today-is-a-good-day
12.6 C
Athens

Το «δεκάρι» στον πολιτισμό: Κόντογλου από το Μουσείο Β. και Ε. Γουλανδρή

Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν τον περασμένο Σεπτέμβριο από τη Μικρασιατική καταστροφή και το Μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή στην Αθήνα παρουσίασε από τον Σεπτέμβριο έως τις 12 Δεκεμβρίουστον χώρο των περιοδικών εκθέσεων ένα εικαστικό αφιέρωμα στον χαρισματικό δάσκαλο Φώτη Κόντογλου. Τίτλος του, «Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους.» Η έκθεση υπήρξε μία από τις σημαντικότερες του επετειακού έτους.

Αποτελεί αφιέρωμα για τα εκατό χρόνια από την εθνική συμφορά του ξεριζωμού του Μικρασιατικού Ελληνισμού από τις μακραίωνες εστίες του. Μια επέτειος η οποία καταγράφεται ως μέγιστο κεφάλαιο της κατ’ εξοχήν καταστροφής στην ελληνική ιστορία, είναι καιρός μνημοσύνης και ενθυμήσεων. Οι μνήμες αναζητούν διέξοδο προς τις πηγές του ιστορικού χρόνου και αποτελούν ταυτοχρόνως υπενθύμιση της οφειλής και του χρέους προς αυτούς που σθεναρά αντιτάχθηκαν στη διάβρωση της συλλογικής μνήμης, κάνοντας λάβαρο εθνικού χρέους την πρόθεση αναστήλωσης του ιερού της «Ελληνικότητας» και αναζωπύρωσης της φλόγας της επί εκατό χρόνια παραμερισμένης παράδοσης.

Ο Φώτης Κόντογλου, από τις εμβληματικότερες μορφές αυτής της γενιάς, ως αυθεντικός εκφραστής της ανάγκης επιστροφής προς τα θέσμια των παραδόσεων και της λαϊκής παράδοσης, έθεσε ως κυρίαρχο ζητούμενο την απαλλαγή από την κηδεμονία και την εξάρτηση από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Δύσης. Την παράδοση ήθελε ελληνοπρεπή και σε αδιάσπαστη ενότητα με το ορθόδοξο δόγμα.

Σε μια εποχή που συναφείς έννοιες κλυδωνίζονταν στη δίνη των πολυπολιτισμικών μετασχηματισμών και οι παραδοσιακές δομές υφίσταντο την πίεση της αποδόμησης, ο Φώτης Κόντογλου ως κληρονόμος των Αϊβαλιώτικων παιδαγωγικών επιρροών θεώρησε χρέος του να αντιταχθεί στην «αττική ωραιοπάθεια» κατά την ρήση του Τσαρούχη και να ανασύρει από τους άβατους χώρους της ψυχής του τις υπνώτουσες αρχές των πολιτιστικών του αναφορών.

Παρά τις κατά καιρούς κριτικές υπονομεύσεις ένα είναι βέβαιο, ότι τόσο οι εικονογραφικές ιστορίσεις όσο και οι πνευματικές διδαχές του άφησαν ανεξίτηλο στίγμα και βαθιά σημάδεψαν τον εικοστό αιώνα του τόπου μας.

Ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος και επιμελητής της έκθεσης Κυριάκος Κουτσομάλλης, σημειώνει πως ύστερα από έναν αιώνα, «επόμενο είναι οι ξεθωριασμένες μνήμες του χθες να αναζητούν διέξοδο προς τις πηγές των θυμήσεων, οδηγώντας τη σκέψη μας προς τις εμβληματικές προδρομικές μορφές αυτών που, μένοντας προσηλωμένοι στην ιστορική και πολιτισμική παράδοση, έκαναν λάβαρο την πρόθεση της αναστήλωσης του ιερού της «ελληνικότητας», τάσσοντας σκοπό στους εαυτούς τους την επανενεργοποίηση και αναζωπύρωση της φλόγας της επί εκατό χρόνια παραμερισμένης παράδοσης. Επιστροφή στην οποία αργότερα μια πλειάδα λογίων, επιφανών του πνεύματος και της τέχνης, θα συστρατευθούν, καθιστώντας την ευαγγελιζόμενη επιστροφή στην παράδοση κέντρο και των δικών τους αναζητήσεων.

Ήταν η σημαντικότερη πνευματική γενιά του νεότερου ελληνισμού, η γνωστή Γενιά του ’30, η οποία απετέλεσε ορόσημο της νεοελληνικής τέχνης και λογοτεχνίας. Ο Φώτης Κόντογλου, από τις εμβληματικότερες προσωπικότητες αυτής της γενιάς, όχι μόνο ως νοσταλγός, αλλά και ως αυθεντικός εκφραστής της ανάγκης για επιστροφή στα θέσμια των παραδόσεων, της συλλογικής μνήμης και της λαϊκής παράδοσης, έθεσε ως κυρίαρχο ζητούμενο την απαλλαγή από την κηδεμονία και την εξάρτηση από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Δύσης.

Με λογιότητα, οξυμένη νόηση, χαρισματικό λόγο, γενναιοδωρία προθέσεων και αισθημάτων, ακλόνητη βεβαιότητα και συγκινησιακή ευαισθησία, θέλησε τον εαυτό του ανόθευτο φορέα των παραδόσεων του Γένους. Με τη συζευκτική ενάργεια του αφηγηματικού λόγου και τον ζωγραφικό λυρισμό του χρωστήρα του, αναδείχθηκε αφυπνιστής της εθνικής συνείδησης και ζωγράφος της λειτουργικής τέχνης της Ορθοδοξίας. Ως ζωγράφος και αφηγηματικός λειτουργός της γραφίδας, έγινε διαχειριστής της συλλογικής μνήμης και συγκληρονόμος της ιστορικής και πολιτισμικής παράδοσης του Γένους.»

