«Το να δίδωμεν εις την ζωήν μας ό,τι νόημα επιθυμούμεν δεν είναι ελευθερία, αλλά η σύγχρονος εκδοχή του προπατορικού αμαρτήματος, ο αυτοεγκλεισμός του ανθρώπου εις μίαν αυτάρκη και αυτάρεσκον αυτονομίαν, χωρίς αισθητήριον διά την αλήθειαν ως σχέσιν με τον Θεόν και με τον συνάνθρωπον. Τα Χριστούγεννα είναι καιρός αυτογνωσίας, κατανοήσεως της διαφοράς μεταξύ ‘’Θεανθρώπου” και ‘’ανθρωποθεού”, συνειδητοποιήσεως της σωτηριώδους χριστιανικής διδασκαλίας: ‘’Ουκ άνθρωπον αποθεωθέντα λέγομεν, αλλά Θεόν ενανθρωπήσαντα”», επισημαίνει στην Πατριαρχική Απόδειξη για τα Χριστούγεννα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.
Μεταξύ άλλων, σε αναφορά του στον πόλεμο που μαίνεται στην Ουκρανία, ο Παναγιώτατος τονίζει: «Το ευάγγελον μήνυμα των Χριστουγέννων συνηχεί εφέτος με τα τύμπανα του πολέμου και την κλαγγήν των όπλων εις την Ουκρανίαν, η οποία υφίσταται τας δεινάς συνεπείας μιάς ιταμής και αδίκου εισβολής. Όλοι οι πόλεμοι είναι δι’ ημάς τους Χριστιανούς αδελφοκτόνοι και εμφύλιοι, είναι, ως διεκήρυξεν η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ‘’απόρροια του εν τω κόσμω κακού και της αμαρτίας”».
Επ’ αυτού, σε άλλο σημείο υπογραμμίζει: «Έχομεν την βεβαιότητα, ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξη ειρήνη των λαών και των πολιτισμών, χωρίς την ειρήνην των θρησκειών, χωρίς τον διάλογον και την συνεργασίαν των. Η πίστις εις Θεόν ενισχύει τον αγώνα δι’ ένα κόσμον ειρήνης και δικαιοσύνης, ακόμη και όταν η προσπάθεια αυτή ευρίσκεται ενώπιον ανυπερβλήτων, κατ’ άνθρωπον, εμποδίων. Πάντως, είναι απαράδεκτον, εκπρόσωποι θρησκειών να κηρύσσουν φανατισμόν και να αναρριπίζουν την φλόγα του μίσους».
Αναλυτικά, η Πατριαρχική Απόδειξη:
Τιμιώτατοι αδελφοί Αρχιερείς,
Προσφιλέστατα τέκνα εν Κυρίω,
Εορτάζει σήμερον η Αγία Εκκλησία την κατά σάρκα Γέννησιν του προαιωνίου Υιού και Λόγου του Θεού, το «ξένον και παράδοξον» μυστήριον, το «αποκεκρυμμένον από των αιώνων και των γενεών» (Κολ. α’, 26). Εν Χριστώ αποκαλύπτεται οριστικώς η αλήθεια περί του Θεού και περί του ανθρώπου, ως θεολογικώτατα εξηγεί ο ‘Αγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας: «’Ανθρωποι μεν κατά φύσιν ημείς, αυτός δε εις το παρά φύσιν διά φιλανθρωπίαν καταδραμών, γέγονεν άνθρωπος. Δούλοι Θεού κατά φύσιν ημείς ως ποιήματα· δούλος εχρημάτισε και αυτός εις το παρά φύσιν ενεχθείς, ότε γέγονεν άνθρωπος. Αλλά και το εναντίον, Θεός κατ’ ουσίαν αυτός· θεοί και ημείς εις το παρά φύσιν αναβαίνοντες διά την χάριν· άνθρωποι γαρ· Υιός κατά φύσιν αυτός· υιοί και ημείς κατά θέσιν, ως εις αδελφότητα την προς αυτόν κεκλημένοι»[1].
«Γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάν. η’, 32). Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν ιδ’ 6), είναι ο ελευθερωτής του ανθρώπου «εκ της δουλείας του αλλοτρίου». Δεν υπάρχει ζωή και ελευθερία χωρίς την Αλήθειαν ή εκτός της Αληθείας. Το να δίδωμεν εις την ζωήν μας ό,τι νόημα επιθυμούμεν δεν είναι ελευθερία, αλλά η σύγχρονος εκδοχή του προπατορικού αμαρτήματος, ο αυτοεγκλεισμός του ανθρώπου εις μίαν αυτάρκη και αυτάρεσκον αυτονομίαν, χωρίς αισθητήριον διά την αλήθειαν ως σχέσιν με τον Θεόν και με τον συνάνθρωπον. Τα Χριστούγεννα είναι καιρός αυτογνωσίας, κατανοήσεως της διαφοράς μεταξύ «Θεανθρώπου» και «ανθρωποθεού», συνειδητοποιήσεως της σωτηριώδους χριστιανικής διδασκαλίας: «Ουκ άνθρωπον αποθεωθέντα λέγομεν, αλλά Θεόν ενανθρωπήσαντα»[2].
Το ευάγγελον μήνυμα των Χριστουγέννων συνηχεί εφέτος με τα τύμπανα του πολέμου και την κλαγγήν των όπλων εις την Ουκρανίαν, η οποία υφίσταται τας δεινάς συνεπείας μιάς ιταμής και αδίκου εισβολής. Όλοι οι πόλεμοι είναι δι’ ημάς τους Χριστιανούς αδελφοκτόνοι και εμφύλιοι, είναι, ως διεκήρυξεν η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, «απόρροια του εν τω κόσμω κακού και της αμαρτίας»[3]. Εις την περίπτωσιν της Ουκρανίας ισχύουν προσέτι τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά περί των συγχρόνων αυτώ αιματηρών συγκρούσεων εις την Θεσσαλονίκην μεταξύ Ορθοδόξων, «κοινήν πλουτούντων μητέρα την ιεράν Εκκλησίαν και την ευσέβειαν, ης αρχηγός και τελειωτής Χριστός ο του Θεού γνήσιος Υιός, ος ημών ου Θεός μόνον, αλλά και αδελφός ευδόκησεν είναι, και Πατήρ»[4].
Εις το πρόσωπον του Χριστού ετελέσθη η «ανακεφαλαίωσις» των πάντων, η ανάδειξις της ενότητος του γένους των ανθρώπων και της ιερότητος του ανθρωπίνου προσώπου, η διάνοιξις της οδού προς το «καθ’ ομοίωσιν», και απεκαλύφθη η ειρήνη «η υπερέχουσα πάντα νούν» (Φιλ. δ’, 7). Ο Χριστός είναι «η ειρήνη ημών» (Εφεσ. β’, 14), και εις Αυτόν είναι αφιερωμένος ο ιστορικός και εμβληματικός Ιερός Ναός της «Αγίας Ειρήνης» εις την Πόλιν του Κωνσταντίνου.
Ο Σωτήρ ημών μακαρίζει τους «ειρηνοποιούς», ότι «υιοί Θεού κληθήσονται» (Ματθ. ε’, 9), προβάλλει την ιδέαν της δικαιοσύνης και της αγάπης ακόμη και προς τους εχθρούς. Η Ορθόδοξος Εκκλησία εύχεται εις την Θείαν Λειτουργίαν «υπέρ της άνωθεν ειρήνης» και «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου». «Την σην ειρήνην και την σην αγάπην χάρισαι ημίν, Κύριε ο Θεός ημών· πάντα γαρ απέδωκας ημίν», αιτούμεθα δοξάζοντες τον Δοτήρα παντός αγαθού κατά την Λειτουργίαν του Μεγάλου Βασιλείου. Ημείς, οι οποίοι παρελάβομεν παρά του Θεού τα πάντα, οφείλομεν, ως εξόχως ευεργετηθέντες, να αγωνιζώμεθα διά την ειρήνην περισσότερον από τους λοιπούς ανθρώπους, κατά το Βιβλικόν: «Παντί δε ω εδόθη πολύ, πολύ και ζητηθήσεται παρ’ αυτού» (Λουκ. ιβ’, 48). Εν τη εννοία ταύτη, όσα, αντιθέτως προς την αρχήν αυτήν, πράττονται υπό Χριστιανών δεν βαρύνουν τον Χριστιανισμόν, αλλά εκείνους οι οποίοι δρούν κατά παράβασιν των θείων προσταγμάτων.
Ποτέ εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος, η ειρήνη μεταξύ των λαών δεν υπήρξεν αυτονόητος κατάστασις, αλλά ήτο πανταχού και πάντοτε αποτέλεσμα εμπνευσμένων πρωτοβουλιών, γενναιότητος και αυτοθυσίας, αντιστάσεως εις την βίαν και απορρίψεως του πολέμου ως μέσου λύσεως διαφορών, διαρκής αγών διά την δικαιοσύνην και την προστασίαν της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας. Η συμβολή των εις την ειρήνην και την καταλλαγήν αποτελεί πρώτιστον κριτήριον της αξιοπιστίας των θρησκειών. Αναμφιβόλως, εις τας θρησκευτικάς παραδόσεις υπάρχουν κίνητρα όχι μόνον διά την εσωτερικήν ειρήνην, αλλά και διά την προαγωγήν και την εγκαθίδρυσιν της ειρήνης της κοινωνίας, διά την υπέρβασιν της επιθετικότητος εις τας σχέσεις των ατόμων και των λαών. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικόν εις την εποχήν μας, κατά την οποίαν προβάλλεται η άποψις ότι η ειρήνη θα προέλθη ως αποτέλεσμα της οικονομικής αναπτύξεως, της ανόδου του βιοτικού επιπέδου, της προόδου της επιστήμης και της τεχνολογίας, διά μέσου της ψηφιακής επικοινωνίας και του διαδικτύου. Έχομεν την βεβαιότητα, ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξη ειρήνη των λαών και των πολιτισμών, χωρίς την ειρήνην των θρησκειών, χωρίς τον διάλογον και την συνεργασίαν των. Η πίστις εις Θεόν ενισχύει τον αγώνα δι’ ένα κόσμον ειρήνης και δικαιοσύνης, ακόμη και όταν η προσπάθεια αυτή ευρίσκεται ενώπιον ανυπερβλήτων, κατ’ άνθρωπον, εμποδίων. Πάντως, είναι άπαράδεκτον, εκπρόσωποι θρησκειών να κηρύσσουν φανατισμόν και να αναρριπίζουν την φλόγα του μίσους.
Ιερώτατοι και Θεοφιλέστατοι αδελφοί και αγαπητά τέκνα,
Χριστός γεννάται· δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών· απαντήσατε, Χριστός επί γης· υψώθητε! Στοιχούντες τη προτροπή του Αγίου προκατόχου της ημών Μετριότητος εις τον Θρόνον της Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας Γρηγορίου του Θεολόγου, ας εορτάσωμεν την γενέθλιον ημέραν του Σωτήρος του κόσμου εν πνευματική ευφροσύνη, «μη κοσμικώς, αλλ’ υπερκοσμίως», φεύγοντες «παν το περιττόν και υπέρ την χρείαν· και ταύτα πεινώντων άλλων και δεομένων, των εκ του αυτού πηλού τε και κράματος»[5]. Ευχόμεθα προς πάντας υμάς, κατανυκτικόν και δοξολογικόν ‘Αγιον Δωδεκαήμερον, το οποίον είναι όντως πλήρωμα χρόνου και ακτίς του φωτός της αιωνιότητος. Είθε το επερχόμενον 2023 να αποδειχθή, ευδοκία και χάριτι του δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν σαρκωθέντος Θεού Λόγου, περίοδος ειρήνης, αγάπης και αλληλεγγύης, αληθής ενιαυτός της χρηστότητος του Κυρίου.
Έτη πολλά και ευλογημένα!
Χριστούγεννα ‚βκβ’
† Ο Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών
[1] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Η Βίβλος των Θησαυρών περί της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος, PG 75, 561.
[2] Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, PG 94, 988.
[3] Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον, Δ’, 1.
[4] Γρηγορίου Παλαμά, Περί της προς αλλήλους ειρήνης, PG 151, 10.
[5] Γρηγορίου Θεολόγου, Εις τα Θεοφάνια, είτουν Γενέθλια του Σωτήρος, PG 36, 316.