«Κερὰ ψηλή, κερὰ λιγνή, κερὰ καμαροφρύδα.
Κερά μ’ ὅταν στολίζεσαι νὰ πᾶς στὴν ἐκκλησία.
Ἔχεις καὶ κόρην ἔμορφη ποὺ δὲν ἔχει ἱστορία.
Μῆδε στὴν πόλη βρίσκεσαι, μῆδε στὴν Καισαρεία.
Ἔχεις καὶ γιὸν στὰ γράμματα, ὑγιὸν εἰς τὸ ψαλτήρι.
Νὰ τὸν ‘ξιώσει καὶ ὁ Θεός, νὰ βάλει πετραχῆλι»
Τα κάλαντα των Ελλήνων δεν ακούστηκαν στη Μικρά Ασία 100 χρόνια πριν. Η Σμύρνη είχε πυρποληθεί και οι κάτοικοί της ήταν άλλοι νεκροί, άλλοι αιχμάλωτοι των Τούρκων και οι πιο πολλοί πρόσφυγες. Οι Ελληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου, ερχόμενοι στην Ελλάδα, έφεραν μαζί και πολλά από τα έθιμά τους, τα οποία έσμιξαν με τα έθιμα όσων είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει εδώ.
Εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή, ας ρίξουμε μια ματιά στα έθιμα των προγόνων από εκείνη την πλευρά του Αιγαίου. Ηταν πολλά, καθώς και οι ίδιοι ήταν εξαιρετικά ευλαβείς και ακολουθούσαν με πάθος όσα πρόσταζαν οι άγιες μέρες ολόκληρου του χρόνου.
Ζητούμενο για τις ημέρες των εορτών και για τη νέα χρονιά που θα ερχόταν, για τους Ελληνες της Σμύρνης ήταν η καλή υγεία, η πλούσια καρποφορία και σοδειά. Τις άγιες αυτές μέρες, πλούσιοι και φτωχοί γιόρταζαν με την ίδια χαρά τη γέννηση του Χριστού. Οι άρχοντες της περιοχής έστελναν στους φτωχούς πάρα πολλά αγαθά.
Μερικές μέρες πριν τα Χριστούγεννα, στα σπίτια έκαναν μπουγάδες για να είναι όλα καθαρά μέσα στις γιορτές και άσπριζαν. Οι νοικοκυρές μετέφεραν στους φούρνους λαμαρίνες με χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα. Κυρίως σαραγλί, μπακλαβάδες, φοινίκια (μελομακάρονα), κουραμπιέδες σεκέρ λουκούμια. Για την Πρωτοχρονιά, έφτιαχναν υπήρχαν βασιλόπιτα, για τον στολισμό της οποίας διαγωνίζονταν όλες μεταξύ τους. Στη μέση απαραίτητα έμπαινε ο δικέφαλος αετός του Βυζαντίου και γύρω – γύρω στολίδια ανάλογα με το γούστο και τη φαντασία καθεμιάς.
Δεν ξεχνούσαν και τα ζωντανά, καθώς ο Χριστός γεννήθηκε σε φάτνη σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Ετσι, οι νοικοκυρές πήγαιναν στους στάβλους όπου άναβαν κεριά στα παχνιά των ζώων και θυμιάτιζαν. Έπειτα, με τη βοήθεια της οικογένειας στόλιζαν καράβι ή χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κάποιες φορές και τα δυο.
Το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων, ο νοικοκύρης πήγαινε να ψάξει σε χωράφια ή δρόμους για το Χριστόξυλο. Πρόκειται για ένα ξύλο από ελιά ή πεύκο που σκοπός ήταν να καίγεται στο τζάκι μέχρι και τα Φώτα. Έπρεπε να διαλέξουν το πιο όμορφο, χοντρό και γερό ξύλο που μπορούσαν να βρουν, γιατί όπως έλεγαν «καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη του».
Τα παιδιά, έκαναν μπάνιο, έλεγαν την προσευχή τους (για να είναι καθαρά και στο σώμα, αλλά και στην ψυχή). Μετά πήγαιναν στη νόνα τους, στους παππούδες και στους θείους για να πάρουν την ευχή τους (συνήθως και χρήματα μαζί).
Τα Χριστουγεννιάτικα έθιμα πρόσταζαν την παραμονή να μαζεύουν σε ένα μέρος τα ζώα που θα έσφαζαν για το γιορτινό τραπέζι (γουρούνια, κότες κ.α.) να τα σφάζουν όλα μαζί. Στο τέλος, το μαγειρεμένο κρέας μοιραζόταν στις οικογένειες και όσο δεν προλάβαιναν να το μαγειρέψουν, κάρφωναν πάνω του ένα πιρούνι για να μη το μαγαρίσουν οι καλικάντζαροι το βράδυ. Αφού μοιραζόταν το κρέας, το πιο φρόνιμο παιδί της οικογένειας έλεγε το «Πάτερ ημών». Η διαδικασία αυτή λεγόταν «η σφαγή των γουρουνιών» ή αλλιώς «γουρουνοχαρά».
Δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, έβαζαν ένα τραπεζάκι με γιορτινά γλυκίσματα και ένα εικόνισμα που το αφιέρωναν στην Παναγία. Ήθελαν με αυτό τον τρόπο να ευχαριστήσουν την Παναγία, ώστε να τους ευλογήσει με υγεία και ευημερία.
Τα κάλαντα στη Σμύρνη ονομάστηκαν από την λατινική λέξη calenda που σημαίνει «καλώ». Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων, τα τραγουδούσαν παιδιά σε ομάδες. Πήγαιναν σε πόρτες σπιτιών και καταστημάτων με σιδερένια τρίγωνα και τουμπελέκια, ενώ κρατούσαν φαναράκια και σήμαντρα.
Οι νοικοκυρές πρόσφεραν ως δώρα αυγά, φρούτα, χρήματα, πλιγούρι, ξηρούς καρπούς ή γλυκά, τα οποία καταναλώνονταν ύστερα από τη νηστεία. Οι μεγαλύτεροι, έλεγαν τα κάλαντα κρατώντας ένα χειροποίητο καράβι ξύλινο ή χάρτινο με την ελληνική σημαία στο κατάρτι. Το πρωί των Χριστουγέννων, όλη η οικογένεια πήγαινε στη Θεία Λειτουργία.
Ένα από τα βασικά Χριστουγεννιάτικα έθιμα της Σμύρνης είναι το ζύμωμα του Χριστόψωμου. Ζύμωναν λέγοντας χριστιανικά στιχάκια και μετά στόλιζαν με ωραία γεωμετρικά σχήματα. Το έκοβε ο νοικοκύρης στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι και έδινε μια φέτα στον κάθε παρόντα.
Την Πρωτοχρονιά, ο νοικοκύρης έπαιρνε ένα γερό ρόδι μαζί του για να αγιασθεί και μόλις επέστρεφαν σπίτι το έσπαζε στην πόρτα με μια ευχή για χρόνια πολλά. Έκαναν ποδαρικό πατώντας ένα σίδερο λέγοντας: «Σίδερο οι άνθρωποι που είναι μέσα, σίδερο η μέση μου, σίδερο η κεφαλή μου».
Την Πρωτοχρονιά, γινόταν και η κοπή της Βασιλόπιτας. Η κυρά του σπιτιού τη θύμιαζε, ο νοικοκύρης έκανε τον σταυρό του, σταύρωνε με το μαχαίρι τρεις φορές την πίτα και έκοβε τόσα κομμάτια όσα και τα μέλη της οικογένειας. Χαρακτηριστικό στοιχείο ήταν το χρυσό φλουρί που έβαζαν μέσα στην πίτα. Όποιος το κέρδιζε ήταν ο ευνοούμενος της χρονιάς.
(Αναλλοίωτη ενθύμηση από τη Μικρασιάτισσα γιαγιά Βασιλεία: το πρώτο κομμάτι ήταν του σπιτιού, μετά του Χριστού, και μετά του ξένου, αυτού, δηλαδή που θα έρθει άγνωστος ή χωρίς να τον περιμένουν, και θα τον καλοδεχτούν, βάζοντάς τον στο γιορτινό τραπέζι. Δείχνει πολλά για το πόσο φιλόξενοι ήταν- και οι απόγονοί τους είναι πάντοτε).
Τα φαγητά για το γιορτινό τραπέζι ήταν ψητό γουρουνόπουλο, σέλινο με κρέας, τουρσιά και σαρμάδες. Πάντα το γεύμα ξεκινούσε με σούπα «βραστό», τραχανά, γιουβαρλάκια ή κοτόσουπα. Απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει το «χερσέ πιλάφι» που θεωρούσαν ότι το φαγητό αυτό το έδωσαν στην Παναγία να το φάει, όταν ήταν λεχώνα, για να πάρει δύναμη.
Οι νοικοκυρές πήγαιναν με τη στάμνα να πάρουν νερό. Επέστρεφαν αμίλητες σπίτι με το νερό της βρύσης για να «τρέχουν» τα αγαθά στα σπίτια τους. Κάθε σπίτι άφηνε κομμάτια της πίτας μαζί με γλυκά και ξηρούς καρπούς στις δημόσιες βρύσες για τους φτωχούς και τους ταξιδιώτες.
Η τήρηση αυτών και άλλων πολλών εθίμων συνεχίστηκε ακόμη και όταν οι Σμυρνιοί ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα.