξης για τους αγρότες.
«Ο κ. Τσίπρας έφτασε στο σημείο να επικρίνει την στήριξη της κοινωνίας μιλώντας απαξιωτικά για κουπόνια, παραγνωρίζοντας σκόπιμα τα μόνιμα μέτρα που η κυβέρνηση έχει λάβει. Παραγνωρίζει τις μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, αγνοεί τις αυξήσεις στις συντάξεις και τον κατώτατο μισθό, παραγνωρίζει την δραστική μείωση της ανεργίας. Ξεχνά ότι αυτά που δίνονται στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, στα νοικοκυριά που δοκιμάζονται δεν είναι προϊόν υπερφορολόγησης. Ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ διαφωνούν και επικρίνουν τα μέτρα αυτά διότι οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν ούτε να τα εμπνευστούν, ούτε να τα εφαρμόσουν. Διότι πολύ απλά τίποτα από όλα αυτά δεν θα ήταν εφικτό χωρίς τα άλμα στην ανάπτυξη που έκανε η χώρα αλλά και στην ψηφιοποίηση στους μηχανισμούς του κράτους» τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Επίσης αναφέρθηκε στα μέτρα της κυβέρνησης στο μεταναστευτικό και τον περιορισμό των παράτυπων μεταναστών και την καταψήφιση της τροπολογίας Παπαδημούλη.