today-is-a-good-day
15.1 C
Athens

Κ.Μητσοτάκης: Η ιστορία δεν ξαναγράφεται. Κανείς δεν θα δεχτεί τον δεσποτικό αναθεωρητισμό

Ως το 2033 τα Δυτικά Βαλκάνια πρέπει να ενταχθούν στην ΕΕ

Την ένταξη ολων των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση έως το 2033 έθεσε, ως ορόσημο, στη δήλωση του, μετά τη λήξη των εργασιών της Συνόδου ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης, στόχος που είναι φιλόδοξος αλλά και ρεαλιστικός αν επανέλθει στον αξιακό πυρήνα της Ένωσης η ιδέα της διεύρυνσης.

Ταυτόχρονα, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε πως μετά την απροκάλυπτη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα πρέπει να στείλουμε ένα ξεκάθαρο μήνυμα: ότι κανείς στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα δεν μπορεί να δεχθεί τον δεσποτικό αναθεωρητισμό που απειλεί όχι μόνο τη διεθνή γεωπολιτική ισορροπία, αλλά και τα αποδεκτά σύνορα πάνω στα οποία χτίστηκε ο σύγχρονος κόσμος. Η Ιστορία δεν ξαναγράφεται επειδή κάποιος την κατασκευάζει αυθαίρετα στο μυαλό του, υπογράμμισε.

Ολόκληρη η δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη έχει ως εξής:

“O καιρός μπορεί σήμερα στη Θεσσαλονίκη να ακολουθεί τους δικούς του κανόνες όμως για τα Βαλκάνια και για την Νοτιοανατολική Ευρώπη, σήμερα, πιστεύω ότι ήταν μια ανοιξιάτικη ημέρα. Γιατί στην Σύνοδο Κορυφής στην οποία είχα την τιμή να προεδρεύσω αποδείχθηκε ότι υπάρχει πράγματι δυναμική για συνεργασία όλων των πλευρών της περιοχής.

Ταυτόχρονα, η Σύνοδος αυτή χάραξε έναν οδικό χάρτη κοινών στόχων και αρχών που πιστεύω ότι μόνο μπροστά οδηγεί. Σε μια πόλη μάλιστα, τη Θεσσαλονίκη, που διαχρονικά αποτελεί σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών. Και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι αυτή η διαδικασία της συνεργασίας επιστρέφει σπίτι της, καθώς θέλω να θυμίσω ότι η Αθήνα είχε πρωτοστατήσει στην ίδρυση, διαμόρφωση και λειτουργία αυτού του εξαιρετικά χρήσιμου σχήματος περιφερειακού διαλόγου και συντονισμού. Είναι, ουσιαστικά, το μοναδικό σχήμα το οποίο συγκεντρώνει όλα τα μέρη της ευρύτερης περιοχής μας.

Γι’ αυτό άλλωστε και η πρώτη Σύνοδος Κορυφής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης -το μακρινό 1997- είχε διεξαχθεί στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Κρήτη. Είκοσι-πέντε χρόνια μετά η Προεδρία της διαδικασίας επανέρχεται στην Ελλάδα και στην πρωτεύουσα του βορρά της, την οποία αγαπώ ιδιαίτερα και θεωρώ δεύτερο τόπο μου, για να παραδώσει στο τέλος αυτού του μήνα στο Μαυροβούνιο. Και είμαι πολύ χαρούμενος που ο Πρόεδρος Ðukanović είναι μαζί μας, θα παραλάβει έτσι τη σκυτάλη του θεσμού για να μας υποδεχθεί με τη σειρά του σε ένα χρόνο από τώρα στην Ποντγκόριτσα, εκεί που πρέπει να δώσουμε συνέχεια σε όσα συμφωνήσαμε εδώ.

Ο Milo βέβαια δεν είναι ο μόνος ηγέτης ο οποίος μας τιμά. Στην πρόσκλησή μας ανταποκρίθηκαν και εκπροσωπήθηκαν σε ανώτατο επίπεδο έντεκα από τα δώδεκα μέλη της Διαδικασίας, πέραν, βέβαια, του οικοδεσπότη. Έξι Πρόεδροι, τέσσερις Πρωθυπουργοί και ένας Αναπληρωτής Πρωθυπουργός, κάτι που αναγνωρίζει και αποδεικνύει, πιστεύω, τη σημασία της για όλες τις πλευρές, αλλά αναγνωρίζει θεωρώ και τον αναβαθμισμένο ρόλο της Ελλάδος ως πυλώνα σταθερότητας και αξιοπιστίας στην ευρύτερη περιοχή μας.

Ξεχωριστή είναι, επίσης, και η παρουσία του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ο φίλος Charles Michel στέλνει έτσι ένα σαφές μήνυμα για την προοπτική διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βήματα που πρέπει να κάνουμε μαζί. Ενώ η συμμετοχή του ίδιου του Καγκελαρίου της Γερμανίας, του Olaf Scholz, στο δείπνο των 12 ηγετών που θα ακολουθήσει αμέσως μετά, πιστεύω ότι μεγεθύνει την εμβέλεια της πρωτοβουλίας μας.

Και η άμεση ανταπόκριση του Καγκελάριου Scholz στην προσωπική μου πρόσκληση -καθώς βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή, θα φτάσει σε λίγο από τη Σερβία- παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του αναδεικνύει το ειδικό ενδιαφέρον του για την Νοτιοανατολική Ευρώπη. Και δικαίως θα έλεγα, γιατί αυτή η ευαίσθητη περιφέρεια του παγκόσμιου χάρτη από ζώνη έντονων και σύνθετων αντιθέσεων πρέπει να εξελιχθεί σε ένα πεδίο δημιουργικών συνθέσεων και από καιρούς και εποχές αντιπαλότητας να περάσει σε μία νέα εποχή κοινής προσπάθειας. Και ειδικά τώρα, σε μία περίοδο πολέμου και διεθνούς αναταραχής καλείται να προβάλλει με το δικό της τρόπο το δρόμο της ειρήνης και της διεθνούς νομιμότητας, της κοινής ασφάλειας και ευημερίας.

Σε αυτούς τους άξονες εδράζεται και η Διακήρυξη της Θεσσαλονίκης, η οποία υιοθετήθηκε ομόφωνα. Είναι μία δικαίωση, πιστεύω, για την Ελληνική Προεδρία και θέλω να ευχαριστήσω όσες και όσους εργάστηκαν για τη σύνταξη αυτού του κειμένου. Κυρίως όμως αποτελεί και ένα επίσημο κείμενο διαρκούς δέσμευσης των μερών στις αρχές της Δημοκρατίας, του Κράτους Δικαίου και στις ιδρυτικές αρχές του αλληλοσεβασμού και της αλληλεγγύης, με βασική προτεραιότητα πλέον την ευρωπαϊκή προοπτική όλης της περιοχής μετά και το αίτημα ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τη Δημοκρατία της Μολδαβίας.

Κοινή επιδίωξη -επίσης ένα θέμα το οποίο αναδείχθηκε έντονα στη συζήτησή μας- είναι η ενεργειακή ασφάλεια, μέσω της διαφοροποίησης των πηγών και των οδών μεταφοράς ενέργειας. Και φυσικά η ανακούφιση, ιδίως των πιο ευάλωτων πολιτών όλης της περιοχής μας, από τις ανατιμήσεις. Η συνεργασία απέναντι στις συνέπειες της κλιματικής κρίσης με την από κοινού στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ασφαλώς η κινητοποίηση όλων των πλευρών ώστε να μην επεκταθούν και να σβήσουν γρήγορα οι φωτιές του πολέμου στην Ουκρανία, πάντα με βάση το Διεθνές Δίκαιο.

Κεντρική ιδέα της προεδρίας μας ήταν η ενίσχυση της ευρωπαϊκής προοπτικής των μελών της συνεργασίας. Και θα μου επιτρέψετε ωστόσο μία διακριτή αναφορά στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων που έχουν, ήδη, διανύσει μία μακρά διαδρομή προς την ευρωπαϊκή οικογένεια, σχεδόν 20 χρόνια από τότε που άνοιξε ο δρόμος, και πάλι στη Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας το 2003.

Σήμερα, λοιπόν, θεωρώ ότι έφτασε η ώρα να προχωρήσουμε με πιο αποφασιστικά βήματα στην ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Αναγνωρίζοντας, ασφαλώς, ότι πρέπει να προηγηθούν σημαντικά βήματα εναρμόνισής τους με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Μόνο έτσι, άλλωστε, η ένταξή τους θα είναι ουσιαστική.

