Δεν είναι ότι δεν ξέρουν. Αυτό, ας πούμε ότι «κολάζεται» κάπως, λόγω του ότι γνωρίζουμε πώς είναι η παιδεία μας και η κοινωνία μας. Είναι και ότι δεν ενδιαφέρονται να μάθουν. Γράφουμε καμιά φορά «μα δεν υπάρχει ένας στο κοντρόλ να διορθώσει;». Είναι να μη σου τύχει. «Τον πατήρ Αντώνιο» έλεγε και ξαναέλεγε η νεαρά, μπροστά από την «Κιβωτό του κόσμου». «Τον πατέρα Αντώνιο» της είπε παρουσιαστής και δημοσιογράφος με εμπειρία, από τους λίγους που μιλούν τόσο καλά ελληνικά. Ε και που το είπε; Δυο αυτάκια είχε η κοπελίτσα, στο ένα μπήκε, από το άλλο βγήκε, ακάθεκτη συνέχισε: «τον πατήρ Αντώνιο»!
Δημήτρη μου, Δημήτρη μου, σου το ‘κλεισε το σπίτι σου…
Αμ ο άλλος που δεν το… εξεφώνησε αλλά το έγραψε;
«Η καρφίτσα άνηκε στην πριγκίπισσα Alexandra της Δανίας και της είχε δοθεί ως γαμήλιο δώρο το 1863 που παντρεύτηκε τον βασιλιά Edward VII που πριν γίνει μονάρχης ήταν πρίγκιπας της Ουαλίας. Το σχέδιο είχε εμπνευστεί από το έμβλημα του πρίγκιπα της Ουαλίας με τα τρία φτερά να ανθίζουν σε ένα στέμμα.
Η καρφίτσα κληροδοτήθηκε από γενιά σε γενιά και δόθηκε και στην Diana ως γαμήλιο δώρο από την βασιλομήτωρ Ελισάβετ»
Προσέξτε, λοιπόν. Το άνηκε, (σωστό ανήκε) έχει ξεφυτρώσει στην καθομιλουμένη και στη δημοσιογραφία περίπου εδώ και 20 χρόνια. Ο,τι και να πούμε, πάει στράφι. Εδώ, όμως τι να σου κάνει το «άνηκε» όταν… ανθίζουν σε στέμμα τρία φτερά; Ανθίζουν τα φτερά; Και τι λουλούδια κάνουν;
Η καρφίτσα, συνεχίζει ακάθεκτος ο συντάκτης (φερόμενος και ως δημοσιογράφος) κληροδοτήθηκε από γενιά σε γενιά και δόθηκε και στην Diana ως γαμήλιο δώρο από την βασιλομήτωρ Ελισάβετ» Πάλι στα γνωστά άκλιτα φτάνουμε. Η βασιλομήτωρ της βασιλομήτωρ. Αν του πεις ότι πρέπει να γράψει της βασιλομήτορος, θα σε κοιτάξει με το φρύδι σηκωμένο. Ή θα σου πει το γνωστό: «και πού θες να το ξέρω;».
Όταν το λέγαμε αυτό στο σπίτι μας, η απάντηση ήταν: ξεράδια! Ετσι μάθαμε γράμματα, με το να μην έχουμε δικαιολογίες κατηγορίας φτερού (ανθισμένου ή όχι).
Bonus: δεν θα σχολιάσω το «είχε εμπνευστεί από το έμβλημα» γιατί χρησιμοποιείται ευρέως και το αφήνω… Παθητικά, ημιαποθετικά, αμετάβατα και τέτοια, άλλη φορά.
«Κάνει ελαφρό διαπεραστικό κρύο». Αγαπημένος φίλος συγγραφέας μου επισημαίνει ότι αυτό γράφτηκε σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Κρύο ελαφρώς διαπεραστικό; Ίσως. Αλλά και ελαφρό και διαπεραστικό πώς να γίνει; Καμιά ιδέα;.
«Πεντάχρονο αγοράκι ανασύρθηκε νεκρό από το διαμέρισμα». Τραγική η είδηση, για πάρα πολλούς λόγους. Κατά πρώτον, το παιδί δεν ήταν, ευτυχώς, νεκρό. Παλεύει ακόμα διασωληνωμένο και ας ευχηθούμε όλα να πάνε καλά.
