Πέθανε ο σκηνοθέτης, ποιητής Ροβήρος Μανθούλης, σε ηλικία 92 ετών. Ο παλαίμαχος σκηνοθέτης, ο αντιστασιακός κατά της χούντας των συνταγματαρχών, ο εξόριστος του Παρισιού, ο Ροβήρος Μανθούλης της ταινίας «Πρόσωπο με Πρόσωπο» με την οποία άνοιξε το φεστιβάλ της Υέρ της νότιας Γαλλίας τη μέρα του πραξικοπήματος 21η Απριλίου 1967, έχασε σήμερα τη μάχη με τον κορονοϊό, σε νοσοκομείο του Παρισιού όπου νοσηλευόταν.
Γεννήθηκε στην Κομοτηνή και μεγάλωσε στην Αθήνα. Συμμετείχε στους κύκλους της ∆ιάπλασης των Παίδων και στις γραμμές του ΕΑΜ των Νέων και συνέχεια της ΕΠΟΝ. Από τα τέλη του 1943 μέχρι την Απελευθέρωση, ήταν το «χωνί» των Εξαρχείων και της Νεάπολης, που έφερνε τα βράδια, από κάποια ταράτσα στο λόφο του Στρέφη, τα αντιστασιακά μηνύματα μπροστά στα ανοιχτά παράθυρα των περιοίκων.
Μετά το γυμνάσιο σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Πάντειο κι εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, την ποιητική συλλογή Σκαλοπάτια (1949). ∆άσκαλός του στην ποίηση ήταν ο Νικηφόρος Βρεττάκος και η παρέα του, στο φιλολογικό πατάρι του Λουμίδη, ήταν, ανάμεσα σ’ άλλους, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο κριτικός Αλέκος Αργυρίου και ο σκηνοθέτης Φρίξος Ηλιάδης, που εξέδιδε το περιβόητο περιοδικό «Ποιητική Τέχνη».
Από το 1949 έως το 1953 σπούδασε Κινηματογράφο και Θέατρο στο Πανεπιστήμιο Syracuse της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Εκεί του ανοίχτηκε και ο πρώτος αμερικανικός φάκελος, όταν δημοσίευσε ένα αντι-μακαρθικό άρθρο στην εφημερίδα του Syracuse. Σ’ αυτή την πόλη είχε το στρατηγείο του ο Μακάρθυ, στα γραφεία της Ομοσπονδίας των Παλαιών Πολεμιστών. Τον δεύτερο φάκελο του τον άνοιξαν το 1972, όταν γύριζε στο Χάρλεμ την ταινία «Μπλουζ με σφιγμένα δόντια».
Όταν επέστρεψε από την Αμερική, το 1953, συνεργάστηκε στην αρχή με το «Θέατρο της Τετάρτης» του Ε.Ι.Ρ., φέρνοντας μια καινούρια ραδιοφωνική τεχνική στις θεατρικές διασκευές. Θέλοντας να βοήσει την κινηματογραφική εκπαίδευση, ανέλαβε τη διεύθυνση σπουδών σε δυο, διαδοχικά, κινηματογραφικές σχολές, στη Σχολή Σταυράκου και στη Σχολή Ιωαννίδη.
Στο μεταξύ, ο Μανθούλης είχε αναλάβει να οργανώσει το τμήμα ντοκιμαντέρ στο υπουργείο Τύπου και Πληροφοριών, αλλά σ’ ένα χρόνο απολύθηκε. Μόλις που πρόφτασε τότε, το 1958, να γυρίσει την πρώτη του ταινία, ένα ντοκιμαντέρ για τη Λευκάδα.
Η διάδοση του είδους του ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα έγινε έμμονη ιδέα στον Μανθούλη και το 1960 ίδρυσε την «Ομάδα των 5», με τους Ηρακλή Παπαδάκη, Φώτη Μεσθεναίο, Γιάννη Μπακογιαννόπουλο και Ρούσσο Κούνδουρο. Ύστερα από έναν οργασμό διαφώτισης του κοινού και των κρατικών φορέων, με διαλέξεις, προβολές, φεστιβάλ και κινηματογραφικές λέσχες, κατέληξαν στο να γυρίζουν όλοι, αλλά και άλλοι σκηνοθέτες, σειρά από ταινίες για διάφορους οργανισμούς και να ζούν απ’ αυτό. Η «Ακρόπολη των Αθηνών» (1961), που γύρισε με τον Ηρ. Παπαδάκη και τον Φ. Μεσθεναίο (και τον μέγα αρχαιολόγο Γιάννη Μηλιάδη), πουλήθηκε σε 3.000 πανεπιστήμια στην Αμερική. Οι ταινίες τους αποσπούσαν κάθε φορά το βραβείο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. “Η Πιο Μεγάλη ∆ύναμη” το 1961, «’Ανθρωποι και Θεοί» το 1965 με τη φωνή του Κίμωνα Φράιερ (μεταφραστή της Οδύσσειας του Καζαντζάκη στα αγγλικά) που μεταδιδόταν κάθε χρόνο για μια πενταετία από το αμερικάνικο δίκτυο NBC.
Το 1959 ο Μανθούλης δέχτηκε μια πρόταση του κυρ-Αντώνη Ζερβού (της γνωστής εταιρείας ΑΝΖΕΡΒΟΣ, που είχε στούντιο, διανομή και πολλά σινεμά) να γυρίσει μια ελληνική κωμωδία -την «Κυρία ∆ήμαρχο» (1960) – με πρωταγωνιστές τη Γεωργία Βασιλειάδου και τον Βασίλη Αυλωνίτη, τον Νίκο Κούρκουλο σε δευτερεύοντα ρόλο, τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα σε πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση και τον Φώτη Μεσθεναίο ως διευθυντή φωτογραφίας.
Το ίδιο συνέβη και με την «Οικογένεια Παπαδοπούλου» (1961), σε σενάριο του Βαγγέλη Γκούφα, με τους Ορέστη Μακρή, Ντίνο Ηλιόπουλο, Παντελή Ζερβό, Κάκια Αναλυτή, Στέφανο Ληναίο και τον Θανάση Βέγγο Ένας από τους μεγαλύτερους ρόλους που χάρισε στον Θανάση Βέγγο και το Βραβείο Καλυτέρου Ηθοποιού θα είναι στην επόμενη ταινία του Μανθούλη «Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ» (1963), με συμπρωταγωνιστή τον Βασίλη ∆ιαμαντόπουλο.
Το «Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ» ήταν μια πρώτη πολιτική ταινία αλλά το «Πρόσωπο με Πρόσωπο», (1966) θα είναι ακόμα πιο καυστική. Μέσα από την καρικατούρα της αναρριχόμενης νεόπλουτης τάξης των εφοπλιστών και των κατασκευαστών, που γκρέμιζαν και ασχήμαιναν την Αθήνα, έπρεπε να σημειωθούν οι δικτατορικές τάσεις που απειλούσαν την πολιτική νομιμότητα και τις ελευθερίες, που με τόσο κόπο μόλις είχαν αρχίσει να επιστρέφουν στην Ελλάδα. Μια τέτοια ταινία δεν ήταν εύκολο να γυριστεί, γιατί μεριμνούσε και η Λογοκρισία. Πολλοί συνέβαλαν με μικρές χρηματικές συμμετοχές ή με την εργασία τους. Σενάριο δεν υποβλήθηκε στη Λογοκρισία και το γύρισμα άρχισε με την άδεια για ένα προηγούμενο ντοκιμαντέρ. Η κόπια πρόλαβε να βγει από το εργαστήριο για να πάρει μέρος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1966, μια μεγάλη χρονιά με πολύ καλές ταινίες. Εκεί ξεσήκωσε τη φοιτητική νεολαία, εντυπωσίασε τους ξένους κριτικούς και πήρε το Χρυσό Βραβείο Σκηνοθεσίας, όπως το έλεγαν τότε.
