«Η Ελλάδα δεν πρόκειται να αιφνιδιαστεί», εξ άλλου «θα υπερασπιστεί με σθένος τα δικαιώματα που απορρέουν από την κυριαρχία της και από το διεθνές δίκαιο», διαμηνύει, προς πάσα κατεύθυνση, για τις σχέσεις της χώρας μας με την Τουρκία, ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα “to manifesto”. Για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης διαβεβαιώνει πως «θα συνεχίζουμε να στηρίζουμε όσους έχουν ανάγκη με μέτρα που θα πιάνουν τόπο και θα φτάνουν στον πολίτη». Ενώ για τα πολιτικά σενάρια συνεργασιών, υπενθυμίζει ότι «η διεύρυνση και η πολιτική αντιπροσώπευση δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσω κυβερνητικών συνεργασιών κομμάτων αλλά και με επιλογές που επιτρέπουν σε ικανούς ανθρώπους από όλο το πολιτικό φάσμα να συμμετέχουν σε κυβερνητικές θέσεις».
Κατ’ αρχάς, ο υπουργός Επικρατείας παραθέτει όλες εκείνες τις «διπλωματικές επιτυχίες της Ελλάδας, οι οποίες ενέτειναν τον εκνευρισμό της ηγεσίας της γείτονος»: ειδικότερα, «είχαμε το εξαιρετικά επιτυχημένο ταξίδι του Πρωθυπουργού στις ΗΠΑ με την αναβάθμιση της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας μας και την κατ’ αρχήν συμφωνία για την ένταξή μας στο πρόγραμμα ανάπτυξης των πολεμικών αεροσκαφών F-35, τη συμμετοχή του Πρωθυπουργού στο Φόρουμ του Νταβός όπου είχε εποικοδομητικές συναντήσεις με παγκόσμιου βεληνεκούς προσωπικότητες της αγοράς και, πολύ πρόσφατα, την προεδρία της Συνόδου Κορυφής της Διαδικασίας Συνεργασίας για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη με τη συμμετοχή ηγετών από 13 χώρες και του πρόεδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με κρίσιμη συμβολή της ελληνικής αντιπροσωπείας».
Πέραν αυτών, «υπερψηφίστηκε με πολύ μεγάλη πλειοψηφία η έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, που ανέστειλε ουσιαστικά το ενδεχόμενο επανέναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων», επισημαίνει ακόμη και διαμηνύει: «Έως ότου πάψει η τουρκική παραβατικότητα, εμείς θα απαντούμε με τεκμήρια. ‘Όπως συνέβη με τη δημοσιοποίηση από το Υπουργείο Εξωτερικών των 16 χαρτών που αποτυπώνουν πέρα από κάθε αμφιβολία την προϊούσα διπλωματική κλιμάκωση της Τουρκίας με σκοπό την ανατροπή του status quo, παραβιάζοντας κυνικά το Διεθνές Δίκαιο και απειλώντας την ειρήνη, την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή μας. Όλα αυτά προκαλούν ένταση στην τουρκική ηγεσία που αναζητεί αποσυμπίεση σε μισαλλόδοξη και ανέξοδη ρητορική», εξηγεί κλείνοντας τη σχετική τοποθέτηση.
Στο ερώτημα της εφημερίδας αν φοβάται ένα θερμό καλοκαίρι, ο Γ. Γεραπετρίτης σημειώνει: «Δεν ανησυχούμε, αλλά αγρυπνούμε και μεριμνούμε τόσο σε διπλωματικό όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο. Η αναχαίτιση στον Έβρο προ διετίας αποτελεί οδηγό αλλά και μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να αιφνιδιαστεί και ότι θα υπερασπιστεί με σθένος τα δικαιώματα που απορρέουν από την κυριαρχία της και από το διεθνές δίκαιο. Και δεν θα είμαστε μόνον εμείς», τονίζει και προσθέτει: «Όσο συνεχίζεται η απρόκλητη επιθετικότητα και οι ανιστόρητες και παράνομες αναθεωρητικές επιδιώξεις, η Τουρκία θα βρίσκει σθεναρά απέναντί της όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και ομόθυμα τους συμμάχους μας και όλο το δυτικό κόσμο».
Ενώ, όσον αφορά το ενδεχόμενο ανάληψης πρωτοβουλίας αντιστροφής του τεταμένου κλίματος, απαντά: «η εξωτερική μας πολιτική είναι μια πολιτική αρχών και δεν πρόκειται να ετεροκαθοριζόμαστε από τη συγκυρία και τη στάση άλλων. Θεωρούμε ότι πρέπει να υπάρχουν ανοικτοί δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των χωρών μας ώστε να επιλύονται ειρηνικά οι διαφορές μας. Θα πρέπει όμως να υπάρχει μια συναντίληψη στα βασικά», επισημαίνει ακόμη και συμπληρώνει: «Θέλουμε την ειρήνη και είμαστε διατεθειμένοι να αγωνιστούμε για αυτήν με μετριοπάθεια αλλά και με σθένος και αποφασιστικότητα».
