Μετά από μια πραγματικά θυελλώδη εβδομάδα στη διεθνή οικονομία και την κρίση στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, ο οικονομικός κόσμος αισθάνεται σαν να έχει μόλις γυρίσει ανάποδα, και από πολλές απόψεις έχει. Μια όπως από τις επιπτώσεις αυτής της αναταραχής, η οποία δεν έχει τύχει της δέουσας προσοχής, είναι αυτή των προβλημάτων που δημιουργεί στον κρίσιμο τομέα της εθνικής ασφάλειας, σε μια στιγμή που το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε διαδικασία άτακτης και επικίνδυνης αναδιάρθρωσης.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη *
Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank με μια πρώτη ματιά μπορεί να θεωρηθεί ως μια ιστορία διάσωσης του τραπεζικού συστήματος των Ηνωμένων Πολιτειών. Την ίδια στιγμή ο τρόπος με τον οποίο έγινε η διάσωση, είναι σαφές ότι δημιουργεί ένα ηθικό κίνδυνο για το μέλλον παρόμοιων διασώσεων. Είναι επίσης ξεκάθαρο, ότι η φούσκα που έχει δημιουργηθεί στο τομέα της τεχνολογίας, αναγκάζει τις κυβερνήσεις να υποκύψουν στην πίεση για διάσωση του, και ας προσπαθούν να πείσουν τους πάντες ότι αυτό δεν έχει κόστος για τους φορολογούμενους πολίτες.
Όμως όλο αυτό λαμβάνει χώρα, σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή για τις γεωπολιτικές εξελίξεις διεθνώς. Ο Πρόεδρος της Κίνας, Σι, πραγματοποιεί το πρώτο επίσημο ταξίδι του στο εξωτερικό, μετά την ενθρόνισή του σε μια πρωτοφανή για τα δεδομένα Τρίτη θητεία στην ηγεσία της χώρας, στη Μόσχα για να προχωρήσει σε περαιτέρω σύσφιξη της στρατηγικής συνεργασίας με την Ρωσία του Πούτιν. Ήδη έχει ξεκινήσει ένας αδυσώπητος τεχνολογικός πόλεμος, ο οποίος κορυφώνεται όλο και περισσότερο καθημερινά, ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο.
Αυτό καθιστά σαφές ότι η σε εξέλιξη κρίση στον χρηματοπιστωτικό τομέα της Δύσης, στης οποίας το κέντρο βρίσκεται ο τομέας της τεχνολογίας, έχει να κάνει με την εθνική ασφάλεια και τη σύγκρουση της Αμερικής για την τεχνολογική υπεροχή με την Κίνα. Αναδεικνύει με επίπονο τρόπο το πόσο εξαρτημένες έχουν γίνει οι ΗΠΑ και ευρύτερα η Δύση, από ένα μοντέλο καινοτομίας που είναι εξαιρετικά εύθραυστο.
Ο κυρίαρχος τομέας που παίζεται και θα κριθεί η αντιπαλότητα των μεγάλων δυνάμεων είναι αυτός της τεχνολογίας και το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης θα καθορίσει ποια θα είναι η χώρα που θα κυριαρχήσει.
Αμέσως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, η εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και της Δύσης βασίζονταν κατά κύριο λόγο στο ποιος κυριαρχούσε επιστημονικά και παραγωγικά. Από τότε, με ευθύνη διαδοχικών κυβερνήσεων, ειδικά από το 2000 και μετά, έχουν αλλάξει πολλά σε αυτό το μέτωπο. Τότε, το μεγαλύτερο μέρος της καινοτομίας που σχετίζεται με την εθνική ασφάλεια χρηματοδοτήθηκε από την κυβέρνηση και στη συνέχεια προσαρμόστηκε από τον ιδιωτικό τομέα.
Η Αμερική σε κυβερνητικό επίπεδο έβαλε χρήματα απευθείας στην ανάπτυξη όπλων παγκόσμιας κλάσης, τα οποία δημιούργησαν ημιαγωγούς, προσωπικούς υπολογιστές, διαδίκτυο, τεχνολογίες που βοήθησαν την ίδια και κατ’ επέκταση τη Δύση, να κυριαρχήσει στην εποχή της πληροφορίας.
Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, αυτό το σκηνικό έχει ανατραπεί δραματικά και ο ιδιωτικός τομέας αντιπροσωπεύει πάνω από το 70% των δαπανών στον τεχνολογικό τομέα. Όσον αφορά την τεχνητή νοημοσύνη, την προηγμένη ρομποτική, τους δορυφόρους, τα drones και άλλες δυνατότητες, η καινοτομία που προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα και στη συνέχεια προσαρμόζεται από την κυβέρνηση θα διαμορφώνει όλο και περισσότερο την ισορροπία δυνάμεων.
Και εδώ είναι που αναδεικνύεται το πρόβλημα για την εθνική ασφάλεια και οι γεωπολιτικές επιπτώσεις, στην περίπτωση της κατάρρευσης της Silicon Valley Bank. Το χαρτοφυλάκιο της SVB περιλάμβανε, σχεδόν το 50%, των νεοσύστατων επιχειρήσεων τεχνολογίας και βιοεπιστημών των ΗΠΑ, που υποστηρίζονται από επιχειρηματικά κεφάλαια. Η τράπεζα είχε δεσμούς με την In-Q-Tel, τη μη κερδοσκοπική εταιρεία επιχειρηματικών συμμετοχών της CIA, και με την Υπηρεσία Προηγμένων Ερευνητικών Προγραμμάτων Άμυνας.
