«Το μήνυμά μου σήμερα είναι ξεκάθαρο: τηρώντας τα κριτήρια που έχουν οριστεί ας επιδιώξουμε την ένταξη ολόκληρων των Δυτικών Βαλκανίων μέχρι το 2033. Πρόκειται για φιλόδοξο αλλά επιτεύξιμο χρονοδιάγραμμα. Ήδη έχουμε καθυστερήσει πολύ», τονίζει ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης σε άρθρο του στο Politico με τίτλο «Είναι η ώρα να βάλουμε την Ευρωπαϊκή διεύρυνση ξανά σε τροχιά».
«Το ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι ένα μοναδικό πείραμα που απεδείχθη ο πιο πετυχημένος εγγυητής της ειρήνης, της σταθερότητας, της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής ευημερίας στην ήπειρο. Αλλά το μέλλον δεν περιμένει και εμείς δεν μπορούμε να σταματήσουμε τον χρόνο. Άλλωστε η ζωή είναι πάνω από όλα εξέλιξη, αναφέρει ο κ. Μητσοτάκης.
«Στα Βαλκάνια, όπως και παντού, υπάρχουν εχθρικοί παράγοντες που επιδιώκουν την υπονόμευση των προσπαθειών μας. Έχουν μια ανταγωνιστική αντίληψη για τον κόσμο και επιδιώξεις που ποδοπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Χρησιμοποιούν τη γλώσσα της μνησικακίας, του αναθεωρητισμού και της αυτοκρατορικής νοσταλγίας. Νομίζουν πως μπορούν να συνθλίψουν το ανθρώπινο πνεύμα, με τον εκφοβισμό και την επίδειξη στρατιωτικής ισχύος. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να δημιουργηθεί ένα κενό εντός του οποίου θα βρουν χώρο να λειτουργήσουν τέτοιοι παράγοντες. Έναν χώρο όπου νομίζουν ότι μπορούν να πετύχουν», γράφει ο πρωθυπουργός.
Το άρθρο του πρωθυπουργού στο Politico
Η σημερινή Σύνοδος Κορυφής της Διαδικασίας Συνεργασίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (SEECP) που διεξάγεται στην αρχαία παραθαλάσσια πόλη της Θεσσαλονίκης, σπουδαίο κέντρο εμπορίου και ιδεών εδώ και πολλούς αιώνες, έρχεται σε μία κρίσιμη στιγμή. Συνιστά μια ευκαιρία να συναντηθούμε και να ανταλλάξουμε εις βάθος ιδέες σε επίπεδο ηγετών και να κάνουμε έναν απολογισμό για το πού βρισκόμαστε και τι πρέπει να κάνουμε επειγόντως.
Η Ιστορία μάς διδάσκει ότι υπάρχουν περίοδοι ραγδαία επιταχυνόμενων αλλαγών, οι οποίες απαιτούν άμεση αφύπνιση. Ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ τους τελευταίους μήνες, και ως εκ τούτου βρισκόμαστε σε μια καθοριστική στιγμή – ιδίως για τα Δυτικά Βαλκάνια και την ευρύτερη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Είναι καιρός η Ευρωπαϊκή Ένωση να αναγνωρίσει την υπαρξιακή σημασία της ενσωμάτωσης αυτής της περιοχής στην Ευρωπαϊκή οικογένεια και να επιταχύνει με αυτοπεποίθηση τα βήματά της προκειμένου να υλοποιηθεί αυτό, ξεκινώντας από τα Δυτικά Βαλκάνια.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης η αντίληψη που κυριάρχησε στη Δύση -έκτοτε αποδείχθηκε αφελής- ήταν ότι η μάχη για τις αξίες και τα ιδανικά είχε κερδηθεί. Η ιστορία της Ευρώπης, που είχε καθοριστεί από βίαιες συγκρούσεις και τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, θεωρήθηκε ότι είχε οριστικά πάρει τον δρόμο της ειρήνης, της ευημερίας, της συνεργασίας και του κράτους δικαίου.
Ο απρόκλητος, παράνομος και φρικτός πόλεμος στην Ουκρανία αποκάλυψε με ωμό τρόπο πόσο άστοχες ήταν τέτοιες αντιλήψεις.
Μολονότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ήταν μια στιγμή μεγάλης ελπίδας και αισιοδοξίας, ταυτόχρονα εξέθρεψε έναν επικίνδυνο εφησυχασμό. Είναι ο εφησυχασμός για τον οποίο τώρα πληρώνουμε βαρύ τίμημα και δεν έχουμε το περιθώριο να εφησυχάσουμε ξανά.
Οι σημερινές συναντήσεις διεξάγονται λιγότερο από δύο εβδομάδες πριν από τη Σύνοδο ΕΕ – Δυτικών Βαλκανίων στις Βρυξέλλες και τη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όπου θα μπορούσαν να ληφθούν σημαντικές αποφάσεις για την περιοχή και το μέλλον της Ένωσης. Και τα Βαλκάνια, όπως πολλές φορές στο παρελθόν στην ιστορία τους, βρίσκονται ξανά στην πρώτη γραμμή ανταγωνιζόμενων σφαιρών επιρροής – απειλητικοί κλυδωνισμοί γίνονται αισθητοί κάτω από την επιφάνεια.
Είναι, επομένως, η ώρα η Ευρωπαϊκή Ένωση να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της και με την περιοχή.
Το 2003, και πάλι στη Θεσσαλονίκη, η ΕΕ προσέφερε ένα πολιτικό όραμα ενσωμάτωσης και πρότεινε μια διαδικασία που θα οδηγούσε στην ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή οικογένεια.
Αλλά στα σχεδόν 20 χρόνια που έχουν περάσει, η ενταξιακή διαδικασία έγινε ολοένα και πιο σύνθετη και απαιτητική και το όραμα θόλωσε, ξεθωριάζοντας στα μάτια των απογοητευμένων και αποθαρρυμένων πολιτών.
Η ΕΕ συνεχίζει να μιλά για μια σαφή δέσμευση προς τα Δυτικά Βαλκάνια και αναμένει την πλήρη εκπλήρωση των μεταρρυθμίσεων και των προαπαιτουμένων που έχει θέσει. Ωστόσο, η περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων ερμηνεύει την στάση αυτή ως ευρωπαϊκή κόπωση όσον αφορά στη διεύρυνση και ως διαρκή μετατόπιση των στόχων. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έκανε πιο έντονο το αίσθημα ότι το κέντρο προσοχής της ΕΕ αλλάζει.
Αναλογιζόμενος όλα τα παραπάνω τώρα το 2022, για άλλη μια φορά από τη Θεσσαλονίκη, όπου θα βρεθεί και ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ο Γερμανός Καγκελάριος, μου φαίνεται πως εμείς, ως κράτη-μέλη της Ένωσης, οφείλουμε να κάνουμε το τολμηρό αλλά απαραίτητο βήμα προς την ολοκλήρωση του πολιτικού οράματος του 2003. Και θα πρέπει να το κάνουμε με έναν ουσιαστικό τρόπο τόσο ιστορικά όσο και πολιτικά, ορίζοντας επιτέλους μια χειροπιαστή προοπτική, με συγκεκριμένη προθεσμία για την εκπλήρωση της υπόσχεσής μας. Θα πρέπει να οικοδομήσουμε την εμπιστοσύνη πως όταν η ΕΕ θέτει ένα όραμα, έχει την πρόθεση και την ικανότητα να το πραγματοποιήσει.
Θα υπερασπιστώ τα όσα λέω, όχι μόνο ενώπιον όσων θα παραστούν στη σημερινή Σύνοδο, αλλά και προς άλλους ηγέτες από ολόκληρη την ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του καλού μου φίλου, του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Emmanuel Macron. Είναι ένας βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος αλλά και ένας άνθρωπος της δράσης, ο οποίος έχει ήδη καταθέσει φιλόδοξες και καινοτόμες ιδέες για το μέλλον της Ευρώπης, οι οποίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως έμπνευση για τις διαβουλεύσεις μας.
Το μήνυμά μου σήμερα είναι ξεκάθαρο: τηρώντας τα κριτήρια που έχουν οριστεί ας επιδιώξουμε την ένταξη ολόκληρων των Δυτικών Βαλκανίων μέχρι το 2033. Πρόκειται για φιλόδοξο αλλά επιτεύξιμο χρονοδιάγραμμα. Ήδη έχουμε καθυστερήσει πολύ. Και το πρώτο βήμα θα πρέπει να είναι η απόφαση, σε δύο εβδομάδες στις Βρυξέλλες, να ξεμπλοκάρουμε την πορεία της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας.
Στρέφοντας το βλέμμα μας στην ευρύτερη περιοχή, η ΕΕ θα πρέπει να αποδεχτεί το γεγονός ότι το νέο γεωπολιτικό τοπίο έχει επιβάλει μια διαφορετική πραγματικότητα -μια πραγματικότητα που περιλαμβάνει χώρες όπως η Ουκρανία και η Μολδαβία στην προοπτική της ΕΕ. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στην Κοινή Διακήρυξη της Συνόδου που πρόκειται να υιοθετηθεί σήμερα. Η ΕΕ δεν θα πρέπει να το ερμηνεύσει ως απόκλιση από την εξέλιξή της αλλά ως ευκαιρία μετασχηματισμού.
Κάνοντας έναν απολογισμό, η ΕΕ θα πρέπει να είναι περήφανη για όσα πέτυχε. Το ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι ένα μοναδικό πείραμα που απεδείχθη ο πιο πετυχημένος εγγυητής της ειρήνης, της σταθερότητας, της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής ευημερίας στην ήπειρο. Αλλά το μέλλον δεν περιμένει και εμείς δεν μπορούμε να σταματήσουμε τον χρόνο. Άλλωστε η ζωή είναι πάνω από όλα εξέλιξη.
Είναι ξεκάθαρο ότι οι τόσο βαθιές αλλαγές στον κόσμο γύρω μας απαιτούν από την ΕΕ να κάνει άμεσα μια σοβαρή και ειλικρινή εσωτερική συζήτηση για το μέλλον της διεύρυνσης. Και για το πώς και για το πότε. Θα πρέπει να σκεφτούμε και να αποφασίσουμε το πώς θέλουμε να αναπτυσσόμαστε και να εξελισσόμαστε.
Στα Βαλκάνια, όπως και παντού, υπάρχουν εχθρικοί παράγοντες που επιδιώκουν την υπονόμευση των προσπαθειών μας. Έχουν μια ανταγωνιστική αντίληψη για τον κόσμο και επιδιώξεις που ποδοπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Χρησιμοποιούν τη γλώσσα της μνησικακίας, του αναθεωρητισμού και της αυτοκρατορικής νοσταλγίας. Νομίζουν πως μπορούν να συνθλίψουν το ανθρώπινο πνεύμα, με τον εκφοβισμό και την επίδειξη στρατιωτικής ισχύος. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να δημιουργηθεί ένα κενό εντός του οποίου θα βρουν χώρο να λειτουργήσουν τέτοιοι παράγοντες. Έναν χώρο όπου νομίζουν ότι μπορούν να πετύχουν.
Αυτές τις σκέψεις θα πάρω μαζί μου από τη Θεσσαλονίκη στις Βρυξέλλες. Θέλω να πιστεύω ότι η ΕΕ είναι έτοιμη να σταθεί στο ύψος της πρόκλησης για τη διαμόρφωση του μέλλοντος της ηπείρου μας με έναν τρόπο που θα διασφαλίζει τη σταθερότητα και την ευημερία για τις επόμενες γενιές. Είναι η στιγμή να τηρήσουμε την υπόσχεση της Θεσσαλονίκης.