Η αρχαία ξύλινη γέφυρα της Αμφίπολης είναι ένα σημαντικό όσο και σπάνιο μνημείο, καθώς έχουν σωθεί αρκετοί από τους ξύλινους πασσάλους της. Το κλίμα της Ελλάδας δεν επιτρέπει στα οργανικά υλικά και διατηρούνται χιλιετίες μετά, ωστόσο αυτό συνέβη κατ’ εξαίρεσιν στη συγκεκριμένη γέφυρα. Την αποκάλυψή της είχε κάνει ο αείμνηστος Δημήτρης Λαζαρίδης και είχε σκεπαστεί με στέγαστρο για την προστασία της. Χθες, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο εξέτασε την αντικατάσταση αυτού του στεγάστρου, που πλέον έχει παλιώσει.
Η γέφυρα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην οικονομική και εμπορική ανάπτυξη της αρχαίας Αμφίπολης, μιας και συνέδεε τον ποταμό Στρυμόνα με την πόλη. Η Αμφίπολη, ήταν πόλη στρατηγικής σημασίας όχι μόνο λόγω της ναυπηγήσιμης ξυλείας που προσέφερε η περιοχή αλλά και επειδή βρισκόταν κοντά στα χρυσορυχεία του Παγγαίου.
Η εξέχουσα σημασία της έγκειται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά έχουμε μαρτυρίες για τον τρόπο κατασκευής της υποδομής και της διάταξης των πασσάλων μιας τυπικής, ξύλινης γέφυρας των κλασικών χρόνων. Η γέφυρα χρονολογείται στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. με βάση τα κινητά ευρήματα.
Σώθηκαν 101 πάσσαλοι
Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, είχε μήκος 275μ. και βρίσκεται βόρεια της πύλης Γ΄ προς την κατεύθυνση του ποταμού. Σήμερα έχουν σωθεί μόνο 101 πάσσαλοι, που αποτελούσαν την υποδομή της γέφυρας. Επάνω σ’ αυτούς θα πρέπει να είχε αναπτυχθεί ένα σύστημα διαδοκιδώσεως, όπου και θα στερεωνόταν το ξύλινο κατάστρωμα της γέφυρας. Οι πάσσαλοι τοποθετούνται χρονολογικά τόσο στους κλασικούς, ρωμαϊκούς αλλά και στους βυζαντινούς χρόνους. Δυστυχώς όμως εξαιτίας καταστροφών δεν γνωρίζουμε τη συνέχεια της γέφυρας μέσα στο ρεύμα του ποταμού, καθώς επίσης και στην απέναντι όχθη.
Το έργο αντικατάστασης του στεγάστρου είχε προαναγγείλει η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, κατά την διάρκεια επίσκεψής της την περασμένη άνοιξη. «Επενδύοντας στον αρχαιολογικό χώρο της Αμφίπολης αποφασίσαμε να χρηματοδοτήσουμε την αντικατάσταση του στεγάστρου, καθώς και τη συντήρηση και αποκατάσταση της Ξύλινης Γέφυρας από το Ταμείο Ανάκαμψης με 1.200.000 ευρώ» είχε πει τότε. «Πρόκειται για ένα μοναδικό μνημείο, που χρονολογείται ασφαλώς στον 5ο αι. π.Χ., ίσως και πρωϊμότερα, το οποίο χρήζει ειδικής προστασίας, προκειμένου να προστατευθεί, αλλά και να καταστεί επισκέψιμο.
Την ξύλινη γέφυρα στον Στρυμόνα, την οποία αναφέρει και ο Θουκυδίδης, είναι εκείνη που συνέδεε τον ποταμό Στρυμόνα με την πόλη, συμπεριλαμβανόταν στα οχυρωματικά έργα της Αμφίπολης, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην οικονομική και εμπορική ανάπτυξη της. Τα μέτρα συντήρησης και προστασίας που εφαρμόστηκαν τότε, διέσωσαν μεν το μνημείο, έχουν όμως εξαντλήσει την διάρκεια ζωής τους. Το στέγαστρο, το οποίο προστατεύει το μνημείο από την δεκαετία του 1970, παρουσιάζει σημαντικές φθορές και πρέπει να αντικατασταθεί πάραυτα, ενώ το ίδιο το μνημείο έχει απόλυτη ανάγκη συντήρησης και σύγχρονους τρόπους ανάδειξης».
Η αρχαία Αμφίπολη η οποία ιδρύθηκε το 437π.Χ από τους Αθηναίους, ήταν πόλη ελεύθερη και σύμμαχος των Αθηνών. Το 424π.Χ. ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας την κυρίευσε. Στη συνέχεια καταλήφθηκε από τον Φίλιππο Β΄, και σε όλη τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου μέχρι τη διάλυση του μακεδονικού κράτους παρέμεινε τμήμα του μακεδονικού βασιλείου και κέντρο του μακεδονικού εμπορίου.
Μετά την ήττα των Μακεδόνων στην Πύδνα το 168π.Χ. η Αμφίπολη έγινε μέρος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας («πρώτη μερίδα» από τις τέσσερις διοικητικές περιφέρειες της Μακεδονίας). Κατά τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους, η πόλη διατήρησε τη σημασία και τη σπουδαιότητά της λόγω της διέλευσης της Εγνατίας Οδού, μέσω της οποίας πέρασε ο Απόστολος Παύλος το 49/50 μ.Χ πηγαίνοντας από τους Φιλίππους στη Θεσσαλονίκη.
Με τη διάδοση του Χριστιανισμού αποτέλεσε έδρα Επισκόπου που αναφέρεται στα κείμενα μέχρι το 692μ.Χ. Η πόλη καταστράφηκε κατά τις επιδρομές των Σλάβων τον 8ο ή 9ο αι. Στην ύστερη Βυζαντινή περίοδο (13ο-14ο αι.) ο χώρος της Αμφίπολης αποτελεί τμήμα των μετοχίων Μονών του Αγίου Όρους.
Ο Δημήτρης Λαζαρίδης
Στην ανατολική όχθη του Στρυμόνα μεταξύ δύο λόφων εντοπίστηκε το τείχος της Αμφίπολης, το οποίο ανασκάφηκε από τον Δ. Λαζαρίδη την περίοδο 1976-1978. Η συνέχειά του τόσο επάνω στον λόφο προς τα βορειοανατολικά όσο και δυτικά της πύλης Γ δεν έχει διατηρηθεί. Η αρχαιότερη φάση του χρονολογήθηκε στα χρόνια 424-422π.Χ., ενώ η νεότερη φάση του χρονολογήθηκε από τον ανασκαφέα στα ελληνιστικά χρόνια.
Εσωτερικά και εξωτερικά του τείχους διατηρούνται τα θεμέλια διαφόρων οικοδομών ή κτισμάτων, κάποια εν μέρει μόνο ανασκαμμένα. Το μέρος αυτό του τείχους σώζεται σε μήκος 207μ. και έχει διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ. Στο ανατολικό του τμήμα ανοίγεται η Πύλη Β, πλάτους 3,30μ. με τρεις ή τέσσερις διαδοχικές φάσεις κατασκευής. Σε απόσταση περίπου 70μ. δυτικά από την πύλη Β το τείχος ενισχύεται με κυκλικό πύργο, ο οποίος σε μεταγενέστερη επισκευή μετατράπηκε σε ορθογώνιο.
Αμέσως δυτικά του πύργου το τείχος σχηματίζει ανοικτή αμβλεία γωνία και συνεχίζει την πορεία του προς δυτικά με ελαφρά απόκλιση προς τα νότια. Σε απόσταση 61,50μ. δυτικά του πύργου ανοίγεται στο τείχος μία οχυρή πύλη (πύλη Γ) διαστάσεων 13,40 x 9μ., με προσανατολισμό ΒΔ-ΝΔ και εξωτερικούς τοίχους πάχους 2μ. Η πύλη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ξύλινη γέφυρα, που βρίσκεται αμέσως στα βορειοδυτικά της και οδηγούσε σε αυτήν. Η γέφυρα (μήκους 275μ.) που συνέδεε τον ποταμό Στρυμόνα με την πόλη, συμπεριλαμβανόταν στα οχυρωματικά έργα της Αμφίπολης, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην οικονομική και εμπορική ανάπτυξη της. Η ύπαρξη μίας ή περισσότερων γεφυρών που συνέδεαν τις δύο όχθες του Στρυμόνα είναι γνωστή τόσο από τον Θουκυδίδη όσο και από άλλους αρχαίους συγγραφείς (Ηρόδοτος, Ευριπίδης, Ρήσος).
Οι έρευνες του Δ. Λαζαρίδη το 1977-1978 πρόσφεραν τα πρώτα αρχαιολογικά δεδομένα. Κατά τις ανασκαφές του δυτικού τμήματος του βόρειου σκέλους του τείχους αποκαλύφθηκε η πασσαλόπηκτη υποδομή γέφυρας, αμέσως έξω από την πύλη Γ του τείχους, στην ανατολική όχθη του ποταμού, στο σημείο που η κοίτη του πλησιάζει στην οχύρωση. Το τμήμα της υποθεμελίωσής της μέσα στον ποταμό και η συνέχειά της στη δυτική του όχθη δεν στάθηκε δυνατό να εντοπισθούν παρά τις βαθιές ανασκαφικές τομές που πραγματοποιήθηκαν από τον ανασκαφέα, επειδή καταστράφηκαν το 1929-1932 κατά την διευθέτηση της νέας κοίτης του Στρυμόνα από την εταιρεία ULEN. Με βάση τα κινητά ευρήματα, η γέφυρα χρονολογείται στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., ενώ επισκευές αυτής φαίνεται ότι έλαβαν χώρα κατά τους ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους.