Η ταινία απαγορεύτηκε στην Ελλάδα «καθ’ άπασαν την επικράτειαν, δια λόγους γενικοτέρας θέσεως», το διαβατήριο του σκηνοθέτη ακυρώθηκε, η αστυνομία επισκέφτηκε το σπίτι του, το όνομά του μπήκε στη μαύρη λίστα που δεν έπρεπε να αναφέρει ο τύπος. Είναι η αρχή της εξορίας του Ροβήρου Μανθούλη στο εξωτερικό. Η ταινία παίζεται στο Παρίσι, οι κριτικές είναι θριαμβευτικές, η γαλλική τηλεόραση τού αναθέτει τη σκηνοθεσία ενός πρωτότυπου προγράμματος με τίτλο «Στην Αφίσα του Κόσμου», που θα γυρίζεται σε διάφορες χώρες (ταξίδευε, τότε, με προσφυγικό διαβατήριο «απάτριδος»), ερευνώντας τις πολιτικές και κοινωνικές ρίζες του θεάματος, της μουσικής και του τραγουδιού.
«Στην Αφίσα του Κόσμου» γύρισε πολλούς διάσημους καλλιτέχνες, όπως τον Ζακ Μπρελ, την Τζόαν Μπαέζ, τους Ρόλινγκ Στόουνς με τον Κιθ Ρίτσαρντς και τον Μικ Τζάγκερ, τον Τζον Μαγιάλ, τον Σάνρα, την Μάριον Ουίλιαμς, τον Τζόνι Χαλιντέι, τον Ζορζ Μουστακί, τον Νουρέγιεβ και πολλούς άλλους. Για το ίδιο πρόγραμμα γύρισε ντοκιμαντέρ με τη Μελίνα, τον Μίκη Θεοδωράκη και τη Μαρία Φαραντούρη για την κατάσταση στην Ελλάδα. Η «Αφίσα του Κόσμου» αγαπήθηκε τόσο από το κοινό όσο και από την κριτική, η οποία της έδωσε το ετήσιο βραβείο της καλύτερης γαλλικής εκπομπής του 1969.
Το αποτέλεσμα αυτής της επιτυχίας ήταν να του αναθέσει το 3ο κανάλι, που στο μεταξύ ετοιμαζόταν να εκπέμψει, τη σκηνοθεσία ενός ντoκιμαντέρ για τα μπλουζ. Ο Μανθούλης γύρισε το «Ανεβαίνοντας τον Μισισιπή» στην Αμερική και με το φιλμ αυτό έκανε εγκαίνια το κανάλι στις 3 Ιανουαρίου 1973. Παράλληλα, γύρισε στο Χάρλεμ την ταινία μεγάλου μήκους «Μπλουζ με σφιγμένα δόντια», που παίχτηκε την ίδια χρονιά στους κινηματογράφους και απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές. Η ταινία προβλήθηκε σε διάφορα φεστιβάλ και στο τμήμα Καλύτερες Ταινίες της Χρονιάς του Φεστιβάλ Λονδίνου. Καλύτερη Ταινία της Χρονιάς επελέγη επίσης από τους Βέλγους κριτικούς (μαζί με τον «Γάμο της Μαρίας Μπράουν» του Φασμπίντερ και «Το Κοπάδι» του Γκιουνέι). Τότε αρχίζει και η σειρά των πολιτιστικών ντοκιμαντέρ με τον γενικό τίτλο «Μια χώρα, μια μουσική», που έφερε τον Μανθούλη σε πολλές χώρες των πέντε ηπείρων (στην Ελλάδα μετά την πτώση της χούντας). Προηγουμένως είχε «σκηνοθετήσει» από τηλεφώνου τις σκηνές που γύρισε ο οπερατέρ Φώτης Μεσθεναίος στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας για την ταινία «Κραυγή της σιωπής».
Στο μεταξύ, η φίλη του Μελίνα Μερκούρη ενθουσιάζεται με την ταινία που γύρισε ο Μανθούλης με την ίδια για την «Αφίσα του Κόσμου» και τού προτείνει μια ταινία αμερικανικής παραγωγής με παραγωγό τον Ντασέν, με τίτλο «Lilly’s Story». Ο Μανθούλης γράφει το σενάριο στα αγγλικά (με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου) και στέλνει ένα γαλλικό συνεργείο να γυρίσει κρυφά σκηνές στην Αθήνα, όπου όμως συλλαμβάνεται έξω από την Ασφάλεια της οδού Μπουμπουλίνας. Τελικά, το φιλμ δεν γυρίστηκε γιατί την παραμονή του γυρίσματος διαλύθηκε η παραγωγός εταιρία. Και δεν μπόρεσε να γυριστεί ούτε στη Ρουμανία, γιατί το απαγόρευσε ο Τσαουσέσκου, ο οποίος είχε υπογράψει τις μέρες εκείνες εμπορική συμφωνία με τη χούντα. Λίγο μετά την πτώση της χούντας η κυβέρνηση πρότεινε στον Μιχάλη Κακογιάννη να αναλάβει την Τηλεόραση (1975). Εκείνος αρνήθηκε και υπέδειξε τον Μανθούλη. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τού αναθέτει την καλλιτεχνική διεύθυνση της ΕΡΤ, που στο μεταξύ είχε γίνει ανώνυμη εταιρία δημοσίου δικαίου. Ο Μανθούλης δέχτηκε για ένα χρόνο και στη συνέχεια παραιτήθηκε. Στο διάστημα αυτό προσπάθησε να διαμορφώσει το πρόγραμμα, με συνεργάτες του τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, τον Πέτρο Μάρκαρη, την Τώνια Μαρκετάκη και άλλους.
Το 1991, ο Ροβήρος Μανθούλης εκλέχτηκε Πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Παρισιού, την οποία επιχείρησε να κάνει ένα ελληνικό πολιτιστικό κέντρο. Ίδρυσε κινηματογραφική λέσχη, εγκαινίασε περιοδικό και οργάνωσε σεμινάρια με πανεπιστημιακούς. Παράλληλα, γύρισε μια σειρά ταινιών για τους Έλληνες του Παρισιού. Το ∆ημοτικό Συμβούλιο του απένειμε το Μετάλλιο της Πόλεως του Παρισιού για την πολιτιστική δράση του στη Γαλλία, που υπήρξε πλούσια.
Στο μεταξύ στρέφεται κυρίως σε ελληνικά θέματα και γυρίζει τον «Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο» και την «∆ικτατορία των Συνταγματαρχών» για το γαλλικό πολιτιστικό κανάλι ΑRΤΕ (σε συμπαραγωγή με την FR-3 και τη ΝΕΤ) καθώς και την ταινία μεγάλου μήκους «Lilly’s Story» (με θέμα το πώς δεν γυρίστηκε η παλιά ταινία με την Μελίνα), η οποία επελέγη από το Φεστιβάλ Βενετίας ως επίσημη συμμετοχή το 2000. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται το Κράτος της Τηλεόρασης, το Αρχαίο Ερωτικό Λεξιλόγιο, για την αργκό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Μιμίαμβοι του Αλεξανδρινού κωμωδιογράφου Ηρώνδα σε μετάφραση και σχόλια, το βιωματικό μυθιστόρημα Lilly’s Story, το Μπλουζ με Σφιγμένα ∆όντια, χρονικό του γυρίσματος της ταινίας, Tο Ημερολόγιο του Εμφυλίου ∆ιχασμού, 1900-1974 από τις εκδόσεις Καστανιώτη κ.α.
Η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών αποχαιρετά τον Ρ. Μανθούλη
«Τίμησε με το έργο του τον ελληνικό αλλά και τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, ιδιαίτερα στο είδος του ντοκιμαντέρ σε όλες του τις κατηγορίες», τονίζεται στο αποχαιρετιστήριο μήνυμα της ΕΕΣ για τον Ροβήρο Μανθούλη, της οποίας υπήρξε επίτιμο μέλος.
