Αν ένας μπορούσε να επιτελέσει το σημαντικό και βαρύ καθήκον να συγκεντρώσει άπαντα τα δημοσιευμένα ποιήματα, πεζά, κριτικά κείμενα και μεταφράσεις του Κώστα Κουλουφάκου, αυτός θα ήταν ο Γιώργος Ανδρειωμένος. Όχι μονάχα επειδή ο τόσο εξαιρετικός αυτός διανοούμενος ήταν αδερφός της μητέρας του. Αλλά και επειδή ειδικεύεται σε συγκεντρώσεις αρχειακού υλικού, και παρουσίασή του με ιδιαίτερη επιτυχία. Όμως ακόμα και αυτό δεν θα αρκούσε, αν ο καθηγητής δεν είχε τεράστια αφοσίωση σε ό,τι μελετά.
Δύο τόμους με έργα του Κώστα Κουλουφάκου μας προσφέρει, λοιπόν, ο Γιώργος Ανδειωμένος, από τις εκδόσεις «Κίχλη». Και όταν λέμε τόμους, εννοούμε με 2400 σελίδες συνολικά. Τίτλοι: «Τα δημοσιευμένα έργα [Τόμος 1: Πρωτότυπα • Τόμος 2: Μεταφρασμένα]. Φιλολογική επιμέλεια και επίμετρο: Γιώργος Ανδρειωμένος Εκδόσεις Κίχλη, Σελίδες: (τ. Α´) 1320 • Σελίδες: (τ. Β´) 1080
«Ένα από τα ζητούμενα των σύγχρονων ελληνικών γραμμάτων είναι η συγκέντρωση, κατάταξη, αποκατάσταση και συνολική έκδοση του έργου του Κώστα Κουλουφάκου (1924-1994), σημαντικής λογοτεχνικής, πνευματικής και πολιτικής προσωπικότητας της ελληνικής μεταπολεμικής περιόδου» σημειώνει ο Γ. Ανδρειωμένος στον πρόλογό του. «Μολονότι το όνομά του είναι γνωστό στους ενασχολούμενους με τη γραμματεία της εποχής, τα έργα του παραμένουν εν πολλοίς άγνωστα και δυσπρόσιτα στο ευρύτερο κοινό, όχι μόνο επειδή σημαντικός αριθμός από αυτά έχει δημοσιευτεί με διάφορα ψευδώνυμα που κατά καιρούς χρησιμοποίησε ο δημιουργός τους, αλλά και γιατί έχουν τυπωθεί σε ποικίλα έντυπα και είναι αδύνατο να υπάρξει ξεκάθαρη εικόνα για αυτά στον μέσο αναγνώστη.
Το κενό αυτό φιλοδοξεί να καλύψει, σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό, η παρούσα απόπειρα, στην οποία συγκεντρώνεται σχεδόν το σύνολο των δημοσιευμένων κειμένων του Κουλουφάκου, τα οποία δημοσιεύτηκαν είτε αυτοτελώς είτε σε συλλογικούς τόμους, περιοδικά και εφημερίδες. Παράλληλα, στις σελίδες που ακολουθούν δημοσιεύονται και κάποια κείμενα του δημιουργού τα οποία παραδίδονται σε χειρόγραφη μορφή και είναι, ως επί το πλείστον, αδημοσίευτα. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του εδώ δημοσιευόμενου υλικού έχει ήδη κυκλοφορήσει, όπως ειπώθηκε, με διάφορες αφορμές, αλλά παραμένει, ίσαμε σήμερα, σκόρπιο.»
Κάτι, ωστόσο, μάς λέει πως θα ακολουθήσει και άλλος (άλλοι;) τόμοι. Διότι καθώς έψαχνε τα αρχεία, ο Γ. Ανδρειωμένος βρήκε πολύ ανέκδοτο υλικό. Το οποίο, ελπίζουμε, καθώς και ο ίδιος το αναφέρει, να εκδοθεί κάποτε.
