Την ώρα που η Δύση αναζητά τρόπους να ασκήσει όσο το δυνατόν πιο αφόρητη πίεση στο καθεστώς Πούτιν, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι περισσότερες χώρες αντιμετωπίζουν τη σκληρή πραγματικότητα της μέγγενης της Μόσχας, όσο αφορά την ενέργεια στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα να έρχεται μια καταιγίδα στις οικονομίες της Ευρώπης.
Ενώ επιβάλλονται σκληρές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, ακόμα και οι χώρες που τις επιβάλλουν, συνεχίζουν να εισάγουν μεγάλες ποσότητες της ενέργειας τους από τη Ρωσία σε καθημερινή βάση, με αποτέλεσμα να αποτυγχάνουν να πλήξουν το καθεστώς Πούτιν, εκεί που θα πονέσει περισσότερο.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη *
Ταυτόχρονα, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία απειλεί να ανατρέψει την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης από την πανδημία Covid-19, καθώς οι κυρώσεις, οι εντάσεις και οι τιμές της ενέργειας, επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά από άκρη σε άκρη της ευρωπαϊκής ηπείρου, σε μια εποχή που η ανάπτυξη επιβραδύνεται και ο πληθωρισμός αυξάνεται.
Το μέγεθος του σοκ, που θα προέλθει από αυτή τη σκληρή πραγματικότητα, θα εξαρτηθεί από το πόσο οι κυρώσεις θα κλιμακώσουν την οικονομική πλευρά της σύγκρουσης.
Η Ρωσία προμηθεύει μεγάλο μέρος της ενέργειας που χρειάζεται η Ευρώπη, για να τροφοδοτήσει τις επιχειρήσεις της και να θερμάνει τα σπίτια, με μέταλλα και άλλα προϊόντα, για τη βιομηχανία της, καθώς και λιπάσματα για τη γεωργία. Την ίδια στιγμή η Ευρώπη στέλνει πίσω μεταποιημένα αγαθά, ιδίως τα μηχανήματα και τον εξοπλισμό μεταφορών.
Το υψηλότερο ενεργειακό κόστος, με το πετρέλαιο να αυξάνεται πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι, θα έχει τον πιο άμεσο αντίκτυπο στις οικονομικές προοπτικές της Ευρώπης, πιέζοντας τα ποσοστά πληθωρισμού υψηλότερα και μειώνοντας ταυτόχρονα, τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών.
Οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ίδια στιγμή που προχωρούν σε σκληρές κυρώσεις εναντίον της Μόσχας, είναι αμφίβολο εάν έχουν σαφές σχέδιο, έτσι ώστε να μειώσουν το οικονομικό πλήγμα, που είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει από την ουκρανική κρίση.
Μετά μάλιστα τη χρήση, από Αμερική και Ευρώπη, του οικονομικού πυρηνικού όπλου, που είναι η αποκοπή της Ρωσίας, από το διεθνές τραπεζικό σύστημα διακίνησης κεφαλαίων Swift, είναι βέβαιο ότι θα προκληθεί ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα στην τροφοδοσία της Ευρώπης, με ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Είναι επίσης, σχεδόν σίγουρο, ότι αυτή η ενέργεια εναντίον της Μόσχας, θα κτυπήσει καμπανάκια σε χώρες όπως η Κίνα και το Ιράν, αναφορικά με την παντοκρατορία της Δύσης, πάνω στο διεθνές οικονομικό σύστημα, με αποτέλεσμα να αρχίσει μια προσπάθεια αναζήτησης τρόπων που θα την ανατρέψουν.
Παρά την καταιγίδα των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας, η ΕΕ δεν έχει επιβάλει κυρώσεις στο κύριο θέμα των δραστηριοτήτων της με τη Ρωσία, την αγορά ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, αν και είναι σαφές ότι οι ενεργειακές κυρώσεις είναι η μεγαλύτερη τιμωρία που θα μπορούσε να επιβάλει η ΕΕ στη Μόσχα για την εισβολή στην Ουκρανία.
