Σε μια εποχή ριζικών ανατροπών, με επιταχυντή την πανδημία, το χάσμα των έμφυλων ανισοτήτων βαθαίνει ακόμα περισσότερο τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και στους κόλπους της Ε.Ε.. Η αύξηση των κρουσμάτων έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας που καταγράφεται, αφορά δυστυχώς, ακόμα και την πιο ακραία μορφή τους, τις γυναικοκτονίες. Στη χώρα μας, το 2021 ήταν ένα έτος αρνητικής αναφοράς και όσον αφορά την αύξηση της έμφυλης βίας στην πιο ακραία μορφή της.
Γράφει η Όλγα Κεφαλογιάννη
Αυτές τις μέρες, ένα ακόμα περιστατικό γυναικοκτονίας συνταράσσει την ελληνική κοινωνία. Πρόκειται για άλλον έναν κρίκο σε μία τραγική αλληλουχία δολοφονιών γυναικών που σχετίζονται με το φύλο τους. Ένα ακόμα γεγονός που γεννά και πάλι αμείλικτα ερωτήματα. Γιατί αυξάνονται οι γυναικοκτονίες; Τι φταίει; Τι πρέπει να κάνουμε;
Στον διάλογο για την ένταση του φαινομένου και για τους τρόπους περιορισμού του, το ζήτημα της νομικής αναγνώρισης του όρου γυναικοκτονία αποτελεί ένα από τα βασικά σημεία αιχμής. Διότι εύλογα, σε περίπτωση εισαγωγής του στον Ποινικό Κώδικα, τίθεται ένα βασικό ερώτημα: τι θα αλλάξει στην ποινική μεταχείριση του δράστη μίας γυναικοκτονίας;
Δεδομένου, φυσικά, ότι τις περισσότερες φορές, οι δολοφονίες γυναικών που σχετίζονται με το φύλο τους, αποτελούν την ακραία εκδήλωση μιας προϋπάρχουσας και διαρκούς κακοποιητικής συμπεριφοράς του άνδρα συντρόφου σε βάρος τους.
Ωστόσο, πέραν της ποινικής μεταχείρισης των γυναικοκτονιών, ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην αναγνώριση και αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών αιτιών τους. Είναι δεδομένο ότι οι στερεοτυπικές αντιλήψεις και πρακτικές συντηρούν ακόμη και σήμερα την πατριαρχία έναντι της ισότητας των φύλων και των ίσων δικαιωμάτων των γυναικών. Εκεί,
εξάλλου, εντοπίζεται ακόμη και σήμερα η βασική ρίζα όλων των φαινομένων έμφυλης βίας.
Στη βάση όλων αυτών, το Κέντρο Μελετών Πολιτικής για το Φύλο και την Ισότητα (ΚΕΜΕΦΙ), που στοχεύει στην ανάληψη δράσεων και την προώθηση πολιτικών προτάσεων για την προαγωγή της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, διοργάνωσε στις αρχές του Φεβρουαρίου διαδικτυακή εκδήλωση. Σκοπός της ήταν να ενισχυθεί διεπιστημονικά ο διάλογος γύρω από τα αίτια, τη χρήση του όρου γυναικοκτονία και τους τρόπους αντιμετώπισης του φαινομένου.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης διατυπώθηκαν εξαιρετικά χρήσιμες απόψεις. Επισημάνθηκε ότι διαπιστώνεται μια όξυνση των φαινομένων βίας κατά προσώπων γενικά, η οποία έχει σαφή συνάφεια με τις αλλαγές στην καθημερινότητά μας, λόγω πανδημίας αλλά και λοιπών κρίσεων των τελευταίων ετών. Μία πλευρά πολιτικής και νομικής σκέψης θεωρεί αναγκαίο να εξεταστεί το ζήτημα των γυναικοκτονιών έξω από τα στενά περιθώρια των παραδοσιακών εγκλημάτων. Ήδη στην Κύπρο, το ζήτημα της θέσπισης της γυναικοκτονίας ως αυτοτελούς ποινικού αδικήματος έχει τεθεί προς επεξεργασία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, με στόχο να ενσωματωθεί στον Ποινικό Κώδικα. Παράλληλα, ωστόσο, διατυπώθηκε και η άποψη ότι δεν προκύπτει ανάγκη περαιτέρω αυστηροποίησης, καθότι για την ανθρωποκτονία προβλέπεται ήδη η αυστηρότερη των ποινών, δηλαδή η ισόβια κάθειρξη.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, κεντρικός άξονας για την αντιμετώπιση του φαινομένου θα πρέπει να είναι η ενίσχυση των αποτρεπτικών παραγόντων αυτών των εγκλημάτων. Στην κατεύθυνση αυτή, η περαιτέρω ευαισθητοποίηση της κοινωνίας κατά της έμφυλης βίας από μικρή ηλικία, εντός των βασικών πυλώνων εκπαίδευσης και κοινωνικοποίησης του ατόμου – της οικογένειας και του σχολείου είναι καταλυτική. Εξίσου αναγκαία θεωρείται και η ενδυνάμωση του ρόλου των δομών προστασίας των θυμάτων και η πλαισίωσή τους από έμπειρο και εκπαιδευμένο επιστημονικό προσωπικό, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγος και νομικούς. Είναι, τελικά, εξαιρετικά κρίσιμο για τα θύματα να αισθανθούν ασφαλή, ώστε να βρουν τη δύναμη να καταγγείλουν έγκαιρα κακοποιητικές συμπεριφορές, πριν να είναι αργά.
Καθώς συζητούμε σήμερα για την πολυπόθητη οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη, δεν μπορούμε να παραβλέπουμε τα σοβαρά αναχώματα. Όταν ακόμα και σε αναπτυγμένες οικονομίες και χώρες με υψηλό βιοτικό επίπεδο, υπάρχουν γυναίκες που φοβούνται για τη σωματική τους ακεραιότητα και τη ζωή τους. Όλα αυτά τα χρόνια ακούστηκαν περιστατικά τα οποία προσπεράστηκαν χωρίς να συνοδευτούν από τις ανάλογες δράσεις καταπολέμησης. Υπάρχει πολιτική ευθύνη και οφείλουμε άμεσα να χαράξουμε μία ολοκληρωμένη, συνεκτική πολιτική για τη βία κατά των γυναικών, με θεσμικές και νομοθετικές αναφορές, μαζί με την κοινωνία των πολιτών, σε διάλογο με την επιστημονική κοινότητα.
Η ζωή χωρίς φόβο είναι αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα και οφείλει να διασφαλιστεί απόλυτα. Το όφελος θα είναι πολλαπλάσιο, τόσο για τις ίδιες τις γυναίκες και τις οικογένειές τους, όσο και για την πρόοδο της οικονομίας και της κοινωνίας μας.
Η Όλγα Κεφαλογιάννη είναι Βουλευτής ΝΔ, Α’ Αθηνών