Εκείνο το μεσημέρι της 14ης Νοεμβρίου 1944, καθώς τα πρώτα δικινητήρια Μπόλτιμορ της 13ης Μοίρας Ελαφρού Βομβαρδισμού εμφανίστηκαν πάνω από τον Αττικό ουρανό, κανείς δεν μπορούσε να κρύψει την συγκίνησή του. Μετά από τριάμισι χρόνια απουσίας οι Ελληνικές Μοίρες της Μέσης Ανατολής, που είχαν κυνηγήσει τον Ρόμελ στη Βόρεια Αφρική, βυθίσει γερμανικά υποβρύχια στην Μεσόγειο, σφυροκοπήσει τους Ναζί στην Κρήτη, στην Ιταλία και τις γιουγκοσλαβικές ακτές, επέστρεφαν στην απελευθερωμένη Αθήνα. Για τον πιλότο του επικεφαλής βομβαρδιστικού Μπόλτιμορ, αυτό έμοιαζε με το τέλος μιας οδύσσειας που είχε αρχίσει τον Απρίλιο του 1941, όταν άρον-άρον εγκατέλειπε την Ελλάδα μαζί με τους υπόλοιπους συναδέλφους του, καθώς τα γερμανικά αεροπλάνα με τους χιτλερικούς σταυρούς είχαν καταστρέψει σχεδόν το σύνολο της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας, και οι Ναζί είχαν καταλάβει τη χώρα.
Τώρα στριμωγμένος πίσω από το υαλόφρακτο ρύγχος του βομβαρδιστικού, με δυσκολία κρατούσε τα δάκρυά του. Ήταν ζωντανός. Το δικινητήριο αεροπλάνο κάνοντας μια βύθιση πάνω από τον Λυκαβηττό κατευθύνθηκε προς την πλατεία Συντάγματος, με τους έλικες να κροταλίζουν στον αέρα, προσπαθώντας ακαριαία να πάρει ύψος για ν’ αποφύγει ένα καταδιωκτικό, που μόλις είχε περάσει δευτερόλεπτα πριν ξυστά από κάτω.
Ο υποσμηναγός της 336ης Μοίρας Δίωξης Κωνσταντίνος Χατζηλάκος παιδί του Λαρισαίου Αθανασίου Χατζηλάκου και της Ελένης Μαργαρίτη δεν μπορούσε να κρύψει την ταραχή του, καθώς δεμένος σφιχτά στο κάθισμα του Σπιτφάιρ είχε αποφύγει παρά τρίχα το θανατηφόρο αγκάλιασμα με το ελαφρύ βομβαρδιστικό. Σήμερα στα 101 του χρόνια ο πτέραρχος Χατζηλάκος είναι ο τελευταίος ιπτάμενος επιζών των «Μοιρών της Ερήμου» με πάνω από διακόσιες πολεμικές αποστολές, και αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:
«Οι τρείς Μοίρες, (σ.σ. 13η, 335η και η 336η) ένα σύνολο από καμιά εβδομηνταριά αεροπλάνα (Spitfire και Baltimore) ξεκίνησαν ταυτόχρονα, η μια πίσω από την άλλη, πέρασαν το Ιόνιο και μέσω Κεφαλονιάς-Πατρών-Κορίνθου έφθασαν πάνω από την ηλιόλουστη Αθήνα. Εκεί χαρούμενοι αρχίσαμε τις χαιρετιστήριες διελεύσεις μας πότε στην κατεύθυνση της Ακρόπολης και πότε πάνω απ’ την Πανεπιστημίου, προς την πλατεία Ομόνοιας και αντίστροφα προς την πλατεία Συντάγματος. Σε λίγα λεπτά γέμισε ο αθηναϊκός ουρανός από μεμονωμένα αεροπλάνα που βύθιζαν εδώ και εκεί, ο καθένας πάνω από τη γειτονιά του, στο πατρικό του σπίτι, στο κορίτσι του, δημιουργώντας ένα πανδαιμόνιο. Θυμάμαι έκανα διελεύσεις πάνω από την Ακρόπολη πότε προς το Σύνταγμα και πότε προς την Ομόνοια. Σε μια στιγμή βγαίνοντας από μια χαμηλή διέλευση βρέθηκα επικίνδυνα αντιμέτωπος με ένα άλλο Spitfire μόλις από πάνω μου και μπροστά σε δυο Baltimore, τα οποία προσπέρασα με μεγάλη ταχύτητα ξυστά από κάτω τους. Ρίχναμε και χαιρετιστήριες προκηρύξεις που είχαν τυπωθεί στην Ιταλία».
Και ο βετεράνος αεροπόρος της Μέσης Ανατολής πτέραρχος Κωνσταντίνος Χατζηλάκος συνεχίζει: «Η επιστροφή της 14ης Νοεμβρίου 1944 δεν ήταν ημέρα χαράς για όλους αλλά μονάχα για λίγους. Για τους πιο πολλούς ήταν φαρμάκι. Ήταν θρήνος. Ναι, για τους πιο πολλούς. Εμείς οι λίγοι ήμαστε οι τυχεροί, κι αυτοί που δεν επέστρεψαν ήταν οι πιο πολλοί. Από τους αρχικούς 22 χειριστές που επανδρώσαμε κατά την ίδρυσή της την 336 Μοίρα τον Φεβρουάριο του 1943, επιστρέψαμε μόνο επτά. Δεν επέστρεψαν 15. Έντεκα σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι τέσσερεις που είχαν κηρυχθεί αγνοούμενοι κατά την διάρκεια αποστολών εναντίον γερμανικών στόχων στην Κρήτη είχαν χτυπηθεί από αντιαεροπορικά, αλλά ήταν από τους τυχερούς που διασώθηκαν με αναγκαστικές προσγειώσεις και είχαν αιχμαλωτιστεί. Απ’ τους υπόλοιπους χειριστές της Μοίρας σκοτώθηκαν αργότερα άλλοι οκτώ. Με την επιστροφή αυτή έκλεισε μια περίοδος αγώνων της αεροπορίας μας εκτός Ελλάδος, ως συνέχεια των αγώνων στα Ηπειρωτικά βουνά».
Χάρης Χιονίδης, ο «γιάνκης» της 13ης Μοίρας Βομβαρδισμού
Ένας από τους ιπτάμενους της 13ης Μοίρας Ελαφρού Βομβαρδισμού ήταν και ο υποσμηναγός ναυτίλος Χάρης Χιονίδης (Harry Hionides), παιδί Ελλήνων μεταναστών από τις ΗΠΑ με καταγωγή από τον Πόντο, που το καλοκαίρι του 1940, πριν ακόμα η Αμερική μπει στην πόλεμο είχε περάσει τα σύνορα με τον Καναδά, για να καταταγεί στις πολεμικές μοίρες της Κοινοπολιτείας.
«Ο πατέρας μου ήθελε να πολεμήσει για την Ελλάδα», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κόρη του δημοσιογράφος Άρτεμις Χιονίδου. «Τον Ιούνιο του 1940 έφυγε από το Νιου Τζέρσι για το Μόντρεαλ και σύντομα βρέθηκε στο Τορόντο όπου εντάχθηκε στην Βασιλική Αεροπορία του Καναδά. Ήταν 19 χρονών. Τον Ιούλιο του 41 έρχεται στην Βρετανία για να συνεχίσει την εκπαίδευσή του ως ναυτίλος, και περνάει στη RAF. Μέσω Γιβραλτάρ και Μάλτας φτάνει στην Αίγυπτο το Μάιο του 1942, για να ενταχθεί στην 13η Ελληνική Μοίρα Βομβαρδισμού, (σ.σ. η μοίρα δρούσε κάτω από τον επιχειρησιακό έλεγχο της Βρετανικής Αεροπορίας). Πήρε μέρος στις πολεμικές αποστολές της Μοίρας μέχρι και τις 8 Δεκεμβρίου του 1943. Πολλές φορές μας μιλούσε για εκείνη την περίοδο της ζωής του σ’ εμένα και τις αδελφές μου, και όπως γνωρίζω και στους μαθητές του στο Κολλέγιο Αθηνών», συμπληρώνει η κ. Χιονίδου.
Τον Νοέμβριο του 1943 ο υποσμηναγός Χάρης Χιονίδης ως ναυτίλος της 13ης Μοίρας θα πάρει μέρος σε αποστολές βομβαρδισμού γερμανικών στόχων στο λιμάνι της Σούδας. Σε μια από τις επιδρομές αυτές αφού το Μπόλτιμορ έριξε όλες τις βόμβες του στο λιμάνι, κατά την πορεία επιστροφής στη βάση του καταδιώχτηκε από γερμανικά αεροπλάνα.
«Για να ξεφύγει το αεροπλάνο μπήκε στο φαράγγι της Σαμαριάς και από εκεί μέσα διέφυγε», αναφέρει η κ. Χιονίδου.
Σε μια άλλη αποστολή βομβαρδισμού στις Σπέτσες, όπου το Μπόλτιμορ έκανε προηγουμένως μια στάση στην Ντέρνα της Αιγύπτου για ανεφοδιασμό, το αεροπλάνο βγήκε εκτός διαδρόμου στην απογείωση και συνετρίβη καθώς έσπασαν οι ρόδες και το σύστημα προσγείωσης.
«Όπως μου είχε διηγηθεί ο πατέρας μου πετάχτηκαν έξω γιατί ήξεραν ότι το αεροπλάνο είχε τρεις βόμβες που θα έσκαγαν. Γύρισαν όμως πίσω όταν είδαν ότι ο πιλότος ήταν ακόμα στη θέση του. Προσπάθησαν να τον βγάλουν έξω αλλά δεν τα κατάφεραν και ο πιλότος σκοτώθηκε όταν έσκασαν οι βόμβες. Αυτή ήταν η τελευταία μέρα στην οποία πήρε μέρος σε επιχείρηση της αεροπορίας ο πατέρας μου», καταλήγει η κ. Χιονίδου.
Η ελληνική σημαία κυματίζει στην έρημο
Όταν στις 23 Απριλίου 1941, η γερμανική Λουφτβάφε σφυροκοπούσε με λύσσα τα ελληνικά αεροδρόμια, πέντε πολεμικά αεροσκάφη Avro Anson της 13ης Μοίρας Ναυτικής Συνεργασίας καταφέρνουν να διαφύγουν μέσω Κρήτης, στη Δεχέλα της Αιγύπτου. Οι αποφασισμένοι αυτοί αεροπόροι δεν γνωρίζουν πως αποτελούν την «μαγιά» για την ανασύσταση της Πολεμικής Αεροπορίας στο εξωτερικό και της δημιουργίας ελληνικών πολεμικών μοιρών μέσα στη Βασιλική Αεροπορία (RAF), όπου θα υπάγονται. Εκεί μαζί με πολεμικές μοίρες από την Αυστραλία, Νότια Αφρική, Νέα Ζηλανδία, Γαλλία, Πολωνία θ’ αποτελέσουν την πρώτη στην αεροπορική στρατιωτική ιστορία πολυπολιτισμική δύναμη, γνωστής και ως «Αεροπορία της Ερήμου» (Desert Air Force). Από την Κρήτη θ’ απογειωθούν προς την ελευθερία και άλλα τρία εκπαιδευτικά αεροσκάφη και ένα υδροπλάνο Dornier 22.
Στα τέλη Απριλίου 1941 από τις νότιες ακτές της Κρήτης και ενώ όλη η Ελλάδα έχει καταληφθεί από τους Γερμανούς, οι μαθητές της Σχολής Αεροπορίας της 10ης σειράς Αξιωματικών και της 6ης Υπαξιωματικών μ’ ένα βρετανικό πλοίο διαφεύγουν στην Αίγυπτο και Παλαιστίνη, μαζί με έφεδρους χειριστές και πολυβολητές. Από τους συνολικά 800 αεροπόρους διαφόρων ειδικοτήτων που συνωστίζονταν στις απόκρημνες Κρητικές ακτές ένα μεγάλο μέρος θα συλληφθεί από τους Γερμανούς και αργότερα θα αφεθούν ελεύθεροι. Για αυτούς θα συνεχιστεί η διαφυγή τους στην Αίγυπτο με ατομική τους ευθύνη και με χίλιους κινδύνους μέσω Τουρκίας και Συρίας. Άλλοι πενήντα αεροπόροι που βρίσκονταν ήδη εκτός Ελλάδας από τις αρχές του 1941 για εκπαίδευση στην αεροπορική βάση της Χαμπανίας στο Ιράκ θα φθάσουν στην Αίγυπτο.
Στην Γάζα της Παλαιστίνης δημιουργήθηκε το πρώτο κέντρο υποδοχής των Ελλήνων αεροπόρων με τον σμήναρχο Παναγιώτη Βήλο, που προερχόταν από το Ιράκ ως πρώτο Ανώτερο Διοικητή της Αεροπορίας στη Μέση Ανατολή. Σ’ ένα αεροδρόμιο που ουσιαστικά ήταν μια λουρίδα χέρσας γης και υποτυπώδεις εγκαταστάσεις ξεκίνησε τη λειτουργία της η Σχολή Αεροπορίας, με διοικητή τον Επισμηναγό Ξενοφώντα Βαρβαρέσσο και πτητικά μέσα τρία εκπαιδευτικά Avro. Οι Βρετανοί σύντομα θα διαθέσουν και δύο αεροσκάφη.
Τον Ιούλιο του 1941 ένας αριθμός ιπταμένων στέλνεται σε εκπαιδευτικά κέντρα της RAF στην τότε Νότιο Ροδεσία και στη Νότιο Αφρική. Σύντομα στα κέντρα υποδοχής Ελλήνων αεροπόρων θα προστεθούν και ομογενείς από την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, το Σουδάν, την Συρία, και την Κύπρο.
13η Μοίρα Ελαφρού Βομβαρδισμού
Με τα πέντε διαφυγόντα αεροσκάφη Avro Anson από την Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1941 συγκροτήθηκε η πρώτη Ελληνική Μοίρα Μέσης Ανατολής και ήταν οι πρώτοι Έλληνες αεροπόροι που ύψωσαν την γαλανόλευκη «πετώντας σε ξένους ουρανούς» σε αποστολή ανθυποβρυχιακού πολέμου στις 14 Ιουλίου 1941. Στην Μοίρα τον Δεκέμβριο του 1941 δόθηκαν αεροσκάφη Βlenheim MK IV.
Το δεύτερο εξάμηνο του 1942 η 13η Μ/ΕΒ επιχειρεί σε αποστολές καθαρά ανθυποβρυχιακού πολέμου και δέχεται τα συγχαρητήρια του Αρχηγού του Στόλου της Μεσογείου, ενώ τον Μάιο του 1943 οι Βρετανοί την κατατάσσουν στις τρεις καλύτερες μοίρες των συμμάχων.
Τον Σεπτέμβριο του 1943 η μοίρα επανδρώνεται με αεροσκάφη ελαφρού βομβαρδισμού Baltimore. Τον Νοέμβριο του 1943 συνολικά 14 αεροσκάφη της μοίρας βομβάρδισαν γερμανικές βάσεις στη Σούδα και έως το τέλος εκείνης της χρονιάς επιχειρούσαν στο Ν. Αιγαίο.
Τον Απρίλιο του 1944, η 13η Μοίρα αναχώρησε για την Ιταλία. Εκεί θα επιχειρεί από το αεροδρόμιο του Μπιφέρνο στο κέντρο της χώρας εναντίον λιμανιών αλλά και γερμανικών εγκαταστάσεων στις γιουγκοσλαβικές ακτές. Η πιο επιτυχής αποστολή ήταν η καταστροφή της γέφυρας Φάνο, την οποία δεν είχαν μπορέσει να πλήξουν Βρετανοί και Αμερικανοί.
Συνολικά η μοίρα θα χτυπήσει οκτώ υποβρύχια, θα καταστρέψει έξι σιδηροδρομικές γέφυρες και τέσσερεις αποθήκες πυρομαχικών, εννέα λιμενικές εγκαταστάσεις, τρεις οδικές γέφυρες, αποθήκες καυσίμων, επτά σιδηροδρομικούς σταθμούς, τρία εργοστάσια και έξι στρατόπεδα συγκέντρωσης, με φόρο αίματος 21 αεροπόρους.
335η Μοίρα Δίωξης
Η 335η Μοίρα ήταν η πρώτη Ελληνική Μοίρα Διώξης που συγκροτήθηκε στην Μέση Ανατολή στις 7 Οκτωβρίου 1941 στο αεροδρόμιο Ακίρ της Παλαιστίνης, με 8 αεροπλάνα Hawker Hurricane. Σύντομα θ’ αντικατασταθούν με Χαρικέιν νεότερου τύπου. Ο πρώτος διοικητής ήταν ο Επισμηναγός Ξενοφών Βαρβαρέσσος, που είχε επωμιστεί την ευθύνη της μεταφοράς των Ελλήνων Ικάρων της 10ης σειράς στην Αίγυπτο.
Από τον Φεβρουάριο του 1942 η Μοίρα είναι ετοιμοπόλεμη και προστατεύει νηοπομπές ενώ λίγους μήνες αργότερα θα επιτηρεί το λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Τον Οκτώβριο του 1942 θα πάρει μέρος στη δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν και θα προσβάλει μεταξύ άλλων και το Ιταλικό στρατηγείο ανήμερα της επετείου της 28ης Οκτωβρίου.
Στις 23 Ιουλίου 1943, οκτώ καταδιωκτικά της μοίρας θα χτυπήσουν γερμανικούς στόχους στην Κρήτη, δύο δεν επέστρεψαν. Ο επισμηνίας Μαυρίκιος Λάιτμερ και ο Βασίλειος Δούκας. Τον Δεκέμβριο του 1943 άρχισε η αντικατάσταση των Χαρικέιν με Σπιτφάιρ. Τον Σεπτέμβριο του 1944 θ’ αναχωρήσει η μοίρα για το μέτωπο της Ιταλίας καθώς οι γερμανικές στρατιές συμπτύσσονται στο εσωτερικό της Ευρώπης. Έχει ήδη 4.000 εξόδους αεροσκαφών ενώ έχουν σκοτωθεί σε επιχειρήσεις δέκα χειριστές.
336η Μοίρα Δίωξης
Μετά την επιτυχημένη πορεία των δύο προηγούμενων μοιρών στη Β. Αφρική, αποφασίστηκε και η δημιουργία μιας τρίτης με αρχικά χειριστές αποσπασμένους από την 335 Μοίρα. Ο σμηναγός Σπύρος Διαμαντόπουλος ήταν ο πρώτος διοικητής της 336 Μοίρας, που σχηματίστηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1943 εφοδιασμένης με καταδιωκτικά Χαρικέιν.
Στις 23 Ιουλίου 1943 η Μοίρα με 9 αεροσκάφη πήρε μέρος σε επιδρομή στην Κρήτη. Δύο δεν γύρισαν. Ο ανθυποσμηναγός Ελευθέριος Αθανασάκης που σκοτώθηκε από γερμανική περίπολο μετά την πτώση του αεροπλάνου του, ενώ ο ανθυποσμηναγός Σωτήρης Σκάντζικας που επίσης συνελήφθη μετά την πτώση του εκτελέστηκε τον Μάρτιο του-1944 κατά τη «μεγάλη απόδραση» από το στρατόπεδο Stalag Luft ΙΙΙ. Τον Οκτώβριο του 1943 η 336 Μοίρα θα εξοπλιστεί με τα πρώτα έξι Σπιτφάιρ. Έναν μήνα αργότερα ο μοίραρχος Σπύρος Διαμαντόπουλος θα καταρριφθεί σε αποστολή στην Κρήτη, θα αιχμαλωτιστεί αλλά θα επιβιώσει για να επιστρέψει στην Ελλάδα με το τέλος του πολέμου.
Τον Σεπτέμβριο του 1944 η 336η Μοίρα μετακινείται στην Ιταλία, στο ευρωπαϊκό θέατρο των επιχειρήσεων και μαζί με την 335η θα εκτελούν αποστολές προσβολής των υποχωρούντων Γερμανών έως και τις γιουγκοσλαβικές ακτές.
Στις 12 Οκτωβρίου 1944 ανήμερα της απελευθέρωσης της Αθήνας από τον ναζιστικό ζυγό, θα σκοτωθεί και ο σμηναγός Επαμεινώνδας Κοττάς σε διατεταγμένη επιχείρηση και είναι ο τελευταίος νεκρός αεροπόρος σε αεροπορικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό, πριν και οι τρεις μοίρες επιστρέψουν στην Ελλάδα και προσγειωθούν στο τότε Χασάνι (σ.σ. Ελληνικό) στις 14 Νοεμβρίου 1944.
Σήμερα από τους αεροπόρους των «Μοιρών της Ερήμου», βρίσκονται στη ζωή ο Αντιπτέραρχος ιπτάμενος Κωνσταντίνος Χατζηλάκος και ο Σμήναρχος μηχανικός Γεώργιος Γαλανός.