Εάν πραγματικά κανείς θέλει να αντιληφθεί σε πόσο κρίσιμη κατάσταση βρίσκεται η Ευρώπη, δεν έχει παρά να δώσει προσοχή στην κατάσταση που έχει περιέλθει μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα η Γερμανία γνωστή και ως ατμομηχανή της Ευρώπης. Η αποκαθήλωση του γερμανικού μοντέλου είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός.
Μπορεί πριν από λίγες ημέρες στο ειδυλλιακό τοπίο της Βαυαρίας στις Άλπεις, όπου διεξήχθη η Σύνοδος Κορυφής του G7, η Γερμανία να έμοιαζε φυσιολογική. Αλλά αυτή η εμφάνιση εξαπατά τον απλό παρατηρητή. Η Γερμανία αντιμετωπίζει τις σοβαρότερες προκλήσεις της από την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη *
Αυτό είναι κάτι πολύ ξαφνικό. Το 2020, σχεδόν ολόκληρος ο πλανήτης συμφωνούσε, ότι η Γερμανία είχε το πιο επιτυχημένο οικονομικό μοντέλο στον κόσμο, ξεκινούσε την πιο φιλόδοξη και σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένη πρωτοβουλία για το κλίμα στον κόσμο και είχε τελειοποιήσει μια εξωτερική πολιτική βασισμένη σε αξίες που εξασφάλιζε τη γερμανική ασφάλεια και τη διεθνή δημοτικότητα με εξαιρετικά χαμηλό κόστος.
Όλα αυτά, αποτελούσαν μια πλασματική εικόνα και επρόκειτο για ένα σαθρό οικοδόμημα το οποίο βασίστηκε σε μη ρεαλιστικές υποθέσεις για την παγκόσμια πολιτική και για αυτό όπως όλα δείχνουν δεν πρόκειται να επιβιώσει κάτω από το βάρος του ρεαλισμού της υφιστάμενης κρίσης.
Η γερμανική ενεργειακή πολιτική είναι ένα χαοτικό μπάχαλο, στην ουσία αποτελεί, ένα λαμπρό παράδειγμα για τον υπόλοιπο κόσμο, για το τι δεν πρέπει να κάνει. Η φήμη της Γερμανίας για μια εξωτερική πολιτική βασισμένη σε αξίες έχει πληγεί σοβαρά από τις πρόσφατες αμφιταλαντεύσεις του Βερολίνου στην ουκρανική κρίση. Το σύστημα εξωτερικής πολιτικής του Βερολίνου αναγκάζεται να συμβιβαστεί με μια ανεπιθύμητη για τα δεδομένα του αλήθεια. Ότι η ύπαρξη μιας επιθετικής Ρωσίας, αναγκάζει τη Γερμανία και το σύνολο της Ευρώπης, να εξαρτάται αποκλειστικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλεια τους.
Σε μια εποχή που η αμερικανική εξωτερική πολιτική δίνει όλο και μεγαλύτερη προτεραιότητα στην Ασία και δείχνει όλο και περισσότερο ανερμάτιστη, λόγω των τρομερών εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση του Προέδρου, Τζο Μπάιντεν, και του αδύναμου προφίλ που εκπέμπει ο ίδιος. Στο Κογκρέσο το επίπεδο βαρύτητας όσο αφορά τις προσωπικότητες στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας έχει πέσει δραματικά και είναι σχεδόν βέβαιο, ότι το αποτέλεσμα των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου σε Βουλή και Γερουσία, θα εντείνει όλα αυτά τα προβλήματα.
Ο Καγκελάριος Σόλτς και η κυβέρνηση συνασπισμού του αντέδρασαν στην εισβολή του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία με μια σειρά, επαναστατικών αλλαγών, για τα γερμανικά δεδομένα.