Ο επικεφαλής του Γραφείου Στρατηγικού Κεφαλαίου του Αμερικανικού Πενταγώνου, αναγνώρισε ότι «πολλές από τις μικρές επιχειρήσεις που επηρεάστηκαν από την κατάρρευση της SVB» είναι οργανισμοί που συνεργάζονταν με το Υπουργείο Άμυνας. Η Μονάδα Αμυντικής Καινοτομίας του Πενταγώνου, εξέφρασε ανησυχία, ότι η κατάρρευση της SVB θα δημιουργήσει πρόβλημα στη μελλοντική τεχνολογική ανάπτυξη, μεγάλο μέρος της οποίας μπορεί να είναι καθοριστικό στον ανταγωνισμό με την Κίνα.
Σοβαροί αναλυτές επισημαίνουν ότι τα εγχώρια συστήματα καινοτομίας και παραγωγής των ΗΠΑ, και όλη η δύναμη που παράγουν, έχουν γίνει εξαιρετικά ευάλωτα σε μεμονωμένα σημεία αποτυχίας. Σε αυτήν την περίπτωση, μια τράπεζα που έκανε τραγικό σχεδιασμό, σχεδόν βύθισε τις νεοσύστατες επιχειρήσεις της Αμερικής. Και δυστυχώς, όπως τονίζουν, η περίπτωση της SVB δεν είναι μοναδική.
Όπως αναφέρουν, ένας λόγος για τον οποίο η αμυντική βιομηχανική βάση της Αμερικής, είναι αδύναμη είναι ότι το Πεντάγωνο μπορεί συχνά να αποκτήσει βασικά εξαρτήματα, όπως κινητήρες πυραύλων ή κινητήρες πυραύλων κρούζ, μόνο από μία πηγή. Τα μέταλλα σπάνιων γαιών που χρησιμοποιούνται σε πυρομαχικά, ή οι άνοδοι και οι κάθοδοι που χρησιμοποιούνται σε προηγμένες μπαταρίες, προέρχονται συντριπτικά από μια χώρα που είναι επίσης ο μεγαλύτερος αντίπαλος της Αμερικής, την Κίνα.
Σχεδόν όλη η καινοτομία και η κατασκευή των ΗΠΑ απαιτεί ημιαγωγούς. Το 65% αυτών των ημιαγωγών, και το 90% των πιο εξελιγμένων, παράγονται σε μια πιθανή εμπόλεμη ζώνη, την Ταϊβάν. Για χρόνια, η ανθεκτικότητα θυσιάζεται για την αποτελεσματικότητα, μια τάση που έχει δημιουργήσει κραυγαλέες αδυναμίες καθώς ο κόσμος γίνεται λιγότερο σταθερός.
Επίσης, σύμφωνα με σοβαρές αναλύσεις, η κατάρρευση της SVB, είναι μια υπενθύμιση ότι το εσωτερικό σύστημα πληροφοριών έχει προδιάθεση για αποτυχίες. Δεν πρόκειται βέβαια, για έναν κίνδυνο που ήρθε στην επιφάνεια τώρα. Βλέπουμε εδώ και πάρα πολύ καιρό το βρώμικο παιχνίδι παραπληροφόρησης που λαμβάνει χώρα στα μεγάλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στο διαδίκτυο.
Αν και δεν υπάρχουν ενδείξεις για ξένο δάκτυλο στην κρίση της εβδομάδας που πέρασε, η κατάρρευση επιταχύνθηκε δραματικά όταν άρχισαν να κυκλοφορούν ειδήσεις για την αδυναμία της SVB μέσω των κοινωνικών δικτύων.
Η εσωτερική ανάλυση του Πενταγώνου στην Ουάσιγκτον, προβλέπει ότι οποιαδήποτε κρίση ή σύγκρουση με την Κίνα θα περιλαμβάνει ένα μπαράζ παραπληροφόρησης από το Πεκίνο. Είναι πολύ πιθανό, η Κίνα να αρχίσει να διακινεί ψευδείς ειδήσεις που προορίζονται να συσκοτίσουν τι συμβαίνει στην Ταϊβάν ή τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Επίσης, θα μπορούσε να εμποδίσει την κινητοποίηση της Αμερικής, διαδίδοντας ψευδείς πληροφορίες σχετικά με το πού θα πρέπει να παρουσιαστούν μέλη των ενόπλων δυνάμεων σε μια πιθανή κρίση. Είναι επίσης πιθανό, η Κίνα παίρνοντας παράδειγμα από το τι συνέβη με την SVB, να πυροδοτήσει ένα κύκλο φημών στα κοινωνικά δίκτυα, για να αποσταθεροποιήσει ασταθείς τράπεζες στην Αμερική και τη Δύση.
Εδώ επανέρχεται με ένταση η επίκληση του επικεφαλής της JPMorgan, Τζέιμι Ντίμον, λίγες ώρες μετά το ξέσπασμα της κρίσης στην Ουκρανία, ότι από εδώ και στο εξής η οικονομία είναι εθνική ασφάλεια. Δυστυχώς, τα γεωπολιτικά διδάγματα από την κατάρρευση της SVB είναι εξίσου απογοητευτικά με τα οικονομικά διδάγματα. Όσο αυτό δεν γίνεται κατανοητό από τις κυβερνήσεις και τις πολιτικές ηγεσίες της Δύσης, η μια κρίση θα διαδέχεται την άλλη και η ένταση της επόμενης θα είναι αισθητά μεγαλύτερη από την προηγούμενη.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies του Λονδίνου, και ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.