Η απόφαση του Μάριο Ντράγκι να θέσει την παραίτησή του στη διάθεση του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας αποτελεί ισχυρή ένδειξη της άρνησης ενός καταξιωμένου τεχνοκράτη με αδιαμφισβήτητο πολιτικό κύρος και διαχειριστικές ικανότητες να «υποταγεί» στις ορέξεις του λαϊκισμού και των πολιτικών εκπροσώπων του, σε βάρος των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της γειτονικής χώρας και της ευημερίας του λαού της.
Του Σπήλιου Λιβανού*
Ευχή όλων είναι η γειτονική Ιταλία και ο Μάριο Ντράγκι να κερδίσουν το στοίχημα. Το «καμπανάκι του κινδύνου», ωστόσο, έχει ήδη ηχήσει έντονα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα μηνύματα από τη Ρώμη, το Παρίσι, τη Βουδαπέστη είναι ευανάγνωστα. Οι δυνάμεις του λαϊκισμού, με «όπλο» τη δύναμη της εξουσίας που τους διασφαλίζει η συμμετοχή τους σε ευάλωτες κυβερνήσεις συνεργασίας, καραδοκούν έτοιμες να ψαρέψουν στα θολά νερά της απογοήτευσης που προκαλεί στα ευρωπαϊκά νοικοκυριά η ενεργειακή κρίση, υποσχόμενες ανύπαρκτους “λαγούς” μέσα από τα καπέλα δήθεν θαυματοποιών.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός επέλεξε να πει «όχι» στον εκβιασμό των «Πέντε Αστέρων» που, αν και κυβερνητικός εταίρος, αρνήθηκε να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης και να ψηφίσει το πακέτο των 23 δισ. για τη στήριξη οικογενειών και επιχειρήσεων, υποστηρίζοντας ότι το πακέτο του ιταλού πρωθυπουργού δεν είναι επαρκές και ο ίδιος κοινωνικά ανάλγητος. Ο λαϊκισμός, όμως, αυτός δεν βρίσκει σύμφωνους τους ιταλούς πολίτες που, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, κρίνουν θετικά το έργο της κυβέρνησης και του ίδιου του κ. Ντράγκι και αναγκαία τη συνέχιση της σταθερής διακυβέρνησης του, με ποσοστά από 57% έως 60%, την ίδια ώρα που το Κίνημα των 5 Αστέρων κατακρημνίζεται δημοσκοπικά στο χαμηλότερο ποσοστό του από το 2020.
Η περιπέτεια στην οποία έχει εισέλθει η γειτονική Ιταλία, όπως και η ιδιότυπη ομηρία συνεργασίας στην οποία έχει περιέλθει ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν από τις λαϊκίστικες δυνάμεις της ακροδεξιάς και της ακροαριστεράς, επαναφέρουν στη συλλογική μας μνήμη τη δίνη στην οποία μπήκε η χώρα μας το 2015, με την κυβέρνηση συνεργασίας της ‘πρώτης φορά Αριστεράς’. Επτά χρόνια μετά το δημοψήφισμα του 2015, που μετέτρεψε την Ελλάδα σε περίγελο της Ε.Ε., ουδείς μπορεί να πει ότι δεν γνώριζε το μέγεθος του κινδύνου με το οποίο βρέθηκαν αντιμέτωποι η Ελλάδα και οι Έλληνες από την αλήστου μνήμης ετερόκλητη κυβέρνηση συνεργασίας των αριστεροεθνολαϊκιστών. Ούτε φυσικά μπορεί κανείς να λησμονήσει τις συνέπειες από το αμοραλιστικό και διαρκές πολιτικό «αλισβερίσι» μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, χωρίς ίχνος προγραμματικής συμφωνίας και θεσμικής θωράκισης της συνεργασίας.
Οι δύο κυβερνητικές θητείες του ΣΥΡΙΖΑ απέδειξαν, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας που βασίζονται στον κυνισμό της πολιτικής συναλλαγής με στόχο την εξουσία, αδυνατούν να προασπίσουν την ποιότητα της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας και τελικά να λειτουργήσουν προς όφελος των πολλών.
