«Η θέση του κ. Ανδρουλάκη για τον πρωθυπουργό της χώρας, για τον άνθρωπο που θα είναι στο τιμόνι της χώρας την επόμενη περίοδο εκτός του ότι συνιστά θεσμική ασέβεια είναι και πολιτικά εξωφρενική. Ο κ. Ανδρουλάκης λέει «ψηφίστε με και πρωθυπουργός της χώρας θα είναι ο άγνωστος Χ». Καλεί τους πολίτες να τον εμπιστευτούν και λέει ότι αν με ψηφίσετε πρωθυπουργός της χώρας θα είναι ο άγνωστος Χ. Δεν συνιστά μόνο πρόκληση στην κοινή λογική, συνιστά και πρόκληση στη δημοκρατική τάξη με την έννοια ότι οι πολίτες με την ψήφο τους θα επιλέξουν αυτοί ποιος θα είναι ο πρωθυπουργός» τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου απαντώντας σ΄ερώτηση κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών.
«Ο κ. Ανδρουλάκης , μας έχει συνηθίσει σε επιδερμική προσέγγιση των ζητημάτων, σε ασάφεια, το μόνο που είναι καθαρό είναι η νοσταλγία του για την ρητορική της δεκαετίας του ’80, όμως σε αυτό το ζήτημα στο ποιος θα είναι ο πρωθυπουργός της χώρας δεν μπορεί κανείς να είναι ασαφής και να παραπέμπει στον άγνωστο Χ. Εκτός αν θεωρεί ότι το κόμμα του είναι ένα κόμμα που δεν θέλει να παίξει ρόλο στην πορεία της χώρας την επόμενη μέρα, είναι ένα κόμμα που απλώς αναζητά ψήφο διαμαρτυρίας, ή εκτός αν θέλει να θολώνει τα νερά και να μην πει αυτό που ενδεχομένως είναι προειλημμένη απόφαση, η διασταύρωση και η συμπόρευση στο πλαίσιο μιας προοδευτικής διακυβέρνησης με τον κ. Τσίπρα. Πάντως το ψηφίστε με και πρωθυπουργός θα είναι ο άγνωστος Χ δεν είναι ούτε υπεύθυνη ούτε σοβαρή πολιτική στάση» πρόσθεσε.
Ο κ. Οικονόμου σημείωσε ότι ο πρωθυπουργός αμέσως μετά την εκλογή του κ. Ανδρουλάκη του ζήτησε να συναντηθούν. «Υπήρξε μια πρωτοφανής περιφρόνηση από την πλευρά του κ. Ανδρουλάκη. Αυτά είναι γνωστά και δεν έχει νόημα να επανέλθουμε. Εμείς πιστεύουμε στην ανάγκη αυτοδύναμων κυβερνήσεων, επίσης πιστεύουμε ότι πρωθυπουργός της χώρας θα είναι ο αρχηγός του πρώτου κόμματος, αυτόν θα ψηφίσουν οι Έλληνες πολίτες» είπε.
Για την αναφορά του κ. Ανδρουλάκη ότι ο πρωθυπουργός σκόπευε να ενώσει την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων την με την ΑΔΑΕ ανέφερε «η κυβέρνηση ό,τι προτάσεις είχε να κάνει τις έκανε στο κοινοβούλιο. Ο,τι προχώρησε, προχώρησε με βάση τους κανονισμούς και τους όρους που οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες επιβάλουν, ό,τι δεν προχώρησε οφείλεται στην άρνηση κομμάτων να πάνε προς αυτή την κατεύθυνση. Το ζήτημα έχει να κάνει με την περιφρόνηση που έδειξε από την πρώτη στιγμή ο κ. Ανδρουλάκης σε μια τυπική, εθιμοτυπική συνάντηση με τον πρωθυπουργό. Το ότι σε κάποια πράγματα η ΝΔ, ο πρωθυπουργός πρότεινε, η αξιωματική αντιπολίτευση, το κόμμα του ΠΑΣΟΚ, ο κ. Ανδρουλάκης μπορεί να είχαν διαφορετική προσέγγιση και στο τι συζητούσαν μεταξύ τους όταν βρισκόταν σε διάφορες εκδηλώσεις είναι άλλης τάξης θέμα και απολύτως λογικό, θεμιτό να έχει ο καθένας την δική του θέση» υπογράμμισε.
Επίσης ο κ. Οικονόμου επανέλαβε ότι η κυβέρνηση πιστεύει ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε και η ανάγκη για αλλαγές είναι αυτές που προσδιορίζουν την ανάγκη για αυτοδύναμες και σταθερές κυβερνήσεις, με ισχυρή πολιτική βούληση, με γρήγορα αντανακλαστικά. «Γι αυτό ζητάμε εντολή αυτοδυναμίας, όχι από γινάτι, ή πείσμα» είπε και αναρωτήθηκε «υπάρχει στην Ελλάδα η πολιτική πρώτη ύλη ώστε αυτές οι συνθήκες να ικανοποιηθούν μέσα από κυβερνήσεις συνεργασίας;»
«H ιστορική εμπειρία δείχνει ότι δεν υπάρχει και το δείχνει και η πραγματικότητα. Όσοι υποστηρίζουν την απλή αναλογική δεν βρίσκουν δύο ονόματα , δύο συγκεκριμένα πράγματα να πουν για το ποιο θα είναι το πλαίσιο της προοδευτικής κυβέρνησης» σημείωσε και επανέλαβε ότι η πρώτη κάλπη θα δείξει ποιος θα είναι αυτός που θα κυβερνήσει και η δεύτερη κάλπη πώς θα κυβερνήσει.
Για τα μέτρα κατά της ακρίβειας ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υπογράμμισε ότι όσο διαρκεί η ακρίβεια και η κρίση δεν θα πάψει η κυβέρνηση να εξαντλεί κάθε δυνατότητα που υπάρχει για να στέκεται στο πλευρό της ελληνικής κοινωνίας.
«Είμαστε αισιόδοξοι ότι πλησιάζουμε στην επενδυτική βαθμίδα» είπε ο κ. Οικονόμου υπογραμμίζοντας ότι η ελληνική οικονομία υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχίσουμε σε αυτό το μήκος κύματος, υπό την προϋπόθεση της πολιτικής σταθερότητας και της αποφασιστικής διακυβέρνησης μπορεί να πάει ακόμη ψηλότερα και η δεύτερη τετραετία να είναι η τετραετία της αύξησης των μισθών ώστε να συγκλίνει με τον μέσο όρων της ΕΕ.