Το 1861 πρέπει να είχε ήδη καταστραφεί ή να ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, καθώς το πέρασμα γινόταν πια με σχεδία. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν εκατοντάδες πασσάλους που ανήκουν στην υποδομή της γέφυρας. Η διάμετρός τους κυμαίνεται από 0,075μ. ως 0,29μ. και διατηρούνται σε ύψος απόω0,15μ. ως 1,05μ. Τα άκρα των πασσάλων ήταν πελεκημένα ώστε να καταλήγουν σε αιχμή τοποθετημένη ενίοτε σε σιδερένια κεφαλή επίσης αιχμηρή (μήκους περίπου 0,36μ). Οι πάσσαλοι των βαθύτερων στρωμάτων, περίπου ογδόντα, ήταν μεγαλύτερης διαμέτρου και εμφάνιζαν κανονικότερη διάταξη, σε τετράδες ή και τριάδες. Υπολογίζεται βάσει των ευρημάτων ότι το αρχικό τους μήκος πρέπει να έφτανε τα 3,80μ.
Σύνδεση με πύλη
Η γέφυρα είναι οργανικά συνδεδεμένη με την Πύλη Γ΄, η οποία κατασκευάσθηκε προφανώς μαζί με την επέκταση του τείχους το 424-422, σύμφωνα με την περιγραφή του Θουκυδίδη, ώστε να ενισχυθεί η άμυνα του περάσματος. Προκειμένου να προστατευθεί από τις πλημμύρες του ποταμού ενισχυόταν για λόγους στατικούς επίσης με ξύλινους πασσάλους σφηνωμένους στο αμμώδες έδαφος της περιοχής. Πάσσαλοι εντοπίστηκαν επίσης και εσωτερικά της πύλης, αλλά και πλησίον του τείχους. Σήμερα έχουν σωθεί 101 πάσσαλοι, που αποτελούσαν την υποδομή της γέφυρας. Επάνω σ’ αυτούς θα πρέπει να είχε αναπτυχθεί ένα σύστημα διαδοκιδώσεως, όπου και θα στερεωνόταν το ξύλινο κατάστρωμα της γέφυρας. Εξαιτίας καταστροφών δεν γνωρίζουμε τη συνέχεια της γέφυρας μέσα στο ρεύμα του ποταμού, καθώς επίσης και στην απέναντι όχθη.
Το στέγαστρο, το οποίο προστατεύει το μνημείο από την δεκαετία του 1970, παρουσιάζει σημαντικές φθορές. Στον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας ξύλινης γέφυρας υλοποιείται ήδη το έργο με τίτλο: «Αρχαιολογικό πάρκο Αμφίπολης: Υποδομές εξυπηρέτησης επισκεπτών – ενοποίηση μνημείων» ενταγμένο στο Ε.Π. «Κεντρική Μακεδονία 2014-2020», που εκτελείται απολογιστικά και με αυτεπιστασία από την ΕΦΑ Σερρών. Στο πλαίσιο του ανωτέρω έργου υλοποιήθηκε διαδρομή μήκους 400μ. (πύλη Β, πύλη Γ, αρχαία ξύλινη γέφυρα, παραποτάμια διαδρομή) και θα τοποθετηθεί ο απαραίτητος εξοπλισμός όπως πινακίδες πληροφόρησης, καθιστικά και κάδοι απορριμμάτων.
Η προστασία της της αρχαίας ξύλινης γέφυρας από τις καιρικές συνθήκες και άλλους παράγοντες όπως πουλιά και ζώα, είναι λοιπόν σημαντική και θα προβλέπει και τη διευθέτηση των ομβρίων υδάτων.
Βασικές αρχές για την πρόταση εγκατάστασης του νέου στεγάστρου προστασίας είναι: ο σεβασμός προς την ιστορικότητά του μνημείου, η ανάδειξη της αρχιτεκτονικής του μορφολογίας και γενικά των αξιών του, η αρμονική ενσωμάτωση στο φυσικό τοπίο του χώρου όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την αποκάλυψή του και η εξασφάλιση της απαραίτητης προστασία σε αυτό.
Η μορφή (μονόριχτο μεταλλικό στέγαστρο αντί για δίριχτο ξύλινο που υπάρχει μέχρι σήμερα) και οι διαστάσεις (17μ. x 46,60μ.) του προτεινόμενου στεγάστρου επιλέχτηκαν από την ομάδα μελέτης προκειμένου να προστατεύεται το μνημείο στο σύνολό του. Επίσης, να προσφέρεται στο μνημείο ο απαραίτητος χώρος για την ανάδειξή του και την καλύτερη λειτουργία του, εξασφαλίζοντας την πρόσβαση του επισκέπτη και τη διέλευσή του πλησίον του μνημείου, με τμήμα της διαδρομής κάτω από το στέγαστρο.