Τα Γλυπτά του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο ύστερα από την αρπαγή του Ελγιν, θα μείνουν «άστεγα» για περίπου μια τετραετία. Τόσος χρόνος απαιτείται ώστε να ανακαινιστούν οι πολύ προβληματικές αίθουσες του Μουσείου που φιλοξενούν ελληνικές και ρωμαϊκές αρχαιότητες. Ακόμα περισσότερος, αν εμφανιστούν απρόοπτα. Κάποιοι από τη βρετανική πλευρά σκέφτονται… πλάγια και αναρωτιούνται αν το Βρετανικό Μουσείο θα τα δάνειζε στην Αθήνα, αυτή την τετραετία. Η απάντηση όμως είναι ότι ακόμη και αν αυτό ήθελε, η Αθήνα δεν θα τα δεχόταν ως «δανεικά».
Όπως έχουν επανειλημμένα πει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, δεν θα δεχόμασταν τον δανεισμό των γλυπτών του κορυφαίου μας μνημείου. Διότι, σε τέτοια περίπτωση, θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε ιδιοκτησία στη Μεγάλη Βρετανία. Κάτι το οποίο δεν ισχύει, εφόσον τα γλυπτά μας κλάπηκαν και μάλιστα σε καιρούς που η Ελλάδα βρισκόταν υπό οθωμανική κατοχή.
Το πρόγραμμα «Στήλη της Ροζέτας»
Σύμφωνα με πληροφορίες του The art newspaper, το Βρετανικό Μουσείο θα δώσει προτεραιότητα στην ανακαίνιση των ερειπωμένων ελληνικών και ασσυριακών αιθουσών του ως μέρους του εν εξελίξει Rosetta Project, ενός φιλόδοξου σχεδίου για τον εκσυγχρονισμό της υποδομής του και την εκ νέου προβολή ολόκληρων των συλλογών του. Οι επίτροποι, κατέληξαν τον περασμένο μήνα σε ένα μάστερ πλαν για τις ανανεώσεις αυτές. Θα πρέπει ωστόσο να αναμένουμε τις σχετικές αναγγελίες μέχρι την ερχόμενη άνοιξη.
Εκπρόσωπος του μουσείου αρνήθηκε να πει πότε αναμένεται να ξεκινήσει και να τελειώσει η ανακαίνιση των ελληνικών και ασσυριακών αιθουσών, ποιο είναι το προβλεπόμενο κόστος και, το σημαντικότερο, πού θα πάνε τα Μάρμαρα του Παρθενώνα ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη οι εργασίες.
Το ποσόν που απαιτείται για την σχεδόν εκ βάθρων ανακαίνιση του Βρετανικού Μουσείου (γιατί δεν είναι μόνο αυτές οι αίθουσες που θα συντηρηθούν) είναι ιλιγγιώδες. Ανέρχεται στο 1 δισ. Στερλίνες και θα αποτελέσει την πιο δαπανηρή ανακαίνιση μουσείου στην ιστορία της χώρας. Το Μουσείο έχει ανεξάρτητη διοίκηση και δικαιούται να συγκεντρώσει όσα κεφάλαια μπορεί. Αλλά σίγουρα τα περιφερειακά μουσεία της Αγγλίας θα αρχίσουν να ουρλιάζουν από κοινού. Από ποιανού τις τσέπες, δημοσίων ή φιλανθρωπικών φορέων, θα έρθουν αυτά τα χρήματα; Το μουσείο εξακολουθεί να μην μπορεί να χρεώσει την είσοδο, σε αντίθεση με τους αντιπάλους του το Λούβρο και το Μητροπολιτικό Μουσείο. Απαιτεί από τον φορολογούμενο να επιδοτήσει τα έξι εκατομμύρια επισκέπτες του, 3,8 εκατομμύρια από το εξωτερικό, λένε στη Μεγάλη Βρετανία.
Οι ελληνικές και ασσυριακές αίθουσες αποτελούν το πλέον επείγον έργο, καθώς στεγάζονται στο παλαιότερο τμήμα του μουσείου, που «μπάζει» από παντού. Νερά, υγρασία, άλλα προβλήματα, έχουν καταγγελθεί πολλές φορές και οι γκαλερί έκλεισαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα έως ότου στεγανωθούν όλα τα σημεία της στέγης που παρουσιάζουν διαρροές. Εχουν επιστρατευθεί μέχρι και ανεμιστήρες για το στέγνωμα των αιθουσών. Ωστόσο, το αντίπαλον δέος, το Μουσείο της Ακρόπολης, που εκθέτει επίσης τα Παρθενώνεια γλυπτά, είναι σε άριστη κατάσταση και ως προς το κτήριο και ως προς την σύλληψη της έκθεσης. Οπωσδήποτε και αυτό έπαιξε ρόλο. Ιδίως από τότε που με την ανέγερση του δικού μας μουσείου καταρρίψαμε το επιχείρημα του Βρετανικού «και να σας τα δίναμε δεν θα είχατε πού να τα βάλετε». Τώρα, η Ελλάδα διαθέτει ένα άξιο καθ’ όλα μουσείο και αυτό είναι γνωστό παγκοσμίως.
Η γενική επισκευή πιθανότατα θα οδηγήσει στο κλείσιμο αιθουσών για αρκετά χρόνια. Όλα τα έργα τέχνης θα πρέπει να μεταφερθούν σε αποθηκευτικούς χώρους, να εκτεθούν αλλού στο μουσείο ή να σταλούν δανεικά σε άλλα ιδρύματα. Αυτό, σύμφωνα με το The art newspaper, «μπορεί να εξηγήσει κάποιες συμβιβαστικές δηλώσεις που έχουν γίνει όλο αυτό το διάστημα για έκθεση των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα.»
Ασσυριακό φιάσκο
Αν και η μοίρα των Μαρμάρων του Παρθενώνα είναι μια από τις πιο πολιτικά φορτισμένες συζητήσεις που αντιμετωπίζουν οι επίτροποι του Βρετανικού Μουσείου, μια αναμφισβήτητα πιο επείγουσα πρόκληση είναι να διορθωθεί η έκθεση της εξαιρετικής συλλογής των ασσυριακών αρχαιοτήτων του μουσείου που σήμερα στεγάζεται σε επαίσχυντα υποβαθμισμένες γκαλερί με ραγισμένα πλακάκια, στέγες που εμφανίζουν διαρροές και απαρχαιωμένες υποδομές.
Η συλλογή ήταν σπάνια προσβάσιμη στο κοινό στο σύνολό της τα τελευταία χρόνια και σίγουρα κάποια από τις αίθουσες είναι κλειστή.
Ωστόσο, το μεγάλο πρόβλημα δεν βρίσκεται καν στις υποδομές. Βρίσκεται στην ιδεολογία και την παρουσίαση των εκθέσεων που είναι οδυνηρά ξεπερασμένες. Αν πρόκειται να αλλάξει κάτι στο Βρετανικό Μουσείο, θα πρέπει να είναι κυρίως σε αυτούς τους τομείς. Αλλιώς δεν θα γίνει ποτέ ένα μουσείο του 21ου αιώνα. Κάτι που, όπως όλοι γνωρίζουμε, ισχύει για το Μουσείο της Ακρόπολης, τον μεγάλο ανταγωνιστή. Και είναι και φαίνεται μουσείο του 21ου αιώνα. Ακόμα ένας λόγος που καθιστά τις βρετανικές αλλαγές επείγουσες.