Ο Φώτης Κόντογλου ήταν 27 ετών όταν, το 1922, ως πρόσφυγας πλέον, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Νωρίτερα, το 1913, μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στο ιστορικό γυμνάσιο των Κυδωνιών, είχε πάει στην Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει στην ΑΣΚΤ. Διέκοψε όμως τις σπουδές του και άρχισε έναν περίπλου ταξιδιωτικό καταλήγοντας στο Παρίσι, όπου διέμεινε περίπου για έναν χρόνο, μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

«Ήταν η περίοδος» αναφέρει ο κ. Κουτσομάλλης, «κατά την οποία η περιώνυμη Σχολή του Μονάχου, όπου πολλοί Έλληνες ζωγράφοι, με προεξάρχοντα τον Γιώργο Ιακωβίδη, είχαν συμπληρώσει την εικαστική τους παιδεία, άρχισε να χάνει την αίγλη της έναντι του Παρισιού, όπου εκκολάπτονταν οι νέες περί τέχνης θεωρίες. Καλλιτέχνες όπως ο Παρθένης, ο Μαλέας και άλλοι της γενιάς τους δέχονταν επιρροές από τις παρισινές πρωτοποριακές ιδέες και τις μετέφεραν στην Ελλάδα, συμβάλλοντας έτσι ώστε η νεοελληνική τέχνη να αποκτά νέους προσανατολισμούς. Ο Φώτης Κόντογλου, υπερβαίνοντας αυτές τις νεοφανείς ιδέες της αδιαφανούς Δύσης, όπως έλεγε, αντιπαρέθετε τη διαφάνεια της πάτριας καταγωγής του, διατρανώνοντας την ανάγκη εμμονής στην ελληνοπρεπή παράδοση, σε αδιάσπαστη ενότητα με το ορθόδοξο δόγμα, συνιστώντας μάλιστα στους νέους να γνωρίσουν τις πηγές προτού στραφούν στην αναζήτηση νέων καλλιτεχνικών ιδιομορφιών.

Η στάση του αυτή καθιστούσε πρόδηλο το γεγονός ότι ο βίαιος εκπατρισμός του από τον γενέθλιο τόπο δεν ήταν μόνο υπόθεση γεωγραφίας: ήταν ο ψυχοσυναισθηματικός εκπατρισμός που ακουμπούσε και προσέβαλλε την ψυχή του, εκεί δηλαδή όπου εδρεύουν και υπνώττουν οι μνήμες, τα βιώματα, οι παραδόσεις, αναμένοντας τη μετουσίωσή τους, ώστε να αναδυθούν ως η άλλη, η «εν ετέρα μορφή» πραγματικότητα.

Κατά την άφιξή του στην Ελλάδα, έκανε αισθητή την παρουσία του στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή του τόπου. Όπως ο ίδιος αναφέρει, αμέσως μετά την εγκατάστασή του, άρχισε να δραστηριοποιείται εντατικά για την ανάδειξη της συμβολής της ελληνικής παράδοσης στη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. «Από του 1922 εγκατασταθείς εις την Ελλάδα ειργάσθην εντατικώς εις ό,τι αφορά την συμβολήν της ελληνικής παραδόσεως εις την μόρφωσιν συγχρόνου ελληνικής τέχνης» αναφέρει αυτολεξεί σε αδημοσίευτη επιστολή του 1941 προς τους καθηγητές του ΕΜΠ. Οι επανειλημμένες επισκέψεις του στο Άγιον Όρος, και ιδιαίτερα η πολύμηνη παραμονή του εκεί το 1923, επηρέασαν καθοριστικά το έργο του, ανοίγοντας τον δρόμο του προς τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή ζωγραφική.»

Εργα 39 καλλιτεχνών αντιπαρατέθηκαν στην έκθεση σε έργα του Φώτη Κόντογλου όπου καταδεικνύονται οι επιρροές, άμεσες και έμμεσες: 52 δανειστές, Ιδρύματα, φορείς και ιδιώτες συνέβαλαν με δανεισμούς που αριθμούν σε 135 έργα.

Εκτέθηκαν έργα που έχουν φιλοτεχνήσει οι καλλιτέχνες Ιωάννης Βαμπούλης, Πέτρος Βαμπούλης, Σπύρος Βασιλείου, Φώτης Βάρθης, Νίκος Βέλμος, Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος, Γεώργιος Γλιάτας, Στέφανος Δασκαλάκης, Διαμαντής Διαμαντόπουλος, Νίκος Εγγονόπουλος, Μάρκος Καμπάνης, Ανδρέας Κοντέλλης, Φώτης Κόντογλου, Γεώργιος Κόρδης, Ράλλης Κοψίδης, Αλέκος Κυραρίνης, Αλέκος Λεβίδης, Κλέαρχος Λουκόπουλος, Νεκτάριος Μαμάης, Τάσος Μαντζαβίνος, Ιωάννης Μητράκας, Γιάννης Μόραλης, Νίκος Μόσχος, Εμμανουήλ Μπιτσάκης, Χρήστος Μποκόρος, Γιάννης Παπαδέλης, Σπύρος Παπαλουκάς, Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, Κώστας Παπανικολάου, Σπύρος Παπανικολάου, Γιώργος Ρόρρης, Εδουάρδος Σακαγιάν, Παύλος Σάμιος, π. Σταμάτης Σκλήρης, Σωτήρης Σόρογκας, Γιάννης Τσαρούχης, Στέλιος Φαϊτάκης, Φίκος, Νικόλαος Χούτος, Γιώργος Χοχλιδάκης και Klaus Vrieslander.

Αγγελική Κώττη

Διαβάστε επίσης

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