Σήμερα στη χώρα μας, όπως και σε ολόκληρη την Ευρώπη, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε κρίσιμες προκλήσεις. Τις κρισιμότερες από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Η φθίνουσα πορεία της εμπιστοσύνης των πολιτών στις εκλεγμένες κυβερνήσεις τους είναι εμφανής, όπως και η απαισιοδοξία για τη διατήρηση της κοινωνικής ευημερίας. Πολλοί ευρωπαίοι σήμερα, όπως άλλωστε και την εποχή του μεσοπολέμου, έλκονται από τις δυνάμεις του λαϊκισμού.
Η σημερινή γενιά των πολιτικών, η γενιά μας, οφείλει να διδαχθεί από το παρελθόν και τα μαθήματα της μεταπολεμικής Ευρώπης. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, που διαμορφώθηκε από τους ηγέτες ισχυρών μεταπολεμικών κυβερνήσεων, υπήρξε η επιτυχημένη απάντηση στην κατάρρευση του ’30 και την καταστροφή του ‘40, διασφαλίζοντας οικονομική ευημερία και πολιτική σταθερότητα για δεκαετίες στην Ευρώπη.
Όσοι, μέσω της συμμετοχής μας στα κοινά, θέλουμε να υπηρετήσουμε τη δημοκρατία, το λαό και τη χώρα μας πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας κάτι βασικό: Σε αυτές τις δύσκολες ώρες για την κοινωνική συνοχή και την ευημερία, εκείνο που προέχει και απαιτείται είναι η πολιτική σταθερότητα, η οποία – καλώς ή κακώς – προκύπτει μόνο μέσα από ισχυρές, αυτοδύναμες κυβερνήσεις.
Κλείνοντας αυτό το σημείωμα και για να ενισχύσω την επιχειρηματολογία μου, επανέρχομαι στην Ιταλία που ιστορικά προβάλλεται από συνιστώσες της ελληνικής αριστεράς ως επιτυχές υπόδειγμα εφαρμογής της απλής αναλογικής. Θυμίζω, λοιπόν, ότι στα τελευταία 77 χρόνια η γείτονα χώρα άλλαξε 68 κυβερνήσεις!!! Φαινόμενο που σίγουρα δεν είναι προς μίμηση, όταν όλοι όσοι έχουμε εμπειρία διακυβέρνησης – και ο κύριος Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ δυστυχώς την έχουν – γνωρίζουμε καλά ότι για να αποδώσει κάποιος/α σε ένα κυβερνητικό πόστο απαιτείται μια περίοδος ‘προσαρμογής’ αρκετών μηνών. Επίσης, γνωρίζουμε όλες και όλοι καλά ότι σε στιγμές κρίσεων – όπως πχ στον Έβρο το 2020 – η ταχύτητα και η αποφασιστικότητα στην διαδικασία λήψεως των αποφάσεων είναι εξίσου σημαντικές με την ίδια την απόφαση.
Πώς λοιπόν, μέσα σε ένα τόσο ευμετάβλητο και τοξικό πολιτικό περιβάλλον, θα μπορέσουν να ληφθούν άμεσες, καθαρές και αποτελεσματικές αποφάσεις από κυβερνήσεις που πρέπει να πάρουν ρηξικέλευθα μέτρα, όταν ο περιορισμένος χρόνος του βίου τους θα αναλώνεται σε ατέρμονες συζητήσεις και συναλλαγές κομμάτων και προσώπων με αντικρουόμενα συμφέροντα για την επίτευξη κοινών αποφάσεων??
Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει να λογοδοτήσουν με ειλικρίνεια οι υποστηρικτές της απλής αναλογικής, αν μαζί με το κομματικό και προσωπικό εκλογικό συμφέρον τους, υπηρετούν και τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών της Ελλάδας, και της Ευρώπης γενικότερα, που αυτή τη στιγμή έχουν ανάγκη από ισχυρές, σταθερές και αποτελεσματικές κυβερνήσεις.
* Ο κ. Σπήλιος Λιβανός είναι βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας, αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του ΝΑΤΟ και επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του ΝΑΤΟ