Είναι ναός του 10ου αιώνα, ένα από τα τρία παλαιότερα βυζαντινά μνημεία της Αχαΐας, που ταυτόχρονα αποδόθηκε στη λατρεία (θα γίνεται λειτουργία 1-2 φορές τον χρόνο), ενώ έχει απαλλοτριωθεί όλη η γύρω έκταση. Τα θυρανοίξια του βυζαντινού ναού Κοίμησης Θεοτόκου Mέντζαινας (σημερινή Πλατανόβρυση) έγιναν πρόσφατα και όλοι θαύμασαν την αναστήλωση του μοναδικού αυτού μνημείου από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αχαΐας του υπουργείου Πολιτισμού.
Οι εργασίες ξεκίνησαν το 2017 και ολοκληρώθηκαν φέτος με χρηματοδότηση από Εθνικούς Πόρους του ΥΠΠΟΑ και εκτέλεση με από την Εφορεία μας, με υπεύθυνη τη γνωστή για την εξαιρετική δουλειά της έφορο Αναστασία Κουμούση. Και μάλιστα, με λιγότερα χρήματα από όσα είχε προϋπολογιστεί. Λόγω αυτεπιστασίας, αλλά και λόγω του προσωπικού που διαθέτει μεράκι, ο προϋπολογισμός των μελετών (αρχιτεκτονική, στατική) από 350.000 κατέβηκε στις 100.623.
Εξαιρετικά ήταν τα γλυπτά που βρέθηκαν (φυλάσσονται στο Μουσείο) και τα πολύχρωμα μαρμαροθετήματα στο δάπεδο, όπως μας πληροφορεί η κα Κουμούση. Για να είναι δυνατή η χρήση του μνημείου ως εκκλησία, τα δάπεδα σκεπάστηκαν με ξύλινο δάπεδο.
Πλάι στην επαρχιακή οδό
Ο ναός απέχει περίπου 15 χλμ από την Πάτρα και βρίσκεται στη θέση «Παναγίτσα», μέσα στους αγρούς, μόλις 180 μ. από την επαρχιακή οδό Πατρών Καλαβρύτων. Η ευρύτερη περιοχή, στην οποία οικοδομήθηκε, αποτέλεσε διαχρονικά τον δίαυλο επικοινωνίας από τα παράλια και τον κάμπο της Αχαΐας προς την ορεινή ενδοχώρα.
Σύμφωνα με την έφορο αρχαιοτήτων, το μνημείο και τα προγενέστερα κτίσματα επί των οποίων ανεγέρθηκε, βρίσκονταν στα δυτικά δυο οδικών αξόνων, εκ των οποίων ο ένας είχε αφετηρία την Κύναιθα (Καλάβρυτα) και ο άλλος ένωνε τις αρκαδικές πόλεις (Καφυές, Πάος, Ψωφίδα, κ.ά.) με την Αχαΐα και την πόλη των Πατρών. Οι δυο αρχαίες διανοίξεις συνέβαλλαν σε μικρή απόσταση δυτικά της θέσης «Παναγίτσα» και το τελευταίο κοινό τμήμα τους οδηγούσε στην Πάτρα και το λιμάνι της. Η διαχρονικότητα αυτών των οδικών αξόνων έως τους οθωμανικούς χρόνους έχει διαπιστωθεί σε πολλά σημεία της διέλευσής τους, κατόπιν επιφανειακής και ανασκαφικής έρευνας.
Όπως απέδειξε η ανασκαφική έρευνα που διενεργήθηκε από την αρχαιολόγο Αφέντρα Μουτζάλη (1982- 1986), ο ναός ανεγέρθηκε στην θέση όπου υπήρχαν κατάλοιπα υστερορρωμαϊκού λουτρικού συγκρότηματος, τμήματα του οποίου, κατασκευασμένα κατά το σύστημα opus testaceum, ενσωματώθηκαν στα κατώτερα τμήματα της τοιχοποιίας των διαμήκων τοίχων του. Ο χώρος γύρω και μέσα στον ναό είχε κοιμητηριακή χρήση από τις αρχές του 5ου μ.Χ. αι. μέχρι και τους οθωμανικούς χρόνους. Οι επιμελημένοι καθαρισμοί των τοιχοποιιών που πραγματοποιήθηκαν στο μνημείο στο πλαίσιο της αποκατάστασής του επέτρεψαν για πρώτη φορά τη διάκριση δυο οικοδομικών φάσεων βυζαντινής περιόδου.