Η Γερμανία αρχίζει να επανεξοπλίζεται. Αποφάσισε την αποστολή όπλων στην Ουκρανία. Έχει κάνει τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση της ενεργειακής ανεξαρτησίας από τη Ρωσία, ακόμη και εις βάρος της φιλόδοξης ατζέντας της για το κλίμα. Οι μονάδες άνθρακα μπήκαν ξανά σε λειτουργία, θα κατασκευαστούν νέες μονάδες επεξεργασίας φυσικού αερίου και η Γερμανία ζητά από την Ευρώπη να καθυστερήσει τις εντολές απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές που δεν φαίνονται πλέον ρεαλιστικές.
Παρόλα αυτά, τα δύσκολα έπονται. Η σύγχρονη Γερμανία ήταν πάνω απ’ όλα ένα οικονομικό σχέδιο. Η κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ άφησε τη Γερμανία ηθικά συντετριμμένη, κατεστραμμένη σε επίπεδο υποδομών και οικονομικά χρεοκοπημένη. Από τη στιγμή της ίδρυσής της το 1949, ο κεντρικός στόχος της χώρας ήταν η οικονομική ανάπτυξη. Αυτή η ανάπτυξη θα μπορούσε να αποκαταστήσει την καταστροφή του πολέμου, να προωθήσει την ειρηνική ενσωμάτωση της Γερμανίας στη Δυτική Ευρώπη, να αμβλύνει την ελκυστικότητα του κομμουνισμού και να οικοδομήσει μια εθνική ταυτότητα ανεξάρτητη από τις κακοήθεις φαντασιώσεις της εποχής του Χίτλερ.
Η σκληρή δουλειά του γερμανικού λαού, οι ρεαλιστικές πολιτικές της πολιτικής τάξης, οι δεξιότητες και η αποφασιστικότητα της γερμανικής διαχείρισης και το ευνοϊκό διεθνές κλίμα που προέκυψε από την ανάπτυξη της αμερικανικής παγκόσμιας τάξης οδήγησαν τη Γερμανία σε ένα οικονομικό θαύμα. Τα τελευταία χρόνια, το γερμανικό οικονομικό θαύμα εξαρτιόταν από έναν συνδυασμό βιομηχανικής ικανότητας, φθηνής ενέργειας από τη Ρωσία και πρόσβασης στις παγκόσμιες αγορές, ιδιαίτερα στην Κίνα.
Σήμερα το σύνολο αυτών των πυλώνων έχει σχεδόν καταρρεύσει. Η γερμανική κυριαρχία της τεχνολογίας αυτοκινήτων μέσα από έναν αιώνα μηχανικής αμφισβητείται από τη μετάβαση στα ηλεκτρικά οχήματα. Η χημική βιομηχανία, στην οποία η γερμανική τεχνολογία ηγείται παγκοσμίως από τον 19ο αιώνα, αντιμετωπίζει περιβαλλοντικές προκλήσεις καθώς εντείνεται ο παγκόσμιος ανταγωνισμός.
Οι προκλήσεις αυτές επιδεινώνονται από την απώλεια φθηνού και ασφαλούς ρωσικού φυσικού αερίου. Η πράσινη ενέργεια, παρά τις μαζικές γερμανικές επενδύσεις, δεν θα είναι σε θέση να προμηθεύσει τη γερμανική βιομηχανία με αξιόπιστη και φθηνή ενέργεια για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εν τω μεταξύ, οι εναλλακτικές λύσεις για το ρωσικό φυσικό αέριο αγωγών είναι ακριβές και αμφιλεγόμενες. Η πυρηνική ενέργεια αποτελεί κόκκινο πανί για τους Πράσινους, ο άνθρακας είναι αφόρητος, το υγροποιημένο φυσικό αέριο απαιτεί μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις και τεράστιες κεφαλαιουχικές δαπάνες.
Την ίδια στιγμή, η οικονομική σχέση της Γερμανίας με την Κίνα αλλάζει προς το χειρότερο. Η Κίνα ήταν από καιρό ο ιδανικός πελάτης για τα γερμανικά προϊόντα. Η πρόσφατα εύπορη μεσαία τάξη της ερωτεύτηκε τα γερμανικά πολυτελή αυτοκίνητα. Ο ταχέως αναπτυσσόμενος κατασκευαστικός της τομέας κατανάλωνε αδηφάγα γερμανικά εργαλειομηχανές και άλλα κεφαλαιουχικά αγαθά. Αλλά η ανάπτυξη της Κίνας επιβραδύνεται.
