Η επιθετική ρητορική της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα έχει ενταθεί σε μεγάλο βαθμό κατά το τελευταίο διάστημα, με Τούρκους αξιωματούχους να επιδίδονται σχεδόν σε καθημερινή βάση σε μια προσπάθεια διαστρέβλωσης της αλήθειας και παραβίασης κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου.
Η συνεχιζόμενη και διαρκώς κλιμακούμενη τουρκική προκλητικότητα αποδίδεται στον έντονο εκνευρισμό που προκαλεί στη γείτονα μία σειρά αρνητικών γι’ αυτήν εξελίξεων.
Κατ’ αρχάς η τουρκική πλευρά διαπιστώνει την αλλαγή ισορροπίας δυνάμεων υπέρ της Ελλάδας με τις εντυπωσιακές παραγγελίες υπερσύγχρονων στρατιωτικών εξοπλισμών, όπως
τα Rafale και τα Belharra, τις συμφωνίες αμυντικής συνδρομής με Γαλλία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την αμυντική συμφωνία με τις ΗΠΑ με προνομιακή δυνατότητα απόκτησης
F35, την ενίσχυση των σχέσεων με Ισραήλ και Σαουδική Αραβία και την ΑΟΖ με Αίγυπτο και Ιταλία.
Ειδικά η αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία, τη μόνη πυρηνική δύναμη της ΕΕ και μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, προκαλεί μεγάλο προβληματισμό στην Τουρκία, εάν λάβουμε υπ’ όψιν τον ηγετικό ρόλο του Προέδρου Μακρόν στην ΕΕ και τη συζήτηση που έχει ήδη ξεκινήσει για συντονισμένη ευρωπαϊκή αμυντική στρατηγική.
Περαιτέρω σημαντικό πλήγμα για τον πρόεδρο Ερντογάν αποτελεί το βαθύ ρήγμα στις σχέσεις του με τις ΗΠΑ σε συνδυασμό με την αναβάθμιση των σχέσεων Ουάσινγκτον-Αθήνας.
Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του Ντόναλντ Τραμπ, ο Τζο Μπάιντεν κρατά σε απόσταση τον Τούρκο πρόεδρο, δοθέντος ότι αποδίδει μεγάλη σημασία στο σεβασμό των δημοκρατικών αξιών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η έξαρση της τουρκικής προκλητικότητας συνδυάζεται από πολλούς αναλυτές με τα σοβαρά εσωτερικά προβλήματα της γείτονος, με πιο βασικό τη βαθιά οικονομική κρίση, που μαστίζει τα τουρκικά νοικοκυριά.
Όμως ακόμη και αν δεχθούμε ότι η επιθετική ρητορική εξυπηρετεί εσωτερικές σκοπιμότητες, δεν παύει να εντάσσεται σε ένα πλαίσιο γενικότερης και διαχρονικής επεκτατικής στρατηγικής της γείτονος.
Άλλωστε έχουμε πολλά δείγματα της εν λόγω στρατηγικής με πιο χαρακτηριστικά το casus belli για τα 12 μίλια, το παράλογο αίτημα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, τον αναθεωρητισμό απέναντι στις Διεθνείς Συνθήκες και τις συχνές παραβιάσεις εναερίου χώρου και χωρικών υδάτων.
Μάλιστα οι προκλήσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο, συνδυαζόμενες με την τουρκική εμπλοκή στον Καύκασο, στο Ιράκ, στη Συρία και στη Λιβύη επιβεβαιώνουν τον τουρκικό επεκτατισμό και αναδεικνύουν το νεοοθωμανικό όραμα Ερντογάν.
Απέναντι σε αυτήν την πρωτοφανή προκλητικότητα η Ελλάδα επαναπροσδιόρισε τη διπλωματική της στρατηγική, έκτισε ισχυρές συμμαχίες και ενίσχυσε σε σημαντικό βαθμό την αποτρεπτική της δύναμη.
Οι πετυχημένες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που έκανε όσα δεν είχαν γίνει εδώ και πολλά χρόνια, οδήγησαν στην ανάσχεση της Τουρκίας επί του πεδίου και προκάλεσαν αμηχανία στην τουρκική πλευρά, γεγονός που εντείνει περαιτέρω την επιθετική της ρητορική.
Η Ελλάδα δεν παρασύρεται από το παραληρηματικό αφήγημα της «γαλάζιας πατρίδας» και των «γκρίζων ζωνών» ούτε πέφτει στην παγίδα των Τούρκων, που επιδιώκουν στρατιωτικοποίηση της έντασης, όμως εάν χρειαστεί οι Ένοπλες Δυνάμεις έχουν τον επιχειρησιακό σχεδιασμό και την αποτρεπτική ισχύ για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά κάθε προκλητική ενέργεια.
Όταν η Τουρκία σταματήσει τις προκλήσεις, η Ελλάδα είναι έτοιμη να συμμετάσχει σε έναν εποικοδομητικό διάλογο με βάση το διεθνές δίκαιο για τη μοναδική διαφορά που έχουμε
με τη γείτονα, που είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στο Αιγαίο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Μέχρι τότε η ελληνική κυβέρνηση μεθοδικά και αποφασιστικά οικοδομεί συμμαχίες, αποδομεί την ανιστόρητη τουρκική επιχειρηματολογία και δίνει σε διπλωματικό επίπεδο
όλες τις κατάλληλες απαντήσεις.