Οι άνθρωποι ιδίως άνω των 40 ετών που κάνουν συχνή χρήση αντιβιοτικών, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης φλεγμονώδους νόσου του εντέρου – νόσου Κρον και ελκώδους κολίτιδας – δείχνει μια νέα αμερικανο-δανική επιστημονική μελέτη. Ο κίνδυνος αυξάνει ανάλογα με την κατανάλωση των αντιβιοτικών και είναι μεγαλύτερος ένα έως δύο χρόνια μετά τη χρήση τους, ιδίως αν πρόκειται για αντιβιοτικά που στόχευαν σε εντερικές λοιμώξεις.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον ‘Ανταμ Φάγιε του ιατρικού κέντρου Langone Health του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γαστρεντερολογίας Gut, ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερα από 6,1 εκατομμύρια άτομα, εκ των οποίων το 91% είχαν πάρει τουλάχιστον μια σειρά αντιβιοτικών μεταξύ 2000-2018. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου 36.017 άνθρωποι διαγνώστηκαν με ελκώδη κολίτιδα και 16.681 με νόσο Crohn.
Σε σύγκριση με τη μη χρήση αντιβιοτικών, η συνταγογράφηση τους γενικά σχετιζόταν με μεγαλύτερο κίνδυνο φλεγμονώδους νόσου του εντέρου, ιδίως στις μεγαλύτερες ηλικίες. Τα άτομα 10-40 ετών είχαν 28% μεγαλύτερη πιθανότητα να διαγνωστούν με τέτοια νόσο, οι 40-60 ετών 48% μεγαλύτερη πιθανότητα και οι άνω των 60 47%. Ο κίνδυνος ήταν ελαφρώς μεγαλύτερος για νόσο Crohn από ό,τι για ελκώδη κολίτιδα: 40% στις ηλικίες 10-40 ετών, 62% στους 40-60 ετών και 51% στους άνω των 60.
Κάθε έξτρα θεραπεία με αντιβιοτικά αύξανε αντίστοιχα τον κίνδυνο κατά 11%, 15% και 14% ανά ηλικιακή ομάδα. Έτσι, όσοι κατά την προηγούμενη 20ετία είχαν πάρει αντιβιοτικά πάνω από πέντε φορές, είχαν κίνδυνο αυξημένο κατά 69% (10-40 ετών), 100% δηλαδή διπλάσιο (40-60 ετών) και 95% (άνω των 60).
Αυξάνονται οι ενδείξεις από άλλες μελέτες ότι διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγοντες ενέχονται στην ανάπτυξη φλεγμονώδους νόσου του εντέρου. Παγκοσμίως περίπου επτά εκατομμύρια άνθρωποι έχουν τέτοια πάθηση και ο αριθμός των ασθενών προβλέπεται ότι θα αυξηθεί μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Η νέα έρευνα δείχνει ότι, μεταξύ άλλων, τα αντιβιοτικά αυξάνουν τον σχετικό κίνδυνο, κάτι που αφορά ιδίως τις φθοροκινολόνες και τις νιτροϊμιδαζόλες που χρησιμοποιούνται συνήθως για τη θεραπεία λοιμώξεων του εντέρου. Άλλα κοινά αντιβιοτικά όπως οι πενικιλίνες αυξάνουν τον κίνδυνο σε πολύ μικρότερο βαθμό.
Η αιτία για την αύξηση του κινδύνου σχετίζεται πιθανώς με το ότι τα αντιβιοτικά μεταβάλλουν το μικροβίωμα του εντέρου. Συνεπώς, κατά τους ερευνητές, ο περιορισμός των αντιβιοτικών στα απολύτως αναγκαία όχι μόνο συμβάλλει στη μείωση της ανάπτυξης ανθεκτικών μικροβίων με αντοχή στα φάρμακα αυτά, αλλά επίσης βοηθά να μειωθεί ο κίνδυνος ανάπτυξης φλεγμονωδών παθήσεων του εντέρου, ιδίως μετά τα 40.