Πολύ καλά κάναμε ως χώρα και συζητάμε σε υψηλό επίπεδο με τον πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Εθνικό, θεμιτό και πολύ σοβαρό θέμα. Όχι, πάντως, χωρίς και προσωπικές βλέψεις για τον ίδιο. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Μεγάλης Βρετανίας, Τζορτζ Οσμπορν, προφανώς και θα καλοβλέπει την επιστροφή του στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας του, αν όχι την αρχηγεία του κόμματος και την πρωθυπουργία. Επίσης, δεν θα τον «χάλαγε» μια διεθνής θέση.
Είναι κάτι που πολλοί έχουμε διαπιστώσει από την αρχή, όταν δηλαδή άρχισαν οι διαρροές από τη βρετανική πλευρά. Παρότι απολύτως θετικός και για τις δύο πλευρές ο διάλογος, για τον Τζορτζ Οσμπορν έχει καταφανώς συνδεθεί με τις προσωπικές του πολιτικές φιλοδοξίες. Δεν χρειάζεται μεγαλύτερη απόδειξη από το ότι είναι ο «επισπεύδων» σχετικών δηλώσεων και αποκαλύψεων.
Όπως όλα δείχνουν αν διαβάσουμε ανάμεσα στις γραμμές, η συζήτηση έχει φτάσει στις «κόκκινες γραμμές» Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας. Η χώρα μας δεν δέχεται παρά επαναπατρισμό, και όχι απλό δανεισμό, όλων των παρθενώνειων γλυπτών, για πάντα. Το Βρετανικό Μουσείο είναι διατεθειμένο να φτάσει μέχρι τον δανεισμό μερικών, για κάποιο χρονικό διάστημα. Τα άλλα, λέει ο κ. Οσμπορν, είναι θέμα νομοθετικής ρύθμισης, άρα κυβερνητικό, και όχι δικό τους.
Τι κρύβεται πίσω από αυτή τη στάση; Η γκαλερί Duven, με τις αίθουσες όπου φιλοξενούνται τα γλυπτά του Φειδία και των μαθητών του, πρέπει να κλείσει για κάποια χρόνια. Το ίδιο και οι αίθουσες με τα ασυριακά και τα ρωμαϊκά, που βρίσκονται δίπλα. Το κτήριο έχει παλιώσει, συχνά μπαίνουν νερά από τη στέγη, εμφανίζεται υγρασία, και, γενικά, είναι αναγκαία η επισκευή εκ βάθρων.
Ηταν, και είναι πάντοτε, ευκαιρία να σταλούν τα κλεμμένα από τον Ελγιν γλυπτά στην Ελλάδα. Σε αντάλλαγμα, η χώρα μας προσφέρει μεγάλες περιοδικές εκθέσεις με αρχαιότητες από μουσεία και αποθήκες μας. Όχι, βεβαίως, με αρχαιότητες όπως τον Ηνίοχο των Δελφών ή τον Ερμή του Πραξιτέλη στην αρχαία Ολυμπία. Αυτά αναφέρονται από «πηγές» που δεν έχουν γνώση του πώς ένα αρχαίο μετακινείται ή δεν μετακινείται καν, ποια κριτήρια έπαιζαν, παίζουν, και θα παίζουν ρόλο.
Εχουμε, ευτυχώς, χιλιάδες αρχαιότητες που θα ήταν δυνατόν να στείλουμε έξω για μια τριετία ή πενταετία φερ’ ειπείν- και όχι για 50 χρόνια όπως ακούμε να λέγεται τον τελευταίο καιρό μέχρι καταχρήσεως. Αρχαιότητες που παραμένουν στις αποθήκες, καθώς κάθε μουσείο, ακόμα και το Εθνικό Αρχαιολογικό που θα διπλασιάσει στο άμεσο μέλλον το εμβαδόν του, είναι αδύνατον να εκθέσει τεράστιο αριθμό από τα ευρήματα που διαθέτει. Η κάθε έκθεση στήνεται με ειδικό σκεπτικό, και με βάση αυτό αποφασίζονται πάντοτε ποια και πόσα αρχαία θα είναι στις βιτρίνες.
Μέχρις εδώ, όλα καλά. Όμως, η λύση της προσωρινής μεταφοράς τους στο Μουσείο Ακρόπολης, ακόμη και αν θα ισχύσει για όλα, δεν είναι Win- Win όπως επαναλαμβάνει στερεότυπα ο κ. Οσμπορν. Είναι Lose- Win. Και η Ελλάδα, δεν θα συναινούσε ποτέ να είναι ο χαμένος της υπόθεσης.
Ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου στο Βρετανικό Μουσείο, γνωρίζει καλά τις θέσεις μας και θα πρέπει να έχει καταλάβει πόσο αποφασισμένοι είμαστε να τις τηρήσουμε. Όπως είπε και η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη στη Βουλή, «η θέση μας ήταν και παραμένει εθνική ομόφωνη ομόθυμη αμετάβλητη και σαφής. Δεν αναγνωρίζουμε δικαίωμα κυριότητας νομής και κατοχής επί των Γλυπτών στο Βρετανικό Μουσείο καθώς αποτελούν προϊόν κλοπής.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει από τη θέση μας αυτή. Η Ελλάδα υποχρεούται συνταγματικά και νομιμοποιείται ηθικά να αξιώνει και να επιδιώκει με κάθε νόμιμο και πρόσφορο μέσο την οριστική μόνιμη και αμετάκλητη επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα προς επανόρθωση του δικαίου και της ηθικής τάξης και κυρίως προς αποκατάσταση της ακεραιότητας του μνημείου»
Γιατί, λοιπόν, ο κ. Οσμπορν συνεχίζει τις διαρροές, μιλώντας για ανυπόστατα ζητήματα όπως π.χ. η ίδρυση παραρτήματος του Βρετανικού Μουσείου στην Αθήνα; Αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο η ελληνική κυβέρνηση δεν θα επέτρεπε καν να τεθεί, πολλώ μάλλον και να συζητηθεί, λένε οι «πηγές» μας. Αρα; Τι πιστεύει ότι θα κερδίσει πιέζοντας την Ελλάδα;
Βασικά, είναι απελπισμένος. Βλέπει πως δεν του βγαίνει ό,τι έχει σχεδιάσει για τον εαυτό του, ο καιρός περνά, η πτέρυγα στο Βρετανικό Μουσείο πρέπει να κλείσει και εκείνος κάνει μερικές προσπάθειες που, αν δεν το έχει καταλάβει, απευθύνονται εις ώτα μη ακουόντων. Στην πραγματικότητα, αν πράγματι ήθελε να επιτύχει, και να μείνει στην Ιστορία, θα έπρεπε να έχει πιέσει και στην κυβέρνησή του να αλλάξει τον νόμο του 1963 σύμφωνα με τον οποίο το Βρετανικό Μουσείο δεν έχει δικαίωμα να δώσει αλλού κάποια από τα αντικείμενα ιδιοκτησίας του.
Μάλλον δεν το έκανε, θέλοντας να κρατήσει τη θέση του ως προέδρου. Αλλά και αν το έκανε, θα έτρωγε/ έφαγε «πόρτα». Η Βρετανική κυβέρνηση δεν θέλει να ασχοληθεί με το τεράστιο αυτό ηθικό ζήτημα. Για δικούς της λόγους.
Ο κ. Οσμπορν ζορίζεται, λοιπόν, γιατί κλείσιμο των γλυπτών σε κάποια βρετανική αποθήκη θα ήταν μεγάλη ήττα, πλην, συμπαραστάτες δεν βρίσκει. ‘Η μήπως βρήκε; Η αντιπολίτευση στην Ελλάδα, συχνά- πυκνά βγάζει ανακοινώσεις και κάνει δηλώσεις (ακόμα και στη Βουλή διαμαρτυρόταν ο κ. Βαρουφάκης) κατακεραυνώνοντας την ελληνική κυβέρνηση πως… θα δεχτεί. Και θα είναι … (συμπληρώνετε όποια λέξη θέλετε: προδοσία, αντεθνική πράξη, έγκλημα; Όλα τα έχουν πει!)
Απορίας άξιον, γιατί πρέπει μια ξένη κυβέρνηση να είναι πιο πιστευτή σε κάποιους από τη δική τους. Η οποία, (η δεύτερη) επί του συγκεκριμένου θέματος έχει μία, μόνιμη και σταθερή στάση.
Τελικά, φαίνεται πως ισχύει: όλοι φοβούνται ότι όποια κυβέρνηση καταφέρει να φέρει πίσω τα κλεμμένα γλυπτά του Παρθενώνα, θα σημειώσει μεγάλη επιτυχία. Μόνο που, ακόμα, χρειάζεται πολλή συζήτηση, πολλές διαπραγματεύσεις, πολύς χρόνος για να επιτύχουμε, κάποτε, το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αν αναβιβάζουμε την αντίπαλη πλευρά στον μοναδικό ρυθμιστικό παράγοντα, αυτόν που θα μας επιτρέψει, ή όχι, να επαναπατρίσουμε τα κλεμμένα από τον Ελγιν γλυπτά μας, κάνουμε σοβαρό λάθος, εθνικά επιζήμιο.
Ας μην παίξουμε και την κληρονομιά μας στα ζάρια της προεκλογικής περιόδου. Θα ήταν οπωσδήποτε Lose – Lose.
Αγγελική Κώττη