«Σήμερα έχουμε ολοκληρώσει το πρώτο βήμα του έργου, την αρχιτεκτονική ιδέα με βάση όλη την ισχύουσα νομοθεσία. Η διαδικασία επί της ουσίας ολοκληρώθηκε σε έξι μήνες από την πρόσκληση των αρχιτεκτονικών γραφείων χωρίς την παραμικρή δαπάνη εκ μέρους του ελληνικού Δημοσίου. Από την αρχή είχαμε θέσει ως στόχο το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μουσείο στο είδος του, σε διεθνές επίπεδο, της προβολής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και της αρχαίας ελληνικής τέχνης, να αποκτήσει μια διεθνή διάσταση», δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη, σήμερα από το αμφιθέατρο του ΥΠΠΟΑ όπου μαζί με τον πρόεδρο της διεθνούς επιτροπής αξιολόγησης του αρχιτεκτονικού προσχεδίου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Ανδρέα Κούρκουλα, μίλησαν για τη διαδικασία επιλογής της σχετικής αρχιτεκτονικής πρότασης. Όπως έγινε γνωστό πριν λίγες ημέρες, η επιτροπή επέλεξε την πρόταση των αρχιτεκτονικών γραφείων David Chipperfield Architects και Αλέξανδρου Ν. Τομπάζη Α.Ε.
«Η επιτροπή αξιολόγησης είναι αυτή, η οποία με βάση τα κριτήρια τα οποία έθεσε το ΥΠΠΟΑ έκανε τις προσκλήσεις προς τα αρχιτεκτονικά γραφεία του εξωτερικού, με αποδεδειγμένη εμπειρία στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό μουσειακών χώρων, τα οποία έπρεπε, υποχρεωτικά, αλλιώς υπήρχε λόγος ακύρωσης της συμμετοχής τους, να συμπράξουν με Έλληνες αρχιτέκτονες και να υποβάλουν από κοινού πρόταση στο πλαίσιο που είχε καθορίσει το ΥΠΠΟΑ», συμπλήρωσε η υπουργός για τη διαδικασία στην οποία συμμετείχαν 10 αρχιτεκτονικά σχήματα, που θα έπρεπε να έχουν διεθνή βραβεία αναγνωρισμένα για το έργο τους και επιπλέον να έχουν σχεδιάσει ένα μουσείο το οποίο θα έχει κι αυτό βραβευτεί διεθνώς. Αυτά τα γραφεία συνεργάστηκαν με Έλληνες αρχιτέκτονες και αρχιτεκτονικά σχήματα και υπέβαλαν τελικά τις προτάσεις τους. «Δεν αποκλείστηκαν οι Έλληνες αρχιτέκτονες. Αυτό που θέλαμε, ήταν να πετύχουμε την όσμωση. Η συμμετοχή των ελληνικών αρχιτεκτονικών γραφείων και σχημάτων ήταν η αναγκαία προϋπόθεση», τόνισε.
Η κ. Μενδώνη, ανέφερε επίσης, ότι τα επόμενα βήματα είναι το αρχιτεκτονικό σχήμα Chipperfield – Τομπάζη να εξελίξει την πρότασή του ώστε να είναι έτοιμες οι μελέτες υλοποίησης και, ακολούθως, «μέσω της γνωστής διαγωνιστικής διαδικασίας που προβλέπει το θεσμικό πλαίσιο», το έργο θα χρηματοδοτηθεί από από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, είτε ΕΣΠΑ είτε άλλα, τα οποία αφορούν κατά κύριο λόγο χρηματοδοτήσεις από την ΕΕ. «Θα ήθελα να επισημάνω, ότι ακριβώς λόγω της σημαντικότητας του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, θέσαμε διεθνείς προδιαγραφές διότι θέλαμε ένα μουσείο εξωστρεφές στην κοινωνία, προφανώς να αντικατοπτρίζει την πορεία και την εξέλιξη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, αλλά να έχει ουσιαστική συμμετοχή και στο διεθνές γίγνεσθαι».
