Οι Γερμανοί επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στην Ουγγαρία θεωρούν ότι η κυβέρνηση της χώρας προσπαθεί να τους αναγκάσει να φύγουν, προκειμένου το μερίδιό τους στην αγορά να περάσει σε «ολιγάρχες» οι οποίοι διατηρούν προνομιακές σχέσεις με τον πρωθυπουργό Βίκτορ Όρμπαν, αναφέρει το περιοδικό Der Spiegel.
Σε εκτενές άρθρο του το περιοδικό περιγράφει πώς η ουγγρική κυβέρνηση, αλλάζοντας συνεχώς τη νομοθεσία, προσπαθεί να δυσκολέψει τη δραστηριότητα των ξένων επιχειρηματιών και να τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν τη χώρα. Πριν από έναν χρόνο, αναφέρει, η επιχείρηση Heidelberg Materials und Schwenk Zement έλαβαν επιστολή από κάποιον ο οποίος παρουσιάστηκε ως ιδιοκτήτης «ενός δυναμικά επεκτεινόμενου ομίλου εταιριών με κυρίαρχη θέση στην ουγγρική βιομηχανία οικοδομικών υλικών». Ο αποστολέας, όπως διαπιστώθηκε, θεωρείται από την οργάνωση της Διεθνούς Διαφάνειας ως «επιχειρηματίας φίλος του πρωθυπουργού», ο οποίος επιδιώκει να διευρύνει τώρα το φάσμα των δραστηριοτήτων του με την απόκτηση μεριδίου στην ουγγρική θυγατρική γερμανικών εταιριών που λειτουργούν δύο εργοστάσια τσιμέντου στη χώρα. Όπως επισημαίνει το περιοδικό, οι γερμανικές εταιρίες αποτελούν εμπόδιο στα σχέδια της κυβέρνησης.
Ο Βίκτορ Όρμπαν έχει δηλώσει ότι πρέπει να περάσει στα χέρια της Ουγγαρίας μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας. Για αυτόν τον σκοπό, η κυβέρνηση εξέδωσε σειρά κανονισμών, οι οποίοι δυσκολεύουν τη λειτουργία επιχειρήσεων όπως η γερμανική εταιρία οικοδομικών υλικών. Ενδεικτικά, επιβλήθηκε 90% επιπλέον εισφορά εξόρυξης, ενώ για κάθε εξαγωγή απαιτείται πλέον κρατική έγκριση. Από τον Ιούλιο, οπότε θα έχει τεθεί σε ισχύ ο νέος «αρχιτεκτονικός νόμος», θα επιτρέπεται στις αρχές να ελέγχουν τον κλάδο και, μεταξύ άλλων, να υπαγορεύουν τον όγκο παραγωγής και τις τιμές για τις ξένες εταιρίες σχεδόν κατά βούληση. «Οι κανονισμοί αποτελούν πλήρη παραβίαση όλων των κανόνων της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς. Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση θέλει να πιέσει τους ξένους κατασκευαστές τσιμέντου να πουλήσουν» τις επιχειρήσεις τους, καταγγέλλει η εταιρία από την Χαϊδελβέργη στο Spiegel.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, στην Ουγγαρία εφαρμόζεται «οικονομικός εθνικισμός», ο οποίος στρέφεται ξεκάθαρα εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία ο κ. Όρμπαν κατηγορεί για όλα τα προβλήματα. Σε αυτή τη φάση η ΕΕ στερεί από την Ουγγαρία οικονομική βοήθεια ύψους 5,8 δισεκατομμυρίων ευρώ για την πανδημία, ενώ απειλεί να παγώσει κονδύλι 7,5 δισεκατομμυρίων από τη διαρθρωτική βοήθεια, επειδή η ουγγρική κυβέρνηση αναθέτει κρατικές συμβάσεις με πολιτικά κριτήρια, χωρίς διαφάνεια. Προνόμια απολαμβάνουν και τα μέλη της οικογένειας του Βίκτορ Όρμπαν, αναφέρει το γερμανικό περιοδικό, το οποίο σημειώνει ακόμη ότι η κυβέρνηση αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις που της έθεσε η σύνταξη.
Σε έρευνα του Γερμανο-ουγγρικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, το 18% των γερμανών επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στην Ουγγαρία θεωρεί την έλλειψη ασφάλειας δικαίου ως τον μεγαλύτερο επενδυτικό κίνδυνο στη χώρα. Το ποσοστό είναι το υψηλότερο μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ στην ανατολική Ευρώπη.
Η στρατηγική του Βίκτορ Όρμπαν, είναι αυτή του «διαίρει και βασίλευε», εκτιμά το περιοδικό και αναδεικνύει το γεγονός ότι οι περιορισμοί αφορούν μόνο συγκεκριμένους κλάδους. Η αυτοκινητοβιομηχανία π.χ., η Daimler, η VW και η BMW, καλωσορίζονται στην Ουγγαρία και απολαμβάνουν διαφορετικές συνθήκες.
Ο επικεφαλής του τμήματος εξωτερικού εμπορίου του Γερμανικού Βιομηχανικού και Εμπορικού Επιμελητηρίου Φόλκερ Τράιερ διαμαρτύρεται για «ειδικούς φόρους, νέα ρυθμιστικά εμπόδια και περιοριστικούς όρους ανάθεσης» σε ορισμένους τομείς και επισημαίνει ότι «η μακροπρόθεσμη θετική εξέλιξη των οικονομικών σχέσεων Γερμανίας – Ουγγαρίας πρέπει να συνεχίσει να προωθείται σε έναν εποικοδομητικό διάλογο».