Στην αρχική οικοδομική του φάση ο ναός κτίστηκε ως τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με υπερυψωμένο το κεντρικό κλίτος και τρεις ημικυκλικές αψίδες, που αντιστοιχούσαν στο τριμερές Ιερό. Σε μεταγενέστερο, αλλά σύντομο, χρόνο προστέθηκε ισοπλατής με τον κυρίως ναό νάρθηκας, όπως μαρτυρούν η έλλειψη εμπλοκής και οι κατακόρυφοι αρμοί συναρμογής του βόρειου και νότιου τοίχου του με την αρχική τοιχοποιία του δυτικού τοίχου του ναού, την οποία επικαλύπτουν.
Η Αναστασία Κουμούση σημειώνει πως η επικοινωνία μεταξύ νάρθηκα και κυρίως ναού επιτυγχάνεται με τρεις θύρες, που διασώζουν τα αρχικά μαρμάρινα κατώφλια τους, ενώ τα τόξα τους ανήκουν σε μεταγενέστερη επισκευή. Ο νάρθηκας διέθετε τρεις εισόδους και δυό παράθυρα. Σήμερα η πρόσβαση γίνεται από τη νότια πλευρά του μέσω τοξωτού ανοίγματος κακότεχνα αποκατεστημένου το 1984. Δυο κόγχες με κεραμοπλαστικό διάκοσμο ανοίγονται στον δυτικό τοίχο του κυρίως ναού, εκατέρωθεν της κεντρικής θύρας. Tο κεντρικό κλίτος στεγαζόταν με ανεξάρτητη δίρριχτη στέγη, υπερυψωμένη πάνω από τις μονόρριχτες στέγες των πλαγίων κλιτών.
Πρώτη οικοδομική φάση
Οι τοίχοι της πρώτης οικοδομικής φάσης (κυρίως ναός και ιερό Βήμα) είναι κτισμένοι με αργούς ή αδρολαξευμένους ασβεστόλιθους σε στρώσεις, συνδεδεμένους με παχύ ερυθρωπό κονίαμα. Στους οριζόντιους αρμούς παρεμβάλλονται οπτόπλινθοι, σε μία ή συχνότερα δύο σειρές, ενώ στους κατακόρυφους τοποθετούνται θραύσματα πλίνθων σε επάλληλες οριζόντιες στρώσεις (έως και έξι) ή, σπανιότερα, μια κατακόρυφη ή λοξή πλίνθος. Όλα τα τόξα αυτής της φάσης είναι πλίνθινα.
Στο εσωτερικό του ναού έχουν χρησιμοποιηθεί μεγάλων διαστάσεων λιθόπλινθοι, προερχόμενοι προφανώς από το προϋπάρχον λουτρό των υστερορρωμαϊκών χρόνων. Σε κάποια τμήματα της σωζόμενης τοιχοποιίας του νάρθηκα διαπιστώνεται μεγαλύτερη κανονικότητα στη διάταξη των οπτοπλίνθων: μια σειρά πλίνθων διαχωρίζει οριζόντια τις στρώσεις των λίθων, ενώ ολόκληρες πλίνθοι τοποθετούνται στους κατακόρυφους αρμούς, με τρόπο που να δημιουργείται ένα είδος πλινθοπερίκλειστης δόμησης αμελούς κατασκευής.
Τρία κλίτη
Ο κυρίως ναός διαιρείται σε τρία κλίτη με επιμήκεις τοίχους και κιονοστοιχίες αποτελούμενες από δυο μαρμάρινους αρράβδωτους κίονες, οι τρεις εκ των οποίων έχουν ιωνικές βάσεις, ενώ ο τέταρτος έχει για βάση ένα ανεστραμμένο κιονόκρανο με λογχοειδή φύλλα. Αυτά τα αρχιτεκτονικά μέλη είναι spolia, προερχόμενα προφανώς από το υστερορρωμαϊκό κτήριο. Αντιθέτως, τα κολουροπυραμιδοειδή κιονόκρανα πρέπει να κατασκευάστηκαν αποκλειστικά για το μνημείο. Και τα τέσσερα διακοσμούνται με φοινικόφυλλα που πλαισιώνουν ισοσκελείς σταυρούς με πεπλατυσμένα άκρα κεραιών. Η αγία τράπεζα σχηματίζεται επίσης από μέλη σε δεύτερη χρήση: ως καλυπτήρια πλάκα έχει χρησιμοποιηθεί θωράκιο, που μπορεί να χρονολογηθεί, βάσει διακόσμου και τεχνικής, στον 5ο/6ο αιώνα και το οποίο στηρίζεται σε τετράγωνες οπτόπλινθους και δυο αμφικιονίσκους, προερχόμενους από το τρίλοβο παράθυρο της κεντρικής αψίδας.