Βέβαια στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, στην Ουάσιγκτον, όσοι στην κυβέρνηση Μπάιντεν ονειρεύονται, ότι η Γερμανία θα συμμετάσχει ολόψυχα σε μια νέα παγκόσμια αμερικανική σταυροφορία για αξίες θα πρέπει να κρατήσουν τον ενθουσιασμό τους υπό έλεγχο.
Στην παρούσα φάση ο κ. Σόλτς μπορεί να είναι αναγκασμένος να συμφωνεί με τον Αμερικανό Πρόεδρο, για τη σημασία των φιλελεύθερων αξιών και τον κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής, αλλά οι υπολογισμοί του πρέπει να αντικατοπτρίζουν τα οικονομικά δεδομένα της γερμανικής ζωής. Αυτό είναι φυσιολογικό να δημιουργεί δεύτερες ενδόμυχες σκέψεις στο Βερολίνο, αναφορικά με το πως θα μπορούσε να επουλώσει τις σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα.
Και εδώ είναι που αρχίζει το σκληρό ροκ. Όταν ο Αμερικανός Πρόεδρος και η κυβέρνησή του ξυπνήσουν από τον παράλληλο κόσμο στο οποίο παραθερίζουν, και εάν δεν το κάνει ο κ. Μπάιντεν, θα το κάνει το Ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο και ο επόμενος Πρόεδρος, και καταλάβουν ότι η δουλειά της Ουάσιγκτον δεν είναι οι ρομαντισμοί περί δυτικών αξιών, αλλά να δώσει με ωμό τρόπο να καταλάβουν, σύμμαχοι όπως ο Γερμανός Καγκελάριος, ότι οι εγγυήσεις ασφαλείας των ΗΠΑ έχουν ένα τίμημα, τότε τα πράγματα θα γίνουν πολύ δύσκολα.
Δεδομένης της πραγματικότητας της αμερικανικής πολιτικής, η Γερμανία και κατ’ επέκταση η Ευρώπη, δεν μπορούν να υπολογίζουν στη συνεχή αμερικανική υποστήριξη αν δεν κάνουν περισσότερα για να υποστηρίξουν τις ΗΠΑ σε μια εποχή σοβαρού και αυξανόμενου κινδύνου παγκοσμίως.
Η διεθνής σκακιέρα είναι σκληρή και όσο και εάν κάποιοι, για δεκαετίες, προσπαθούν να πουν ότι η ρεαλιστική σχολή σκέψης είναι λάθος πουλώντας ρομαντικά φούμαρα και γαρύφαλλα, η ζωή λύνει το δίλημμα δια ροπάλου.
Το δήθεν κραταιό γερμανικό οικοδόμημα έχει καταρρεύσει. Η εποχή που το Βερολίνο κουνούσε το δάκτυλο στην υπόλοιπη Ευρώπη έχει πλέον παρέλθει και δεν πρέπει να επιστρέψει ποτέ.
Όσες ευρωπαϊκές χώρες αντιληφθούν σύντομα, ότι ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης στη νέα εποχή είναι η αυτόνομη εθνική στρατηγική με κεντρικό άξονα το εθνικό συμφέρον και ότι αυτό πρέπει να το διαμηνύουν ξεκάθαρα προς εχθρούς, αλλά και προς συμμάχους, θα μπορέσουν να επιβιώσουν στη νέα εποχή. Όσες συνεχίζουν να ζουν στον αστερισμό των γαρυφάλλων είναι καταδικασμένες να τις καταπιεί ο ρεαλισμός της σκληρής πραγματικότητας.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, ειδικός σε θέματα Αμερικανικής Πολιτικής. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και του The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον, μέλος του The International Institute for Strategic Studies του Λονδίνου, και υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.