Η ηγεσία Ερντογάν βρίσκεται αντιμέτωπη με την απροσδόκητη για τον ίδιο ραγδαία επιδείνωση της οικονομίας και τις συνέπειές της για την ευημερία των πολιτών. Ο Ερντογάν θεμελίωσε την σταθερότητα του καθεστώτος του σε δύο βασικές παραδοχές. Πρώτον, στην ευημερία και την αλματώδη ανάπτυξη, ένα ζήτημα στο οποίο σημειώθηκαν μεγάλες αποτυχίες από τις προηγούμενες κεμαλικές κυβερνήσεις. Δεύτερον, στην αναβίωση μίας οθωμανικής κυριαρχίας, όπως την φαντασιώνεται η τουρκική ελίτ με συχνά ανιστόρητες και στρεβλές αντιλήψεις.
Γράφει η Μαριέττα Γιαννάκου*
Το δεύτερο σημείο είναι αυτό το οποίο θέλω ειδικότερα να σχολιάσω με αναφορά στον ρόλο περιφερειακής δύναμης τον οποίο επιδιώκει η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο. Βεβαίως, οι δύο αυτοί παράγοντες είναι αλληλο-τροφοδοτούμενοι. Η οικονομική ανάπτυξη επιτρέπει νέους στρατιωτικούς εξοπλισμούς και την αναθεωρητική στρατηγική. Η επέκταση της κυριαρχίας θεωρείται ως ένας ακόμη τρόπος για τον έλεγχο σημαντικών πλουτοπαραγωγικών πόρων, άρα και τη διασφάλιση της μελλοντικής ανάπτυξης.
Η ελληνική κοινή γνώμη γνωρίζει την θεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας», και την απόπειρα κυριαρχίας και επιρροής η οποία υπερβαίνει τα όρια της τουρκικής επικράτειας σε περιοχές όπως το Ναγκόρνο Καραμπάχ, η Συρία, οι κουρδικές περιοχές του Ιράκ και η Λιβύη.
Η στρατηγική του περιφερειακού πόλου κυριαρχίας και επιρροής ευνοήθηκε από την έλλειψη ενδιαφέροντος της αμερικανικής υπερδύναμης, αλλά και την κατάρρευση ή την αδυναμία των καθεστώτων σε ορισμένες περιοχές με ήδη τεταμένη κατάσταση. Ωστόσο, η ηγεσία Ερντογάν δεν κατενόησε τα όρια που εξακολουθούν να υφίστανται στην παγκόσμια κατανομή ισχύος και ασφάλειας. Η ακτιβιστική τακτική του προσέκρουσε στα συμφέροντα δυνάμεων, όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, οι οποίες έθεσαν αμέσως όρια για την αποκατάσταση των ισορροπιών.
Είναι εκπληκτικός, όσο και αδυσώπητος, ο τρόπος της αμερικανικής αντίδρασης. Ως απάντηση στον εξοπλισμό με το ρωσικής προέλευσης πυραυλικό σύστημα S-400, και το ενδεχόμενο η λειτουργία του να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια του αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού, το Κογκρέσο αποφάσισε τον αποκλεισμό της Τουρκίας από τα πολεμικά αεροσκάφη F-35, για το οποίο είχαν καταβληθεί υπέρογκες χρηματικές προκαταβολές, αλλά ακόμη και από την αναβάθμιση των εν ενεργεία πολεμικών αεροσκαφών.
Η ίδια η Ρωσία έθεσε όρια στο ρόλο της Τουρκίας στην Συρία αποσαφηνίζοντας ότι της ανήκει η μερίδα του λέοντος, και της επιτρέπει μόνο τον ρόλο ύαινας. Η Ρωσία, παρά τις τακτικές συνεννοήσεις σε επίπεδο κορυφής, δεν φαίνεται διατεθειμένη να αποδεχθεί έναν ισότιμο ρόλο για την Τουρκία, ούτε να συμπράξει μαζί της σε μία σταθερή συμμαχία.
Στο Αιγαίο η απάντηση της χώρας μας ήταν άμεση και αποτελεσματική από τα γεγονότα του Έβρου έως την απειλή για έρευνες σε ΑΟΖ στην οποία διατηρούμε αδιαμφισβήτητα κυριαρχικά δικαιώματα. Παράλληλα με την επιχειρησιακή ετοιμότητα, η χώρα μας αξιοποίησε πλήρως την διπλωματική επιρροή της στην ΕΕ τόσο αποτελεσματικά, ώστε η Τουρκία διαρκώς διαμαρτύρεται ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις παρασύρονται από την Ελλάδα.