Ο Κώστας Κουλουφάκος ήταν ένας αληθινός διανοούμενος που παραμένει πάντοτε επίκαιρος. Εζησε μια μια εποχή που γεννούσε ήρωες, και εμπνέει σήμερα τους νεότερους ως θετικό πρότυπο. Ταυτοχρόνως, όμως, ο ίδιος είχε στοιχεία και ήρωα και αντιήρωα. Δηλαδή, ήταν ένας μαχητικός ιδεολόγος, με συνέπεια και παρρησία στις απόψεις του, αλλά χωρίς έπαρση. «Ήταν σπουδαίος σε πολλά και το γνώριζε, όμως ποτέ του δεν καβάλησε το καλάμι» όπως λέει ο Γ. Ανδρειωμένος.
Στο επίμετρο, επιχειρείται να σκιαγραφηθεί αναλυτικά η πορεία της ζωής του και να αποτιμηθεί σε αδρές γραμμές το αναδημοσιευόμενο εδώ έργο του, ώστε, από τη μια, να έχει ο αναγνώστης όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την κατά το δυνατόν καλύτερη γνωριμία με τον δημιουργό και τα κείμενά του και, από την άλλη, να μπορεί να προχωρήσει σε αναγκαίες εντάξεις και συγκρίσεις, μιας και τα καθέκαστα του βίου του αντανακλώνται, σε μεγάλο βαθμό, στα γραπτά του.
Ο Κώστας Κουλουφάκος ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, μεταφραστής και εκδότης. Με διώξεις και φυλακίσεις για την αντιστασιακή του δράση και τις πολιτικές του ιδέες, υπήρξε εκ των ιδρυτών του εμβληματικού πολιτιστικού περιοδικού της Αριστεράς «Επιθεώρηση Τέχνης».
Είχε γεννηθεί στις 4 Απριλίου του 1924 στην Αθήνα και από τα νεανικά του χρόνια πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση κατά των κατακτητών. Τον Ιούλιο του 1941 συνελήφθη από τους Ιταλούς και καταδικάστηκε από στρατοδικείο σε 30 χρόνια φυλάκιση. Μεταφέρθηκε στο Σπολέτο της Ιταλίας για την έκτιση της ποινής του, αλλά μετά την απόβαση των Συμμάχων στην Ιταλία, δραπέτευσε τον Αύγουστο του 1943. Με τα συμμαχικά στρατεύματα κατέβηκε στην Αίγυπτο και κατατάχθηκε στο Ναυτικό. Πήρε όμως μέρος στο εαμικό κίνημα της Μέσης Ανατολής και κλείστηκε από τους Άγγλους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μετά τον πόλεμο απελευθερώθηκε κι επέστρεψε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1945
των κατοχικών και μεταπολεμικών συνθηκών δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αναγκάστηκε να δουλέψει ως επαγγελματίας μεταφραστής, δεδομένου ότι γνώριζε έξι γλώσσες (γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά, ρωσικά και ισπανικά).
Το 1948, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, συνελήφθη κι εξορίσθηκε στη Μακρόνησο, τη Λήμνο και τον Άι-Στράτη έως τον Αύγουστο του 1953. Ήταν η εποχή που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σταλμένα από την εξορία στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» σε επιμέλεια του Γιάννη Ρίτσου. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 υπήρξε ιδρυτικό μέλος και μέλος της συντακτικής επιτροπής της «Επιθεώρησης Τέχνης», στην οποία δημοσιεύθηκαν ποιήματα, πεζογραφήματα, αλλά και κριτικές και μελέτες για το έργο του Βάρναλη, του Ρίτσου, του Βρεττάκου κ.ά.
Την περίοδο της δικτατορίας συνελήφθη για μία ακόμη φορά και εξορίστηκε έως τον Αύγουστο του 1970. Η ενασχόλησή του με τα γράμματα είχε αποτέλεσμα και την ίδρυση του εκδοτικού οίκου «Διογένης» το 1971. Σημαντικό υπήρξε το μεταφραστικό του έργο. Μετέφρασε έργα Γκόγκολ, Τσέχοφ, Ντοστογιέφσκι, Έρεμπουργκ, Γεφτουσένκο, Θερβάντες, Χικμέτ, Λόρκα, Νερούδα, Φλομπέρ, Αραγκόν, Μπρεχτ και άλλων.
Ο ποιητής έγραφε στον Γιάννη Σκληβανιώτη σε επιστολή του, αναφερόμενος σε θέματα αισθητικής: «Σήμερα η καλλιτεχνική αρτιότητα είναι κυρίως εσωτερική, βγαίνει δηλαδή μέσα από τις λέξεις που διαλέγει κανείς για να εκφράσει ότι έχει να πει μέσα από τον τρόπο που τις συναρμολογεί σμιλεύοντας τους στίχους του, μέσα από την κατάλληλη ανάδειξη των επιθυμητών προεκτάσεων που έχει η κάθε λέξη, κι από τον αντίστοιχο περιορισμό ή παρασιώπηση των άλλων προεκτάσεών της, που δεν συνηχούν με την όλη ατμόσφαιρα του ποιήματος. Για να γίνω σαφέστερος. Κάθε λέξη, ακόμα και η πιο κοινή, π.χ. η λέξη τραπέζι, έχει ένα πλήθος προεκτάσεων. Όταν την ακούμε έρχεται στο νου μας η ύλη απʼ την οποία είναι φτιαγμένο το τραπέζι, (ξύλο, μάρμαρο, μέταλλο), ο άνθρωπος που έφτιασε το τραπέζι, οι χώροι μέσα στους οποίους έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε το τραπέζι, οι εργασίες για τις οποίες το χρησιμοποιούμε (φαγητό, γράψιμο, διακόσμιση), τα αντικείμενα που συνοδεύουν τις διάφορες χρήσεις του κλπ.
Έτσι, όταν ακούγεται η λέξη τραπέζι ή οποιαδήποτε άλλη, είναι σα να πέφτει μια πέτρα σε ήρεμο νερό: σχηματίζονται γύρω της κύκλοι, οι προεκτάσεις που είπαμε πιο πάνω. Κάθε λέξη κάνει τους δικούς της κύκλους. Το ζήτημα λοιπόν, (ή μάλλον ένα από τα ζητήματα) είναι να διαλέγονται έτσι οι λέξεις και να τοποθετούνται με τέτοιο τρόπο μέσαστο ποίημα, ώστε να εναρμονίζονται όχι μόνον αυτές, αλλά και οι κύκλοι των προεκτάσεών τους, με τρόπο που να δημιουργείται η εντύπωση ενός αρμονικού όλου.»
Και ένα ποιήμά του με τίτλο «Προοίμιο γηρατειών»
Από μέρα σε μέρα
βλέπω τους νέους πιο νέους.
Ανακαλύπτω πως δε μ’ ενοχλεί
να μου δίνουν στο ασανσέρ προτεραιότητα
Κοιτάω μην έχει στο λεωφορείο θέση ελεύθερη
Καμιά φορά σχεδιάζω ένα ποδόλουτρο για το βράδυ…
Τα χρόνια με πολιόρκησαν.
Λες, αύριο να κάνω κι όνειρα για σύνταξη;
Ανήσυχος κοιτάζω στον καθρέφτη μου:
Βέβαια!… Το βρίσκω δύσκολο
να κάθομαι ν’ ακούω τι λεν οι άλλοι.
Ακόμα δυσκολότερο
να παραδέχομαι αυτά που λένε οι άλλοι.
Όλο και πιο πολύ βολεύομαι
μέσα στα ρήγματα που μ’ άνοιξε η πολιορκία.
Άρχισα κιόλας να μην πολυανησυχώ
που δεν είμαι σε θέση πια
να κάνω μια επανάσταση κάθε βδομάδα.
Η έκδοση αυτή υπήρξε ένας άθλος και σαν τέτοια θα πρέπει να τη χαιρετίσουμε.