Στο «μέτωπο» της οικονομίας και αφού έχει αναφερθεί στη δέσμη κυβερνητικών μέτρων (αύξηση του κατώτατου μισθού, μεσοσταθμική μείωση του ΕΝΦΙΑ, μέτρα καταπολέμησης της ανεργίας, παρεμβάσεις στη χονδρική και τη λιανική τιμή της ενέργειας, επιδότηση των αυξήσεων σε ηλεκτρικό και βενζίνη), ο υπουργός Επικρατείας επικαλείται τις μετρήσεις της δεξαμενής σκέψης Bruegel’s, σύμφωνα με τις οποίες «η Ελλάδα απέδωσε στους πολίτες τη μεγαλύτερη ενίσχυση σε ποσοστό ΑΕΠ από όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Με ταυτόχρονη μέριμνα, διαβεβαιώνει, «να μη διακινδυνεύσουμε τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας, με το βλέμμα στο μεγάλο στόχο της ένταξης στην επενδυτική βαθμίδα».
Στο ερώτημα δε, αν η μείωση του ΦΠΑ σε καύσιμα/τρόφιμα/άλλα είδη πρώτης ανάγκης είναι στο τραπέζι, παίρνει θέση λέγοντας πως «οι οριζόντιες μειώσεις φέρουν σημαντική δημοσιονομική επιβάρυνση χωρίς να εξασφαλίζεται αναγκαίως το ωφέλιμο αποτέλεσμα που είναι η αντίστοιχη μείωση της τελικής τιμής στον καταναλωτή. Υπό αυτό το πρίσμα, η επιλογή μας ήταν στοχευμένες παρεμβάσεις για τους πιο αδύναμους. Θα συνεχίζουμε να στηρίζουμε όσους έχουν ανάγκη με μέτρα που θα πιάνουν τόπο και θα φτάνουν στον πολίτη».
Στα πολιτικά σενάρια, υπογραμμίζει εν πρώτοις «το ζητούμενο για τη χώρα», που είναι η κυβερνητική σταθερότητα και η οποία «αυτονοήτως εξυπηρετείται καλύτερα από μια αυτοδύναμη κυβέρνηση» ενώ, επί τη ευκαιρία, κατηγορεί την προηγούμενη διακυβέρνηση για «πολιτικά πειράματα». Εν κατακλείδι, «θα σταθούμε όπου μας τάξει ο λαός, χωρίς να κλείνουμε την πόρτα σε εκείνους με τους οποίους συμφωνούμε αλλά και με πίστη ότι μπορούμε να συνεχίσουμε το έργο μας ωφέλιμα για τη χώρα με ισχυρή αυτοδύναμη κυβέρνηση. Εξάλλου η διεύρυνση και η πολιτική αντιπροσώπευση δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσω κυβερνητικών συνεργασιών κομμάτων αλλά και με επιλογές που επιτρέπουν σε ικανούς ανθρώπους από όλο το πολιτικό φάσμα να συμμετέχουν σε κυβερνητικές θέσεις. Και σε αυτό το επίπεδο η παρούσα κυβέρνηση είναι σαφέστατα η πιο ανοιχτή της μεταπολίτευσης», είναι το μήνυμα που στέλνει ο υπουργός Επικρατείας.
Επιπλέον, στα σενάρια αλλαγής του εκλογικού νόμου που ξαναβλέπουν εσχάτως το φως της δημοσιότητας, είναι κατηγορηματικός: «Ο Πρωθυπουργός ήταν σαφής. Οι μεθεπόμενες εκλογές θα γίνουν με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο -και αυτό το εκλογικό σύστημα μπορεί να εξασφαλίσει κυβερνητική σταθερότητα».
Κλείνοντας με το προσωπικό ερώτημα, αν την επομένη των εκλογών θα είναι βουλευτής Α’ Πειραιώς ή πανεπιστημιακός δάσκαλος, ο Γ. Γεραπετρίτης δηλώνει: «Μα δεν έπαψα ποτέ να αισθάνομαι πρώτα απ’ όλα δάσκαλος και να φέρω τον τίτλο αυτό ως τη μεγαλύτερη τιμή. Γι’ αυτό και εξακολουθώ να αντιλαμβάνομαι την πολιτική ως πολίτης και όχι ως πολιτικός. Υπηρετώ και δεν υπηρετούμαι. Για όσο με χρειαστεί η πατρίδα και όσο αντέχω θα προσφέρω από οποιαδήποτε θέση τις υπηρεσίες μου. Στην πατρίδα εξάλλου χρωστάμε όλοι αυτό που είμαστε», καταλήγει.