Χρειάζεται ωστόσο και κάτι παραπάνω. Χρειάζεται η έμπρακτη δέσμευση της Ευρωπαϊκής ηγεσίας όσο και των κρατών-μελών ότι θα επιταχυνθούν οι σχετικές διαδικασίες. Γι’ αυτό και σε άρθρο το οποίο δημοσίευσα σήμερα στον ιστότοπο «Politico» προτείνω το 2033 ως χρονικό ορόσημο για την προσχώρηση όλων των χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι ένας στόχος φιλόδοξος για τα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά πιστεύω ότι μπορεί να είναι και ρεαλιστικός, αν επανέλθει στον αξιακό πυρήνα της Ένωσης η ιδέα της διεύρυνσης. Κυρίως όμως είναι ένας στόχος με βαριά ιστορική σημασία, γιατί πριν από 30 χρόνια η Δύση υποδέχθηκε όσα κράτη είχαν αποκοπεί από αυτή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, χωρίς να απαντήσει ουσιαστικά στο υπαρξιακό ερώτημα για το μέλλον τους.

Και ο ημιτελής αυτός κύκλος θεωρώ ότι, τώρα, μπορεί να συμπληρωθεί, μετατρέποντας πλέον θεσμικά μια περιοχή που την αποκαλούσαμε την «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» σε μία ζώνη προόδου ειρήνης και ευημερίας.

Οι τεκτονικές αλλαγές που επιφέρει η ρωσική εισβολή στην καρδιά της ηπείρου μας υπογραμμίζουν την ανάγκη να ολοκληρωθεί το παζλ σταθερότητας που η Ευρωπαϊκή Ένωση προσφέρει στα μέλη της, εντάσσοντας σε αυτή και τα Δυτικά Βαλκάνια. Και είμαι βέβαιος ότι η περιοχή μας θα ανταποκριθεί στη διπλή πρόκληση της συγκυρίας. Τόσο στο μέτωπο της ενεργειακής αυτονομίας, όσο και σε εκείνο της κυριαρχίας, μέσω του απαραβίαστου των συνόρων και της γειτονικής συνεργασίας.

Στο πρώτο απαντά, ήδη, η θέρμη με την οποία οι εταίροι μας ανταποκρίνονται στην πρόκληση για μία κοινή πολιτική ενεργειακής ασφάλειας. Το ανεξάρτητο σύστημα φυσικού αερίου το οποίο επισκεφθήκαμε πριν από λίγες εβδομάδες με τους ομολόγους μου από τη Σόφια, το Βελιγράδι, τα Σκόπια -πριν από λίγες εβδομάδες είχαμε βρεθεί στην Αλεξανδρούπολη, εκεί είχε παρευρεθεί πάλι ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο Charles Michel. Αποδεικνύεται έτσι ότι ο νέος αυτός κόμβος μπορεί να φέρει τη γειτονιά μας στο επίκεντρο της στρατηγικής ενεργειακής τροφοδοσίας των Βαλκανίων, αλλά και ολόκληρης της Ανατολικής Ευρώπης.

Ενώ στο δεύτερο πεδίο τα δεδομένα είναι σαφή. Μετά την απροκάλυπτη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα πρέπει να στείλουμε ένα ξεκάθαρο μήνυμα: ότι κανείς στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα δεν μπορεί να δεχθεί τον δεσποτικό αναθεωρητισμό που απειλεί όχι μόνο τη διεθνή γεωπολιτική ισορροπία, αλλά και τα αποδεκτά σύνορα πάνω στα οποία χτίστηκε ο σύγχρονος κόσμος. Η Ιστορία δεν ξαναγράφεται επειδή κάποιος την κατασκευάζει αυθαίρετα στο μυαλό του.

Κλείνω, τονίζοντας πως η τελευταία ημέρα της Συνόδου Κορυφής της Διαδικασίας για τη Συνεργασία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη με βρίσκει πιο αισιόδοξο από την έναρξή της. Χαίρομαι γιατί η Ελληνική Προεδρία επιτέλεσε το έργο της, θέλω να συγχαρώ το Υπουργείο Εξωτερικών και όλες τις υπηρεσίες του για την οργάνωσή της και ως ιδρυτικό μέλος, αλλά και ταυτόχρονα ως σταθερός εταίρος της ευρωπαϊκής και ατλαντικής οικογένειας φιλοδοξώ ότι η πορεία αυτή θα συνεχιστεί γόνιμα.

Εγγύηση γι’ αυτό είναι η Διακήρυξη της Θεσσαλονίκης, η Διακήρυξη της πόλης που μας φιλοξένησε, ενός τόπου που ανήκει στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια, στη Μεσόγειο, στην Ευρώπη, με Ιστορία που αποτυπώνει την εθνική αξιοπρέπεια δίπλα στην εξωστρέφεια και στον κοσμοπολιτισμό. Και με έναν πολιτισμό που έρχεται από τους περασμένους αιώνες και μας ταξιδεύει στο μέλλον, όπως ακριβώς θέλουμε να ταξιδεύει και η δική μας συνεργασία”.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