Από την πλευρά του ο Ανδρέας Κούρκουλας, δήλωσε ότι στη διεθνή επιτροπή αξιολόγησης που αποτελείτο από άτομα εγνωσμένου κύρους, πως «καταλάβαμε αμέσως ότι εδώ μιλάμε για το μουσείο των Μουσείων του δυτικού πολιτισμού. ‘Αρα η διαχείρισή του έπρεπε να είναι ανοιχτή και διεθνής», τόνισε, κάνοντας λόγο για «συγκινητική ανταπόκριση των 10 αρχιτεκτονικών γραφείων στην πρόσκληση. Το ενδιαφέρον τους για τη συνεργασία τους με ελληνικά γραφεία πραγματικά μας ξεπερνούσε», σημείωσε. Σύμφωνα με τον ίδιο, η επιτροπή έθεσε τους κανόνες μέσα στους οποίους έγινε η επιλογή -αρχιτεκτονικό γραφείο που να έχει λάβει διεθνής διάκριση για το έργο του και να έχει διακριθεί διεθνώς για το σχεδιασμό μουσείου – καθώς και εννέα αρχιτεκτονικά κριτήρια που, μεταξύ άλλων, έχουν να κάνουν με την πολεοδομική ένταξη του όλου συγκροτήματος.
«Γιατί είπαμε από την αρχή ότι ένα μουσείο δεν έχει μόνο τουριστική διάσταση, δηλαδή να φέρουμε τουρίστες στην περιοχή, αλλά έχει πολύ σημαντική επέμβαση στην πόλη γενικότερα και το μεγάλο στοίχημα είναι κατά πόσο οι κάτοικοι, πέρα από το δεδομένο των τουριστών, μπορούν να επισκέπτονται το μουσείο, να το βλέπουν ως ένα σημείο συνάντησης του ευρύτερου κέντρου», είπε ο Α. Κούρκουλας που ανέφερε κι άλλα κριτήρια τα οποία ετέθησαν από την επιτροπή, όπως το θέμα του κατακόρυφου φυσικού φωτισμού, η σχέση του παλιού κτηρίου με το νέο, με την ψηφιακή τεχνολογία κ.α.. «Σε όλα αυτά κριτήρια οργανώθηκε η συζήτηση της επιτροπής. Και με αυτόν τον τρόπο μπόρεσαν διαφορετικές ειδικότητες, αρχαιολόγων, ιστορικών τέχνης, αρχιτεκτόνων, να τοποθετηθούν σε αυτά», σημείωσε.
Επίσης, τόνισε ότι η επιτροπή ομόφωνα αποφάσισε ότι πρέπει να επιλεγεί η ομάδα Chipperfield – Τομπάζη, ενώ όσον αφορά τις υπόλοιπες εννιά συμμετοχές, προβλέπεται να δημοσιοποιηθούν πιθανότατα σε μια έκθεση ή σε έναν τόμο, καθώς είναι ένα υλικό «εξαιρετικά υψηλού επιπέδου». Τέλος, ως προς τη διαδικασία της όσμωσης ξένων και ελληνικών αρχιτεκτονικών γραφείων, υπογράμμισε ότι είναι μια «πολύ πρωτότυπη συνεργασία» που «θα μπορέσει να βοηθήσει την ελληνική αρχιτεκτονική να αποκτήσει τη θέση της στη διεθνή σκηνή που της ανήκει».
Οι ομιλητές δέχτηκαν ερωτήσεις από τους δημοσιογράφους, κατά τις οποίες διευκρινίστηκαν τα εξής:
* Η έκθεση στο παλιό κτήριο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, που είναι χαρακτηρισμένο μνημείο, και στην επέκταση θα είναι ενιαία, δηλαδή θα υπάρχει ουσιαστική λειτουργική ενότητα.
* Οι εκθεσιακοί χώροι του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου είναι σήμερα περίπου 16.500 τ.μ., ενώ ο μικτός όγκος του κτηρίου είναι περίπου 24.500 τ.μ. Στην επέκταση, οι νέοι εκθεσιακοί χώροι υπολογίζονται περίπου 16.500 τ.μ.. Επίσης, θα υπάρξει χώρος στάθμευσης που υπολογίζεται γύρω στα 8.500 τ.μ., ενώ ο κήπος, που είναι πολύ ουσιαστικό μέρος του μουσείου, θα είναι περίπου 13.000 τ.μ..
* Η επέκταση θα πραγματοποιηθεί υπογείως του κήπου. Ως προς τη σύνδεση με το Ακροπόλ, όλες οι αρχιτεκτονικές ομάδες θεώρησαν ότι δεν χρειάζεται η υπόγεια σύνδεση και πρότειναν το πέρασμα και η σύνδεση με το Ακροπόλ να γίνει επιφανειακά.