Με τα εισιτήρια να παρουσιάζουν νέα περαιτέρω πτώση την προηγούμενη εβδομάδα, εξαιτίας των προβλημάτων από την πανδημία, οι ελπίδες για ανάκαμψη περιορίζονται στο αμφιλεγόμενο και ελκυστικό, λόγω του θέματός του, ελληνικό αντιπολεμικό δράμα “Καλάβρυτα 1943”, με τον Μαξ Φον Σίντοφ, στην τελευταία του εμφάνιση λίγο πριν πεθάνει. Πάντως, από τις έξι συνολικά ταινίες που κάνουν πρεμιέρα απόψε, ξεχωρίζει το ιαπωνικό δράμα “Ιστορίες της Τύχης και της Φαντασίας”, που κέρδισε την Αργυρή Άρκτο.
Καλάβρυτα 1943. Δραματική ιστορική ταινία, ελληνικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Νικόλα Δημητρόπουλου, με τους Μαξ Φον Σίντοφ, Άστριντ Ρους, Δανάη Σκιάδη, Μάρτιν Λάερ, Νικόλα Παπαγιάννη, Αλις Κρίγκε, Τόμας Αράνα, Γιώργο Βογιατζή, Μάξιμο Λιβιεράτο, Τάσο Καρλή κ.ά.
Φαινομενικά ευπαρουσίαστο, σκηνοθετικά συμβατικό, ιστορικό αντιπολεμικό δράμα, με αρκετά κλισέ τού είδους και αστοχίες, για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων του Δεκέμβρη του ’43, με τη συμμετοχή του φημισμένου ηθοποιού Μαξ Φον Σίντοφ, λίγο πριν πεθάνει. Ένα φιλμ, που προκάλεσε θόρυβο και καταγγελίες εξαιτίας μίας ανακρίβειας που χώθηκε ανάμεσα στα πραγματικά γεγονότα και που θέλει έναν αυστριακό στρατιώτη των Ναζί να σώζει γυναικόπαιδα από το δημοτικό σχολείο που είχαν πυρπολήσει οι Γερμανοί.
Φορείς και απόγονοι των θυμάτων έγιναν έξαλλοι από τη σκηνή με τον “καλό” αυστριακό στρατιώτη και την παραχάραξη της ιστορίας, ενώ οι δημιουργοί της ταινίας απάντησαν ότι πρόκειται για προϊόν μυθοπλασίας, βασιζόμενη σε πραγματικά γεγονότα. Ένα σοβαρό θέμα που δεν είναι του παρόντος, αλλά σίγουρα η ύπαρξη του “καλού αυστριακού στρατιώτη” αποδυναμώνει το αντιπολεμικό μήνυμα της ταινίας, εν αντιθέσει με το σκεπτικό των δημιουργών της, καθώς το αυτονόητο μήνυμα της ταινίας για τη ναζιστική ιδεολογία και τους πολεμοκάπηλους θολώνει, τραβώντας εν μέρη τη σκέψη του θεατή η “γενναία και συγκινητική” στάση του Ναζί, από την ανείπωτη σφαγή, που περνά, ως ένα σημείο, σε δεύτερο πλάνο. Αν οι δημιουργοί τής ταινίας είχαν δει την σχετικά πρόσφατη εξαιρετική και μάλιστα, γερμανική ταινία, “Η Στολή του Λοχαγού” θα είχαν καταλάβει πολύ καλύτερα τι σημαίνει ναζισμός, η ιδεολογία του μίσους και πόσο απειλητικός παραμένει, ειδικά όταν παίρνει άλλες μορφές, διαστάσεις και συμπεριφορές…
Υπάρχει όμως και η ταινία και το τεράστιο μέγεθος της φρίκης του Ολοκαυτώματος στα Καλάβρυτα, που η ταινία του Νικόλα Δημητρόπουλου, μεταφέρει, ορισμένες φορές εντυπωσιακά, σπαρακτικά, μέσα από τις μνήμες ενός από τους τελευταίους επιζήσαντες της τραγωδίας, με εκτεταμένα φλας μπακ. Η ιστορία ξεκινά με μία Γερμανίδα δικηγόρο, που απρόθυμα έχει αναλάβει τον φάκελο του αιτήματος των πολεμικών αποζημιώσεων για τη σφαγή των Καλαβρύτων και εξετάζοντας τα στοιχεία και τη αφήγηση του επιζώντα, αρχίζει να καταλαβαίνει τι είχε συμβεί -ακόμη μία σεναριακή αστοχία. Επιπλέον, αυτό ίσως είναι και το πιο αδύνατο κομμάτι της ταινίας, με την Άστριντ Ρους στον ρόλο της δικηγόρου να είναι εκτός τόπου και χρόνου, εν αντιθέσει με το φλας μπακ και τα ιστορικά γεγονότα, που έχουν μια δυναμική, παρότι ο σκηνοθέτης ακολουθεί όλους τους συμβατικούς αφηγηματικούς κανόνες του είδους, χάνει την εποχή μεταφέροντας συμπεριφορές, συνήθειες, ντυσίματα κλπ της μεταγενέστερης αστικής Αθήνας σε ένα ορεινό χωριό της Πελοποννήσου του ’40, προσπαθεί να συγκινήσει -κάτι που καταφέρνει σε κάποιο βαθμό- εστιάζοντας στους πρωταγωνιστές της τραγωδίας, τους κατοίκους του μαρτυρικού χωριού. Έτσι, το μόνο που μένει είναι η επιβλητική παρουσία του Μαξ Φον Σίντοφ, που και μόνο μια ματιά του, τραντάζει την οθόνη, αλλά και η αίσθηση μιας χαμένης ευκαιρίας για ένα αντιπολεμικό αντιναζιστικό δράμα, που θα υπενθύμιζε τις φρικαλεότητες του γερμανικού στρατού, βρίσκοντας απέναντί τους την περήφανη στάση ενός λαού.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Καρολάιν Μάρτιν, δικηγόρος και εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης εναντίον της ελληνικής αξίωσης για πολεμικές αποζημιώσεις για την περίοδο της ναζιστικής κατοχής, επισκέπτεται την Ελλάδα και συναντά τον Νικόλα Ανδρέου, έναν από τους τελευταίους εν ζωή επιζήσαντες της Σφαγής των Καλαβρύτων του 1943. Όσο ο Νικόλας εξιστορεί τα γεγονότα του παρελθόντος, οι δυο τους θα αντιπαρατεθούν με τις προσωπικές τους προκαταλήψεις και πεποιθήσεις σε μια επίπονη αναμέτρηση που θα τους φέρει πιο κοντά. Το καθαρτήριο αυτό ταξίδι μέσα από ένα σκοτεινό κεφάλαιο της ιστορίας θα καταλήξει στην αναγνώριση μιας αμοιβαίας ανάγκης: την αναζήτηση της ελπίδας.
Ιστορίες της Τύχης και της Φαντασίας (Wheel of Fortune and Fantasy). Αισθηματικό δράμα, ιαπωνικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι, με τους Κοτόνε Φουρουκάουα, Κιγιοχίκο Σιμπουκάουα, Κατσούκι Μόρι, Φουσάκο Ουράμπε, Αόμπα Καουάι κ.ά.
Ιδιαίτερη αφηγηματικά, βουβά σπαρακτική, διεισδυτική στη γυναικεία ψυχοσύνθεση, με το δικό της ενδιαφέρον ιαπωνική ταινία, που απευθύνεται σε ένα περιορισμένο κοινό, είναι τούτο δω το σπονδυλωτό δράμα του Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι, που κέρδισε την Αργυρή Άρκτο του φετινού Φεστιβάλ Βερολίνου.
Τρεις διαφορετικές ιστορίες, με διαφορετικό καστ, στο οποίο συνυπάρχουν αρμονικά η ξεχωριστή ιδιόμορφη λιτή σκηνοθεσία, το καλογραμμένο σενάριο, που ορισμένες φορές, ωστόσο, μπορεί να δείχνει φλύαρο, αλλά τελικά συνειδητοποιείς ότι είναι χρήσιμη κάθε λέξη, κάθε σημείο στίξης αλλά και οι βαθιά εσωτερικές ερμηνείες.
Συνοπτικά οι ιστορίες αφορούν ένα παιχνίδι της τύχης που χαλάει ένα ιδιαίτερο ερωτικό τρίγωνο, μία υπόθεση αποπλάνησης ενός καθηγητή πανεπιστημίου από την ερωμένη ενός φοιτητή του, που θέλει να τον εκδικηθεί, και μια συνάντηση δυο άγνωστων γυναικών, που νομίζουν ότι γνωρίζονται από το σχολείο, θυμούνται τους χαμένους νεανικούς έρωτές τους και έρχονται κοντά, βλέποντας ότι σπατάλησαν τη ζωή τους με τις συμβατικές επιλογές τους. Τρεις ιστορίες που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ως αυτόνομες ξεχωριστές ταινίες, αλλά θα χάνανε αυτό το μέγα μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και της μοναδικότητάς τους, καθώς αναγκαστικά θα φορτώνονταν με τετριμμένα γεμίσματα και αχρείαστες επεξηγήσεις.
Βεβαίως, ο θεατής θα νιώσει ορισμένες φορές αμήχανος ή να χάνεται στους διαλόγους των πρωταγωνιστών, αλλά αυτό πιθανότατα μπορεί να γίνει κατανοητό, καθώς μας φαίνονται ακατανόητες πολλές συμπεριφορές, συνήθειες, ήθη, έθιμα των κατοίκων της μακρινής χώρας, που έχουν ταυτόχρονα μπολιαστεί με τον αμερικανικό τρόπο ζωής. Παρά ταύτα, ο Χαμαγκούτσι, καταφέρνει να μαγνητίζει με τη γαλήνια προσέγγιση των ιστοριών του, το παιχνιδιάρικο χαμηλόφωνο σκηνοθετικό του ύφος και την υποδειγματική διεύθυνση των ηθοποιών του.
Πέρα από τη διεισδυτικότητα στη γυναικεία ψυχοσύνθεση και του έρωτα, ενός ζητήματος που στην Ιαπωνία έχει πάρει προβληματικές διαστάσεις, βασικό ρόλο στην ταινία παίζουν ο χρόνος και οι συμπτώσεις. Ο χρόνος, που φθείρει, γεμίζει και αδειάζει ζωές και οι συμπτώσεις που οδηγούν στο ανατολίτικο πεπρωμένο.
Στα θετικά της ταινίας και τα εμπνευσμένα πλάνα του Χαμαγκούτσι, ο οποίος πολλές φορές κινηματογραφεί πλάτη τις ηρωίδες του, καθώς και οι ερμηνείες των ηθοποιών, με τη νατουραλιστική προσέγγιση των ρόλων τους, την αυθόρμητη εξωτερίκευση των πληγωμένων συναισθημάτων τους.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ…. Ένα απρόβλεπτο ερωτικό τρίγωνο, μια εκδικητική χειρονομία αποπλάνησης που θα έχει αναπάντεχη κατάληξη και η συνάντηση δύο παλιών συμμαθητριών, που θα οδηγήσει σε ένα λυτρωτικό παιχνίδι ρόλων. Ο πιο πολυσυζητημένος Ιάπωνας σκηνοθέτης των τελευταίων ετών επιβεβαιώνει τη φήμη του με ένα σαγηνευτικό τρίπτυχο ιστοριών για τις δαιμόνιες συμπτώσεις και τις αθέατες επιθυμίες που καθορίζουν υπογείως τις ανθρώπινες ζωές.
Αntlers. Ταινία τρόμου, αμερικανικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Σκοτ Κούπερ, με τους Κέρι Ράσελ, Τζέσι Πλέμονς, Τζέρεμι Τ. Τόμας, Γκράχαμ Γκριν, Σκοτ Χέιζ, Έιμι Μάτνιγκαν κ.ά.
Σίγουρα, αυτή η πρώτη ταινία τρόμου του Σκοτ Κούπερ (“Ταξιδεύοντας με τον Εχθρό μου”, “Crazy Heart”) δεν είναι απ’ αυτές που μπαίνουν στον σωρό των παραγωγών horror με τους πολυάριθμους φαν. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πίσω από την παραγωγή βρίσκεται ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο (“Η Μορφή του Νερού”), αλλά και δοκιμασμένοι συντελεστές, που θα αποφύγουν τα κλισέ του είδους και θα δώσουν μια διαφορετική πνοή σε μια ταινία τρόμου.
Ο Κούπερ με τους συνεργάτες του, πήρε ένα αρχαίο αμερικανικό παγανιστικό θρύλο και τον διεύρυνε σε ένα τρομαχτικό φιλμ. Ένα μυθολογικό πλάσμα, αποκύημα της φαντασίας των φυλών της Βόρειας Αμερικής, ένα πλάσμα κανίβαλος με χαρακτηριστικά ανθρώπου, λύκου και ελαφιού, που θα συναντήσει ένα μικρό μαθητή, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη του Όρεγκον, με τρομαχτικές συνέπειες.
Αφηγηματικά απλή, χωρίς υπερβολές, χρησιμοποιεί με μέτρο τα εφέ, η ταινία κλιμακώνει την αγωνία, βάζει στον εφιάλτη των ηρώων τον θεατή, κάνει σχόλια -μάλλον επιδερμικά- για τον κατήφορο που έχει πάρει η Αμερική και δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο, απ’ το οποίο δύσκολα μπορούν να ξεφύγουν οι ήρωες.
Εδώ, όμως, τελειώνουν και τα θετικά, γιατί δεν είναι λίγες οι φορές που έχεις την αίσθηση ότι η δημιουργία τού κλίματος τρόμου χαντακώνει το δραματικό αλλά και το μεταφυσικό στοιχείο της ταινίας, ενώ παράλληλα, οι χαρακτήρες παραμένουν έωλοι, έρμαια των κεράτων του φονικού τέρατος.
Συμπαθής ο πιτσιρικάς Τζέρεμι Τόμας, ενώ ξεχωρίζει και ο Γκράχαμ Γκριν, απ’ το υπόλοιπο αδιάφορο σε γενικές γραμμές καστ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Σε μια μικρή πόλη του Όρεγκον, μια νέα στην περιοχή δασκάλα που συγκατοικεί με τον σερίφη αδερφό της, συνειδητοποιεί πως ένας από τους μαθητές της έχει υποστεί κακοποίηση. Για εκείνο, όμως, που δεν είναι καθόλου προετοιμασμένη, είναι όσα τρομοκρατικά ανακαλύπτει τη στιγμή που αποφασίζει να επισκεφθεί το σπίτι του για βοήθεια.
Το Εργοστάσιο (The Factory). Δραματικό θρίλερ, ρωσικής και γαλλικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Γιούρι Μπίκοφ, με τους Ντένις Σβέντοφ, Αντρέι Σμολιάκοφ, Ιβάν Γιανκόφσκι, Αλεξάντρ Μπουχάροφ κ.ά.
Με σκηνικό τους χώρους ενός παγωμένου σκοτεινού εργοστασίου κάπου χαμένο στη Ρωσία, που μπροστά του μία φυλακή μοιάζει με παιδική χαρά, ο Γιούρι Μπίκοφ (“Ο Ηλίθιος”), στήνει ένα θρίλερ, ανάμεσα στους εργάτες του και τον τοπικό ολιγάρχη επιχειρηματία που απαγάγουν όταν αυτός τους ανακοινώνει ότι θα το κλείσει κι ενώ τους έχει αφήσει για μήνες απλήρωτους.
Ένα φιλμ, που το θέμα του παραπέμπει στα “κίτρινα γιλέκα”, καθώς οι εργαζόμενοι εξαγριώνονται νιώθοντας αναλώσιμοι σε κάθε επιχειρηματική ενέργεια, απροστάτευτοι από το κράτος που συμπλέει με την αυθαιρεσία του εργοδότη. Ο Μπίκοφ αρχικά αναδεικνύει το ταξικό χάσμα των δυο πλευρών, το αδιέξοδο που βρίσκονται οι εργαζόμενοι, τα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν και εντείνονται από τη συμπεριφορά του εργοδότη τους, αλλά στη συνέχεια χάνει την ορμή του και το ενδιαφέρον του. Ειδικά, όταν μπαίνει στο κοστούμι ενός θρίλερ, με τους εργάτες απαγωγείς να περικυκλώνονται από ένα μάτσο βαριά οπλισμένους σωματοφύλακες του ολιγάρχη και τις ειδικές δυνάμεις της Αστυνομίας και παραγκωνίζεται το δράμα των εργατών και της ουσίας του προβλήματος. Και με το φινάλε να δικαιώνει τις πρώτες σκέψεις του θεατή, μετά την απαγωγή, ότι οι εργαζόμενοι θα την πληρώσουν ακριβά. Με τη ζωή τους, ακόμη και αν οι σωματοφύλακες διστάζουν, αλλά υπάρχει πάντα η κρατική καταστολή, που δεν χαρίζει κάστανο…
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Οι εργάτες ενός πτωχευμένου εργοστασίου οργανώνονται και απαγάγουν τον ιδιοκτήτη ζητώντας ως λύτρα τα χρήματα που δικαιούνται, ωστόσο το σχέδιό τους δεν έχει την αναμενόμενη εξέλιξη, όταν περικυκλώνονται από τους οπλισμένους σωματοφύλακες του επιχειρηματία και αστυνομικές δυνάμεις.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Εξόριστος (Exil). Δραματική ταινία, κοσοβογερμανικής παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Βισάρ Μορίνα, που θίγει ζητήματα που καίνε στην Ευρώπη, όπως ο ρατσισμός, οι διακρίσεις, ο εκπατρισμός κλπ και κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σεράγεβο. Η ταινία είναι σε παραγωγή της Μάρεν Άντε (“Toni Erdmann”), ενώ το σενάριο θέλει έναν 45χρονο φαρμακευτικό μηχανικό από το Κόσοβο, που ζει στη Γερμανία, με τη Γερμανίδα σύζυγό του και τα τρία του παιδιά και αρχίζει να δέχεται προειδοποιητικές απειλές έξω από το σπίτι του και τη ρατσιστική συμπεριφορά των συναδέλφων του, που θα τον φέρουν κοντά στα όρια της παράνοιας. Πρωταγωνιστεί ο Μισέλ Ματίτσεβιτς.
Αρχηγός Από Κούνια 2: Οικογενειακή Υπόθεση (The Boss Baby 2). Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων από την Dreamworks Animation, που συνεχίζει τις ευχάριστες περιπέτειες του “Αρχηγού από Κούνια”, χάνοντας, ωστόσο, ορισμένα από τα προτερήματα της πρώτης ταινίας. Αποκλειστικά για μπόμπιρες, η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά. Η σκηνοθεσία είναι του Τομ Μακ Γκραθ και τη μουσική υπογράφει ο Χανς Ζίμερ.