Ταυτόχρονα, η χώρα μας έχει συσφίξει ουσιαστικές διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, την Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα διαμορφώνοντας ένα κοινό πλαίσιο αντίληψης για την αμοιβαιότητα των οικονομικών συμφερόντων στην περιοχή, την αντίληψη των ζητημάτων ασφάλειας, αλλά και την διοργάνωση κοινών στρατιωτικών ασκήσεων. Οι τακτικές συναντήσεις Ελλάδας και Κύπρου με Ισραήλ και Αίγυπτο τεκμηριώνουν τα κοινά συμφέροντα στη διαχείριση των ενεργειακών πόρων.
Η σχέση της χώρας μας με τις ΗΠΑ ουδέποτε ήταν σε καλύτερο επίπεδο, όπως τεκμηριώνεται από την αναβάθμιση της Σούδας, αλλά και την επιχειρησιακή αξιοποίηση μονάδων σε Αλεξανδρούπολη και Λάρισα. Σε διπλωματικό επίπεδο, η στήριξη ΗΠΑ και Γαλλίας είναι απολύτως σαφής σε σχέση με τις τουρκικές αμφισβητήσεις για ΑΟΖ, αιγιαλίτιδα ή την στρατιωτικοποίηση των νησιών. Οι νέοι εξοπλισμοί με φρεγάτες και πολεμικά αεροσκάφη από ΗΠΑ και Γαλλία δημιουργούν μία σαφέστατη εγγύηση για την επιχειρησιακή ικανότητα αποτροπής της χώρας.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι ο ρόλος της Τουρκίας έχει εκμηδενιστεί. Ήταν εξαιρετικά επωφελής η παρέμβασή τους στη Λιβύη, η οποία εκτός των άλλων τους προσέφερε και την πολυπόθητη, αλλά από απόψεως διεθνούς δικαίου έωλη, συμφωνία για ΑΟΖ. Στην Κύπρο προωθεί την de facto διχοτόμηση του νησιού και τον απόλυτο έλεγχο της τουρκο-κυπριακής διοίκησης, ακόμη και εάν δεν έχει κερδίσει διεθνή ερείσματα. Προώθησε μία συμφωνία στρατιωτικού εξοπλισμού με την Ισπανία, ενώ δεν έχει ακυρωθεί η παραγγελία για υποβρύχια από την Γερμανία.
Σε μία δύσκολη συγκυρία για τον ίδιο, ο Ερντογάν αναθερμαίνει τις σχέσεις του με τα ισχυρά κράτη του κόλπου, ενώ επιδιώκει την αποκατάσταση των σχέσεων με Αίγυπτο και Ισραήλ. Στην Κύπρο φαίνεται διατεθειμένος να εμπλακεί στις έρευνες σε τεμάχια τα οποία ανήκουν στην κυπριακή ΑΟΖ, αν και θα είναι μία κίνηση με ρίσκο, καθώς θα θιγούν και γαλλικά συμφέροντα.
Ο Ερντογάν επιδιώκει να επανεμφανιστεί στη διεθνή σκηνή ως ένας αξιόπιστος συνομιλητής με απώτερο στόχο να μπορεί να συνομιλήσει εκ νέου με τον αμερικανικό παράγοντα. Ωστόσο, η αξιοπιστία του έχει πληγεί από την ακτιβιστική και παράτολμη τακτική των προηγούμενων ετών, η οποία δεν συνάδει με ένα διακρατικό σύστημα ασφάλειας στον 21ο αιώνα. Δυστυχώς, η τακτική Ερντογάν παραπέμπει στον 19ο αιώνα και την διεκδίκηση κυριαρχίας κατά παράβαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου. Η αποδυνάμωση του ίδιου στο εσωτερικό της χώρας του δημιουργεί μία ακόμη δυσκολία να δραστηριοποιηθεί ως ένας ικανός ηγέτης και διεθνής συνομιλητής.
Αυτό το οποίο οφείλουμε να κατανοήσουμε είναι ότι η Τουρκία θα εξακολουθήσει να έχει υψηλή γεωστρατηγική και οικονομική σημασία για την Δύση, ακόμη και όταν εκλείψει πολιτικά ο Ερντογάν. Κατά συνέπεια, τώρα είναι ο κατάλληλος χρόνος να δρέψουμε τους διπλωματικούς καρπούς από την συνετή και δυναμική εξωτερική πολιτική την οποία ακολουθήσαμε την τελευταία δεκαετία.
*Βουλευτής Επικρατείας και Αντιπρόεδρος Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης ΝΑΤΟ