Στον χώρο του ναού βρέθηκε ένα μεγάλο τμήμα του επιστυλίου του μαρμάρινου τέμπλου με επιγραφή προερχόμενη από τους Ψαλμούς του Δαυίδ και ένα επίθημα αμφικιονίσκου. Τα δυο μέλη φέρουν διάκοσμο συνήθη κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο. Τα θέματα και η τεχνική της λάξευσης των σύγχρονων με την ίδρυση του ναού αρχιτεκτονικών μελών επιτρέπουν τη χρονολόγησή τους στα τέλη του 10ου/αρχές του 11ου αιώνα.
Αβαροσλαβικά φύλα
Η περίοδος από τα τέλη του 8ου αιώνα και κυρίως ο 10ος αιώνας, εποχή ανέγερσης του ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου στη Μέντζαινα, χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια της κεντρικής εξουσίας για αναδιοργάνωση του ελλαδικού χώρου μετά την υποταγή των αβαροσλαβικών φύλων και την ήττα των Αράβων της Κρήτης (961). Η εκστρατεία του Σταυράκιου (783) και λίγο αργότερα η αποστολή του στρατηγού Σκληρού στην Πελοπόννησο απο τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Α’ συντέλεσε στην αποκατάσταση του βυζαντινού ελέγχου στην περιοχή, η οποία, όπως και ο ευρύτερος ελλαδικός χώρος, αποκτά πλέον ιδιαίτερη σημασία για την βυζαντινή αυτοκρατορία. Σε αυτό το πλαίσιο πραγματοποιείται η διοικητική και εκκλησιαστική αναδιοργάνωση της Πελοποννήσου με την ίδρυση του ομώνυμου Θέματος (πρώτη μνεία το 805) και την ανύψωση της Πάτρας σε δεύτερη μετά την Κόρινθο μητροπολιτική έδρα (αρχές 9ου αιώνα). Στη δικαιοδοσία της Μητρόπολης Πατρών ανήκε η περιοχή της Μέντζαινας.
Η Αχαΐα ακολουθεί την ίδια τύχη με την υπόλοιπη χερσόνησο και γνωρίζει ακμή που θα διαρκέσει έως και τον 12ο αιώνα. Κατά τον 10ο αιώνα σημειώνεται, εκτός από τη γενικότερη οικονομική ευημερία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, και έντονη καλλιέργεια ασκητικού ιδεώδους, που χρονικά συμπίπτει με την ίδρυση της μοναστικής πολιτείας του Αγίου Όρους, στο β΄ μισό του αιώνα. Ο κοινοβιακός μοναχισμός ευνοείται πλέον από το κράτος. Στην Πελοπόννησο, όπως και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, αναπτύσσεται έντονη μοναστική δραστηριότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Αχαΐα ο αρχικός πυρήνας των τριών σημαντικότερων μονών (Αγία Λαύρα Καλαβρύτων, Μέγα Σπήλαιο και Παλαιά Μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας) ανάγεται στη μεσοβυζαντινή περίοδο. Σε αυτό το πλαίσιο ακμής του μοναχικού βίου, πιθανότατα ιδρύθηκε η άγνωστη από τις πηγές μονή, Καθολικό της οποίας θεωρούμε πως ήταν ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου. Η μονή βρισκόταν στην ύπαιθρο χώρα της Πάτρας, η οποία κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους εξελίσσεται σε σημαντικό αστικό κέντρο με εμπορική και βιοτεχνική δραστηριότητα. Το Κάστρο της πόλης είναι η έδρα της βυζαντινής διοίκησης, όπως μαρτυρά η πρόσφατη εύρεση μολυβδόβουλλων ανώτερων αξιωματούχων που χρονολογούνται στον 9ο/10ο αιώνα και συνδέουν την Πάτρα με τον κεντρικό κρατικό μηχανισμό.
Το μνημείο στο πέρασμα των αιώνων, κυρίως τον 19ον αι. αλλά και την δεκαετία του ’80, δέχθηκε εκτεταμένες και κακότεχνες επεμβάσεις, στις οποίες οφειλόταν η αλλοιωμένη μορφή του πριν την έναρξη του έργου αποκατάστασης.