«Στην οικονομία, την τεχνολογία και την ανταγωνιστικότητα, κερδίζει όποιος κερδίζει ιδεολογικά. Ο αυταρχισμός και ο ολοκληρωτισμός ασκούν γοητεία αλλά οι φιλελεύθερες ιδέες, οι δημοκρατικές, ο πλουραλισμός κατισχύει και θα κατισχύσει και τεχνολογικά και στην καινοτομία και στην ανταγωνιστικότητα» τόνισε αναφερόμενος στις διεθνείς εξελίξεις μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, στο συνέδριο του Οικονομικού ταχυδρόμου ο πρώην αντιπρόεδρος και καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ, Ευάγγελος Βενιζέλος.
«Η Ελλάδα, πρόσθεσε, δεν μπορούσε να κάνει άλλη επιλογή. Προστατεύουμε τα εθνικά συμφέροντα όπως είναι το κυπριακό, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, τα οποία πλέον αποκτούν παρακολουθηματικό χαρακτήρα και θα εξαρτώνται από συσχετισμούς δυνάμεων όπως μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Η Ευρώπη είναι πολύ σημαντική οικονομικά, δεν είναι σημαντική πολιτικά, είναι ασήμαντη πυρηνικά. Και τώρα που η Ρωσία επικαλείται την πυρηνική της ισχύ γιατί σε όλα τα άλλα βρίσκεται σε δύσκολη θέση, την ομπρέλα πρέπει να την προσφέρουν οι ΗΠΑ».
«Η Τουρκία είναι καταδικασμένη εντέλει να είναι με τη Δύση» υπογράμμισε ο κ. Βενιζέλος ενώ αναφερόμενος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εκτίμησε πως «είναι η στιγμή και για λόγους γεωπολιτικούς και για λόγους ενεργειακούς να λύσουμε το θέμα της οριοθέτησης εντός του Διεθνούς Δικαίου. Αλλιώς σε δέκα χρόνια ας τα ξεχάσουμε τα κοιτάσματα γιατί θα έχουμε άλλες μορφές ενέργειας», είπε χαρακτηριστικά.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετική με το εάν ο πρωθυπουργός με την χθεσινή του τοποθέτηση στο ίδιο forum άνοιξε στην πραγματικότητα ένα παράθυρο σε κυβερνητικές συνεργασίες, ο κ. Βενιζέλος εκτίμησε ότι «υπήρξε μια αλλαγή σελίδας στην πολιτική ζωή, διότι ο κ. Μητσοτάκης διέψευσε φήμες που κυρίως η κυβέρνηση διέδιδε, ότι θα έχουμε σύντομα εκλογές και, ενδεχομένως, ψήφιση νέου εκλογικού νόμου, με μεγαλύτερο μπόνους για το πρώτο κόμμα. Αναλαμβάνει λοιπόν πολύ σοβαρές πολιτικές υποχρεώσεις. Εκλογές στο τέλος της άνοιξης του 2023, χωρίς αλλαγή του εκλογικού νόμου. Αυτό συνιστά και μια πράξη σεβασμού του Συντάγματος γιατί με την αναθεώρηση του 2001 που ήμουν γενικός εισηγητής, το Σύνταγμα θέλει να απαγορευσει τις αιφνιδιαστικές και τυχοδιωκτικές αλλαγές του εκλογικού νόμου. Θέλει να υπάρχει θεσμικός σεβασμός στη λειτουργία του πολιτεύματος. Ο κ. Μητσοτάκης το σέβεται και δεν θα ψηφίσει νέο εκλογικό νόμο. Αποκλείει τις τρίτες εκλογές διότι λέει πως αν δεν προκύψει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία από τις δεύτερες εκλογές με τον ψηφισμένο νόμο, θα αναγκαστούμε να αναζητήσουμε συνεργατικές λύσεις. Είναι στρατηγική αλλαγή πολιτικής από τον κ. Μητσοτάκη που μετακινείται από την ρητορική της “αυτοδυναμίας οπωσδήποτε”, στη λογική της σταθερότητας, έστω με συμμαχικές κυβερνήσεις. Αυτή η αλλαγή στρατηγικής επηρεάζει αυτομάτως και την στρατηγική των άλλων κομμάτων. Ο καθένας αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Τώρα όλοι πρέπει να ξανατοποθετηθούν. Έχουμε μια τομή. Ο κ. Μητσοτάκης απαντά σε μια πρόκληση που είχε ο ίδιος και θέτει μια πρόκληση και για όλους τους άλλους».
«Εμείς περάσαμε δύσκολα», είπε σχολιάζοντας τις εξελίξεις στην Οικονομία. «”Κόψαμε” 70 δισ. ευρώ για να αντιμετωπίσουμε την οικονομική κρίση. Η κυβέρνηση της ΝΔ λόγω της πανδημίας και χάρη σ’ αυτήν έδωσε 43,5 δισ. ευρώ σε δυο χρόνια. Τώρα πρέπει να αποκτήσουμε ξανά πολιτική, θεσμική, ιστορική και δημοσιονομική επίγνωση. Πρέπει να θυμόμαστε ότι δημοσιονομικά υπάρχουμε επειδή έγινε η παρέμβαση στο χρέος το 2012. Η παρέμβαση αυτή συνιστά ελεγχόμενο το ετήσιο κόστος. Πρέπει πάντα να έχουμε στο νου μας ότι όταν τελειώσει η μεγάλη πίεση, θα τεθούν ζητήματα μεσομακροπρόθεσμης δημοσιονομικής βιωσιμότητας. Τώρα είναι όλοι επιεικείς αλλά η αγορά έχει τα δικά της κριτήρια» είπε ο κ. Βενιζέλος και κατέληξε: «Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας τα θεμελιώδη στοιχεία της οικονομίας όπως προβάλλονται όχι απλώς βραχυπρόθεσμα αλλά τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Αυτό αφορά τα δημοσιονομικά, την δυναμική και την βιωσιμότητα του χρέους, την συσσώρευση των πρωτογενών ελλειμάτων, την ανταγωνιστικότητα, πραγματικές και βαθιές μεταρρυθμίσεις και την συσχέτιση με την ψυχολογία του καταναλωτή, της κοινωνίας των πολιτών, το διαθέσιμο εισόδημα, το κοινωνικό κράτος, την κοινωνική συνοχή. Αυτά δεν συζητούνται. Μου κάνει εντύπωση ότι η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα κινείται πάντα σε συχνότητες “πιο εύκολες”, σαν να θέλει να ξεχνάει τις δύσκολες νότες, όμως υπάρχουν γιατί τις εκπέμπει η ιστορία, η οικονομία, η διεθνής πολιτική».