Δεύτερον όμως, από πού ανασύρθηκε; Ήταν το διαμέρισμα υποβρύχιο; Βρέθηκε το παιδάκι σε ερείπια; Πώς να ανασυρθεί άνθρωπος από διαμέρισμα που είναι υπέργειο και που δεν έχει μετατραπεί σε σορούς αξεδιάλυτους, κάτω από τους οποίους να έχει εγκλωβιστεί;
«Στις Αρχές πιθανολογούν ότι το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων να βρίσκεται κρυμμένο σε άλλο σημείο», Οπου «Αρχές», νοούνται δημόσιες Αρχές: αστυνομία κλπ. Επομένως στις Αρχές δεν πιθανολογούν τίποτα, οι Αρχές πιθανολογούν. Αλλά δεν τελειώσαμε. «Οτι το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων να βρίσκεται κρυμμένο» δεν ταιριάζει. Όταν έχουμε «ότι», τι το θέλουμε το «να»; Ότι το μεγαλύτερο μέρος βρίσκεται κρυμμένο, επομένως.
Δεν το είπε, το έγραψε ο αστυνομικός συντάκτης. Αν το κατέβασε από μόνος του ή το αντέγραψε από δελτίο Τύπου; Πού να ξέρω; Ο Σέρλοκ Χολμς μάς άφησε χρόνους…
Εχοντας συναναστραφεί στη ζωή μου, λόγω του επαγγέλματος, σπουδαίες προσωπικότητες από την αρχαιολογία, θαύμαζα πάντοτε τα εξαιρετικά ελληνικά τους, τα απαράμιλλα και λαμπερά. Φαίνεται όμως πως οι νεότερες γενιές δεν το έχουν αυτό.
«Θα έρχονται 15 αρχαιότητες και θα εκτίθονται» λέει ο ένας. Μάς ήρθε από μακριά, αλλά το ρημάδι το τίθημι δεν έκανε τον κόπο να το μάθει ούτε ως φοιτητής ούτε ως διδάσκων. Πώς το λέει ο Σαββόπουλος;
«Δεν ήξερε καθόλου, μα καθόλου να μιλά
και είχε γλώσσα μόνο για να γλείφει»
Πολύ λυπηρό αν ισχύει (παρακάτω για την τελευταία λέξη).
Άλλος πάλι, αρθρογραφεί. «Ενισχύοντας τον χαρακτήρα τους ως δημόσια αγαθά και κοινά» γράφει.
Τον χαρακτήρα τους ως δημοσίων αγαθών και κοινών είναι το σωστό και άμα ούτε αυτό το μάθατε, ή θεωρείτε, κακώς, πως είναι «δημοτικιά» το να μιλάς με λάθη, να αναρωτηθώ πόσο σοβαρές μπορεί να είναι οι προτάσεις που καταθέτετε;
Τι πέταξε άλλος ρεπόρτερ ζώντας τον μύθο του με πάθος; «Η μεγάλη καταστροφή είχε πίσω υπόβαθρο, που το γνωρίζω».
Ο Νιόνιος θα μας σώσει πάλι:
Τα ξεπούλησα φτηνά, το χαλί μου, τα ρούχα και το μπρίκι.
Είμαι άρρωστος παιδιά, ο γιατρός μου συμβούλεψε ταξίδι.
Πώς να ζήσει κανείς αλλιώς, αν η καταστροφή έχει υπόβαθρο; «Να ζήσω ή να πεθάνω σ’ ένα φλαμένγκο πάνω»
«Ο ηθοποιός μίλησε για τη φιλία που τον συνέδεε με τον σπουδαίο ερμηνευτή, Μίκη Θεοδωράκη». Δεν το είπε έτσι ο ηθοποιός, που πράγματι γνώριζε τον συνθέτη. Ετσι το συνέλαβε ο ρεπόρτερ.
Αν ρωτούσες τον Μίκη, μάλλον δεν θα κατέτασσε τον εαυτό του στους σπουδαίους ερμηνευτές, πάντως. Ακόμα και αυτό, δηλαδή, λάθος ήταν.
Το έργο που «δεν κατάφερε να ολοκληρώσει πριν από τον θάνατό του» (άλλος συνθέτης, γιατί, μόνο ο Μίκης θα κακοπαθαίνει;) Δεν ξέρω αν το ολοκλήρωσε μετά είναι η προφανής συνέχεια. Τι λέτε πια; Τι γράφετε; Ή το έργο που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει, ή το έργο που άφησε ημιτελές. Στοιχειώδες ότι μετά τον θάνατο, τίποτα…
Το λέει και η Ακολουθία εις κεκοιμημένους:
Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται.
«Με στενοχωρεί και με λυπηρεί» είπε ο νέος και παρότι καταλαβαίνω την ψυχική του κατάσταση, να του πω ότι από το λυπηρός, (και λυπητερός) δεν βγαίνει το λυπηρώ λυπηρείς λυπηρεί.
«Περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου» είπε ο Κύριος στους μαθητές Του ενώ βρίσκονταν στους κήπους της Γεθσημανής. Και ουδείς τον άκουσε. Περιμένουμε να μας ακούσουν εμείς οι θνητοί;