Οι πρόσφυγες που έφυγαν από την Ουκρανία μπορεί να υποστηρίχθηκαν ευρέως σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο αντιμετωπίζουν προκλήσεις στην εκπαίδευση, τη στέγαση και την εύρεση εργασίας, όπως διαπιστώνει έρευνα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (FRA).
Στην έρευνα με τίτλο «Φεύγοντας από την Ουκρανία» καταγράφονται οι μαρτυρίες περίπου 14.500 ατόμων που έφυγαν για να σωθούν από τον πόλεμο και εγκαταστάθηκαν στην ΕΕ. Οι συνεντεύξεις έγινα τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2022 σε δέκα χώρες: τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Εσθονία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία και την Ισπανία.
Η ταχεία ενεργοποίηση από την ΕΕ της Οδηγίας Προσωρινής Προστασίας επέτρεψε στους ανθρώπους που εγκατέλειψαν την Ουκρανία να εγκατασταθούν γρήγορα και να εργαστούν, να ταξιδέψουν και να αποκτήσουν πρόσβαση σε υπηρεσίες σε όλη την ΕΕ. Όπως διαπιστώνεται, αν και ένας στους τρεις νιώθει πλέον μέλος της κοινότητας της χώρας υποδοχής, το ίδιο ποσοστό θα ήθελε να επιστρέψει στην Ουκρανία. Επίσης, το 79% αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να τα βγάλει πέρα οικονομικά.
Το 49% αισθάνεται αποκαρδιωμένο και σε κατάθλιψη από τότε που ήρθε στη χώρα υποδοχής. Μόνο το 33% των ερωτηθέντων έχει αμειβόμενη εργασία και το 33% των γυναικών δεν εργάζεται επειδή πρέπει να φροντίζει παιδιά ή ηλικιωμένους/άρρωστους συγγενείς. Το 48% δηλώνει ότι η νέα του δουλειά είναι κατώτερη του επιπέδου εκπαίδευσής τους και το 30% δηλώνει ότι έπεσε θύμα εκμετάλλευσης στην εργασία.
Επιπλέον αν και το 59% πληρώνει για τη στέγασή του, συχνά πρέπει να μοιράζονται την τουαλέτα ή την κουζίνα. Πολλοί δεν έχουν ιδιωτικότητα ή έναν ήσυχο χώρο για να διαβάσουν τα παιδιά τους.
Το 59% των παιδιών παρακολουθεί εκπαίδευση μέσω διαδικτύου σε ένα ουκρανικό σχολείο ή διαβάζουν μόνα τους με υλικό ή υποστήριξη από την Ουκρανία.
Μεταξύ των παιδιών ηλικίας 12-15 ετών το 49% δηλώνει ότι δυσκολεύεται να κοιμηθεί ή/και να συγκεντρωθεί, το 47% ότι νιώθει ευάλωτο ή έλλειψη αυτοπεποίθησης και το 40% ότι βιώνει άγχος, κατάθλιψη ή κρίσεις πανικού. Μόλις το 7% των παιδιών έλαβε υποστήριξη από σχολικό σύμβουλο και άλλο ένα 7% από ψυχολόγο εκτός σχολείου, στη χώρα υποδοχής.
Ο FRA ζητάει από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να βρουν βιώσιμες λύσεις που θα ωφελήσουν τόσο τους πρόσφυγες όσο και τις κοινωνίες υποδοχής τους.