«Ο Ροβήρος Μανθούλης υπήρξε ένας πολίτης του κόσμου, μας δίδαξε σεμνά και αθόρυβα ότι για να γίνεις καλλιτέχνης πρέπει να ζεις σαν καλλιτέχνης, να γίνεις ο ίδιος έργο τέχνης, πράγμα που τήρησε και διατήρησε μέχρι το τέλος χωρίς να φοβάται κανένα τίμημα. Το πλούσιο έργο του και οι σπάνιες γνώσεις του γαλούχησαν πολλές γενιές καλλιτεχνών που μέχρι και σήμερα μετάλαβαν το λόγο του ως θεία κοινωνία. Ο Ροβήρος Μανθούλης άφησε την τελευταία του πνοή το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης στο Παρίσι στο νοσοκομείο. Στο πλευρό του μέχρι την τελευταία στιγμή βρίσκονταν ο μοναδικός γιος του Αλέξης Μανθούλης. Κι έτσι έκλεισε ο κύκλος ζωής και δημιουργίας ενός επωνύμου Έλληνα κινηματογραφιστή, την ίδια μέρα που η τότε Δικτατορία έμελλε να εισβάλει και να ανακόψει και τη δική του καλλιτεχνική δράση στον ελλαδικό χώρο. Η χούντα -σαν σήμερα- τον βρήκε στο φεστιβάλ της Ιέρ, όπου λόγω της δήλωσής του εναντίον των συνταγματαρχών, του αφαίρεσαν την ιθαγένεια και έζησε εξόριστος στο Παρίσι. Η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών υποκλίνεται στην μνήμη του!».
Συλλυπητήριο μήνυμα της υπουργού Πολιτισμού για την απώλεια του Ροβήρου Μανθούλη
Σκηνοθέτης, ποιητής, διανοούμενος, δάσκαλος, αρθρογράφος, ο Ροβήρος Μανθούλης συνέδεσε στενά το έργο του με τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας, είτε με τις ταινίες που γύρισε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, είτε με την πολύπλευρη δράση του ενώ βρισκόταν εξόριστος στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Πληθωρική προσωπικότητα, συνεργάστηκε με σπουδαίους διεθνείς καλλιτέχνες, βρέθηκε στο περιβάλλον τους, δημιούργησε μαζί τους, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο εξερευνώντας με την κάμερα, ανθρώπους, χώρες, ιδέες. Ο Ροβήρος Μανθούλης αφήνει ένα σημαντικό αποτύπωμα με το έργο του, στον κινηματογράφο μυθοπλασίας και τεκμηρίωσης, αλλά και στην δημόσια τηλεόραση, με την οποία ασχολήθηκε συστηματικά. Εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια στους οικείους του και στους πολλούς φίλους του.
Συλλυπητήριο μήνυμα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου για την απώλεια του Ροβήρου Μανθούλη
Ο Ροβήρος Μανθούλης πέθανε σήμερα στο Παρίσι, την πόλη που έγινε η δεύτερη πατρίδα του μετά τον ερχομό της δικτατορίας στην Ελλάδα. Η απώλειά του προκαλεί θλίψη στην κινηματογραφική μας κοινότητα.
Ο Ροβήρος Μανθούλης ανήκει στη γενιά που έζησε τον πόλεμο. Γύρω από αυτόν, γύρω από την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων υπό τον φόβο της ναζιστικής κατοχής, περιστρέφεται και η ταινία του «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ» που τον έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό το 1962. Σε αυτό το γλυκόπικρο έργο δύο αντιήρωες, που προσπαθούν να επιβιώσουν στην κατεχόμενη Αθήνα, φέρνουν μια ανεπαίσθητη αύρα ανανέωσης στο λεγόμενο εμπορικό ελληνικό σινεμά. Η αύρα αυτή θα γίνει πιο αισθητή το 1966 στην ταινία του «Πρόσωπο με πρόσωπο».
Ο Ροβήρος Μανθούλης ανήκει επίσης στους πρωτοπόρους του ελληνικού ντοκιμαντέρ. Το κινηματογραφικό αυτό είδος το υπηρέτησε και στη γαλλική τηλεόραση.
Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου εκφράζει τα βαθιά του συλλυπητήρια στους οικείους του.