Με την πάροδο του χρόνου, η ΕΕ θα είναι δύσκολο να διατηρήσει τις σκληρές κυρώσεις εναντίον του καθεστώτος Πούτιν, εάν δεν μπορέσει να μειώσει την εξάρτησή της από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, με τίμημα υψηλότερο ενεργειακό κόστος.
Οι ευρωπαϊκές εξαγωγές αγαθών προς τη Ρωσία έχουν μειωθεί μετά την ανταλλαγή κυρώσεων το 2014 μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τον Πούτιν, και σήμερα αντιπροσωπεύουν το 4% των υπερπόντιων εξαγωγών της ΕΕ.
Ωστόσο, η Ρωσία ήταν η πέμπτη μεγαλύτερη υπερπόντια αγορά της ΕΕ το 2021, με 89 δισεκατομμύρια ευρώ σε πωλήσεις, που ισοδυναμεί με 100 δισεκατομμύρια δολάρια, αν και οι ΗΠΑ ήταν 4,5 φορές μεγαλύτερες ως αγορά ευρωπαϊκών προϊόντων.
Η κρίση στην Ουκρανία, κυρίως λόγω του αντικτύπου της, στις τιμές της ενέργειας, ενδέχεται να μειώσει έως και μια ποσοστιαία μονάδα την οικονομική παραγωγή της ευρωζώνης για τη φετινή χρονιά.
Ο οικονομικός αντίκτυπος της σύγκρουσης στην Ουκρανία εκτός απρόοπτου, θα επισκιάσει προηγούμενες αντιπαραθέσεις όπου υπήρξε επίκληση κυρώσεων, όπως το Ιράν ή την Κριμαία.
Η αύξηση των τιμών και η επιβράδυνσης της ανάπτυξης δημιουργεί πονοκέφαλο στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίοι προσπαθούν να βρουν τρόπο για να προχωρήσουν σε σταδιακή κατάργηση της πολιτικής εύκολου χρήματος, με δεδομένη και τη ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού.
Όσο η σύγκρουση παρατείνεται, και κλιμακώνονται οι κυρώσεις και προς τις δύο κατευθύνσεις, με ταυτόχρονη μείωση του ενεργειακού εφοδιασμού, η οικονομία της ευρωζώνης ενδέχεται να εισέλθει σε ύφεση που θα διαρκέσει από τις αρχές του καλοκαιριού μέχρι τις αρχές του 2023, σύμφωνα με διεθνείς αναλύσεις.
Έγκυροι αναλυτές, επισημαίνουν, ότι στην περίπτωση που η Ρωσία, μειώσει τον ενεργειακό εφοδιασμό, εκτός από την ώθηση της οικονομίας της ευρωζώνης σε ύφεση, είναι πιθανό, ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού της ευρωζώνης το 2022 να αυξηθεί στο 6,3%, από το 3,8%, που αναμένονταν να κινηθεί, πριν από την εισβολή.
Την ώρα που η ολιγωρία και ο λήθαργος στον οποίο βρίσκεται εδώ και χρόνια η Δύση, έδωσε τη δυνατότητα στον Πούτιν να βάλει φωτιά στην Ευρώπη και να βρίσκεται σε εξέλιξη μια ανείπωτη τραγωδία στην Ουκρανία, ενώ αυτό που έρχεται σε οικονομικό επίπεδο, θα προκαλέσει μεγάλη οικονομική και κοινωνική δυσπραγία σε μεγάλο μέρος, του ήδη ταλαιπωρημένου, από την πανδημία, πληθυσμού των χωρών της Ευρώπης.
Βρισκόμαστε στην αρχή της δημιουργίας μιας οικονομικής καταιγίδας, η οποία είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές σε όλο το εύρος της Ευρώπης, με συνέπειες που αυτή τη στιγμή είναι πολύ δύσκολο να προβλέψει κανείς.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης είναι Αναλυτής Διεθνών Σχέσεων, Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University, Μέλος του The International Institute for Strategic Studies, και επί σειρά ετών Ανταποκριτής στην Washington DC, διαπιστευμένος στο Λευκό Οίκο, το Στέητ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο.