Το γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό παιχνίδι σε παγκόσμια κλίμακα αλλάξει με ταχύτατους ρυθμούς και το εγχειρίδιο με το οποίο λειτουργούσε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το Διεθνές Σύστημα, έχει πλέον ξεπεραστεί, και μάταια επιμένουν κάποιοι να το διατηρήσουν στη ζωή.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι στη νέα εποχή που διαμορφώνεται στις διεθνείς σχέσεις εκείνο που θα κυριαρχεί είναι οι διακρατικές σχέσεις και οι περιφερειακές συμμαχίες. Στη νέα εποχή η πιο έξυπνη και ενδεδειγμένη στρατηγική για χώρες που βρίσκονται σε κρίσιμες περιοχές, στις οποίες ανά πάσα στιγμή μπορεί να προκληθεί μια κρίση ή έχουν την ατυχία να έχουν γείτονες και σύνορα με χώρες οι οποίες αμφισβητούν την εθνική τους κυριαρχία και επιβουλεύονται την εδαφική τους ακεραιότητα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας με την Τουρκία, είναι η σύναψη συμμαχιών και στρατηγικών συμφωνιών, με ισχυρές δυνάμεις, που θα θωρακίζουν τα συμφέροντά τους και θα δημιουργούν ασπίδα για την εδαφική τους ακεραιότητα.
Τέτοιου είδους συμφωνίες είναι αυτές που υπέγραψε η Ελλάδα πρόσφατα με τη Γαλλία, και πριν λίγες ώρες με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Πρόκειται για μια απόλυτα σωστή στρατηγική εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, η οποία θωρακίζει τη χώρα, την εθνική της κυριαρχία και την εδαφική της ακεραιότητα στις μελλοντικές εξελίξεις, οι οποίες είναι βέβαιο ότι δεν θα είναι εύκολες, διότι ο πλανήτης εισέρχεται σε μια πολύ ταραγμένη εποχή.
Γαλλία…
Η συμφωνία με τη Γαλλία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι θετική για τη χώρα μας, αλλά σε κάθε περίπτωση, ιστορικά, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν αποδείξει ότι όταν έλθει η δύσκολη ώρα παίζουν περίεργα παιχνίδια, οπότε δεν είναι άστοχο για όποιον, αντιμετωπίζει, και αυτό είναι το σωστό, τις διεθνείς σχέσης με ρεαλισμό να είναι λίγο συγκρατημένος στο τι μπορεί να αναμένει.
ΗΠΑ…
Την ίδια στιγμή η Συμφωνία Στρατηγικής Συνεργασίας, που ο Υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, υπέγραψε πριν λίγες ώρες στην Ουάσιγκτον, με τον Αμερικανό ομόλογό του, Τόνι Μπλίνκεν, είναι άλλου επιπέδου και οι προεκτάσεις της είναι βαρύνουσας σημασίας.
Είναι μια συμφωνία, η οποία καταδεικνύει ξεκάθαρα το στρατηγικό πλαίσιο βάση του οποίου θα παιχθεί το γεωπολιτικό παιχνίδι στη νέα εποχή του διεθνούς συστήματος. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι δεν απαιτεί σοβαρή και μεθοδική δουλειά στην εφαρμογή της και ότι δεν ενέχει και κινδύνους οι οποίοι πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη στο σχεδιασμό της Αθήνας.
Το κείμενο της Συμφωνίας και ειδικά η επιστολή του κ. Μπλίνκεν που τη συνοδεύει, αποτελεί μια τεράστια επιτυχία για την Ελλάδα και κάτι πρωτόγνωρο για τα μέχρι σήμερα δεδομένα λειτουργίας της Ουάσιγκτον σε τέτοιου είδους συμφωνίες και ειδικά στην ευρύτερη περιοχή μας.
Τα κρίσιμα σημεία της Συμφωνίας και της Επιστολής του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε. Ήδη έχουν γραφτεί πολλά και έχουν γίνει πολλές αναλύσεις αναφορικά με τη σημασία τους και τα κέρδη που αποκομίζει η Ελλάδα.
Εκεί που πρέπει να σταθούμε είναι στο από εδώ και στο εξής, δηλαδή στην οικοδόμηση, την εφαρμογή και σε συμπληρωματικά βήματα τα οποία πρέπει να γίνουν έτσι ώστε η χώρα μας να αποκομίσει τα μέγιστα δυνατά οφέλη από αυτή τη συμφωνία.
Είναι δεδομένο ότι οι ΗΠΑ, αποχωρούν σε μεγάλο βαθμό από το θέατρο της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής και στρέφουν την προσοχή τους έντονα στην περιοχή του Ειρηνικού και Ινδικού Ωκεανού, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους στο στρατηγικό αντίπαλο που ακούει στο όνομα Κίνα. Η Συμφωνία AUKUS, με τη Μεγάλη Βρετανία και την Αυστραλία, καθιστά αυτή τη στρατηγική στροφή της Ουάσιγκτον, απόλυτα ξεκάθαρη.
Αυτή η στρατηγική στροφή των ΗΠΑ, γένεται σε μια στιγμή που το ΝΑΤΟ βρίσκεται στην πιο δύσκολη φάση της ιστορίας του, αναζητώντας πλαίσιο και αποστολή στη νέα εποχή, και η αποκαλούμενη Ενωμένη Ευρώπη, δείχνει όλο και πιο πολύ ότι δεν δύναται να διαμορφώσει κοινή στρατηγική στους κρίσιμους τομείς της Άμυνας και της Εξωτερικής Πολιτικής.
Παρά το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον αποχωρεί, το κείμενο της Συμφωνίας και η Επιστολή Μπλίνκεν που το συνοδεύει, δείχνουν ότι η Αμερική επιλέγει την Ελλάδα, ως τη χώρα πάνω στην οποία θα στηρίξει την παρουσία και την προάσπιση των συμφερόντων της στις κρίσιμες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Κίνδυνοι…
Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι σταματούν άμεσα να εγκυμονούν κίνδυνοι για τη χώρα μας. Και ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που η Αθήνα θα πρέπει να κινηθεί άμεσα για την πλήρη εφαρμογή και διεύρυνση της Συμφωνίας, προχωρώντας και σε περαιτέρω βήματα ενδυνάμωσή της.
Αναμφίβολα η Συμφωνία με την Ουάσιγκτον και οι δεσμεύσεις της Επιστολής Μπλίνκεν, ενδυναμώνουν τη θέση της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία, και ταυτόχρονα αυξάνουν δραματικά την πίεση έναντι της Άγκυρας, σε μια μάλιστα στιγμή που η τουρκική πλευρά και το καθεστώς Ερντογάν, πιέζονται αφόρητα στο εξωτερικό, αλλά ακόμη πιο πολύ στο εσωτερικό.
Θα είναι μοιραίο λάθος για την ελληνική διπλωματία, να επαναπαυτεί στην μεγάλη επιτυχία της Συμφωνίας, και να θεωρήσει ότι η Τουρκία παύει να είναι επικίνδυνη ή χάνει τη σημασία της στα μάτια της Ουάσιγκτον.
Τουρκία…
Δυστυχώς, η Τουρκία λόγω θέσης και μεγέθους παραμένει μια σημαντική χώρα για τα δυτικά συμφέροντα, και για την Ουάσιγκτον και για την Ευρώπη, βλέπε Βερολίνο.
Η ασφυκτική πίεση που δέχεται το καθεστώς Ερντογάν, καθιστά εξαιρετικά πιθανόν να υπάρξει ένα τεστ της Συμφωνίας από την πλευρά της Άγκυρας, και εδώ είναι ο αστάθμητος παράγοντας και ο κίνδυνος για την Ελλάδα.
Παρά την εξαιρετική Στρατηγική Συμφωνία, Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών, όσοι πιστεύουν ότι η θέση της Ουάσιγκτον για επίλυση των διαφορών μεταξύ της χώρας μας και της Τουρκίας, μέσω ενός τραπεζίου διαλόγου, έχει αλλάξει, κάνουν τραγικό λάθος.
Κάνοντας λοιπόν το συνήγορο του διαβόλου, θα ήθελα να θέσω ένα όχι και τόσο υποθετικό ερώτημα. Στην περίπτωση που ο Ερντογάν και η ασφυκτικά πλέον πιεζόμενη εξωτερικά και εσωτερικά κυβέρνησή του αποφασίσουν να θέσουν τη Συμφωνία σε ένα τεστ, δημιουργώντας μια κρίση, τι θα συμβεί;
Ναι η Ουάσιγκτον υλοποιώντας τη Συμφωνία και τις εξαιρετικές για τα μέχρι σήμερα δεδομένα, δεσμεύσεις της Επιστολής Μπλίνκεν, θα επέμβει. Ποιο όμως θα είναι το αποτέλεσμα αυτής της επέμβασης.
Διότι εάν το αποτέλεσμα είναι ένα τραπέζι διαλόγου, πάνω σε ένα Αμερικανικό Αεροπλανοφόρο, όπου οι διαφορές μας, όπως αρέσκεται να αποκαλεί η αμερικανική διπλωματία, τις διεκδικήσεις της Τουρκίας έναντι της χώρας μας, τότε μόνο για θετική εξέλιξη δεν μπορούμε να μιλάμε.
Η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτα από την Τουρκία. Η Τουρκία είναι αυτή που απειλεί και διεκδικεί. Ποιος λοιπόν είναι αυτός, που σε μια τέτοια περίπτωση, θα κληθεί να παραχωρήσει; Σίγουρα όχι η Τουρκία.
Ισραήλ, Αίγυπτος, Κύπρος και ΗΠΑ…
Εξαιρετική η Συμφωνία λοιπόν, χωρίς καμία αμφιβολία και τεράστια επιτυχία για τα ελληνικά συμφέροντα. Το από εδώ και στο εξής όμως είναι το σημαντικό κομμάτι.
Η Ελλάδα θα πρέπει να εργαστεί πυρετωδώς για την εφαρμογή και την σύσφιξη αυτής της Στρατηγικής Συμφωνίας, κινούμενη ταχύτατα για την ενίσχυση της αμερικανικής παρουσίας σε ελληνικό έδαφος, δένοντας όλο και πιο πολύ την Ουάσιγκτον σε αυτή τη Συμφωνία.
Ταυτόχρονα, πατώντας πάνω στη Συμφωνία, και στην εξαιρετική δουλειά έχει γίνει στην τετραμερή Ελλάδας, Ισραήλ, Αιγύπτου και Κύπρου, με τη συμμετοχή των ΗΠΑ, θα πρέπει να επιδιώξει άμεσα παρόμοιες με αυτή με την Ουάσιγκτον, διμερείς στρατηγικές συμφωνίες, με την Ιερουσαλήμ, το Κάϊρο και τη Λευκωσία.
Ειδικά μια τέτοιου επιπέδου συμφωνία, θα πρέπει να επιδιωχθεί άμεσα με το Ισραήλ και στη συνέχεια με την Αίγυπτο. Κάτι τέτοιο όχι μόνο θα ενδυναμώσει και θα διευρύνει τη Συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά θα αναγάγει τη χώρα μας σε περιφερειακή δύναμη η οποία θα βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο και στο ίδιο τραπέζι με σημαντικές δυνάμεις στο νέο γεωπολιτικό σκηνικό.
Ταυτόχρονα θα καθιστά πολύ δύσκολο το ενδεχόμενο σε μια κρίσιμη στιγμή η Ελλάδα να πιεστεί στο όνομα μιας ειρηνικής επίλυσης να αναγκαστεί να συμφωνήσει σε παραχωρήσεις που αντιβαίνουν του διεθνούς δικαίου και των εθνικών της συμφερόντων.
Ο Δημήτρης Γ. Απόκης είναι Αναλυτής Διεθνών Σχέσεων, Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University, Μέλος του The International Institute for Strategic Studies, και επί σειρά ετών Ανταποκριτής στην Washington DC, διαπιστευμένος στο Λευκό Οίκο, το Στέητ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο.