Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου κήρυξε την έναρξη των εργασιών του διήμερου επιστημονικού συνεδρίου με τίτλο «Η Ελληνική Δικαιοσύνη από την Επανάσταση του 1821 έως σήμερα. Σημαντικοί σταθμοί και προοπτικές», στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Το συνέδριο συνδιοργανώνουν το Συμβούλιο της Επικρατείας, ο Άρειος Πάγος, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, το Ελεγκτικό Συνέδριο, η Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, σε συνεργασία με την Επιτροπή «Ελλάδα 2021».
Κατά τον χαιρετισμό της η Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι η γνώση της ιστορίας είναι σημαντική για την αυτογνωσία της κοινωνίας και των θεσμών και προσέθεσε ότι το βλέμμα πρέπει να είναι στραμμένο προς το μέλλον, στις προοπτικές της Δικαιοσύνης, στη θέση τής στην Ελλάδα του 21ου αιώνα.
Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε, ότι οι προκλήσεις που καλούνται σήμερα να αντιμετωπίσουν οι δικαστές έχουν αλλάξει σε συγκλονιστικό βαθμό. Όπως ανέφερε «η ευρεία χρήση της ψηφιακής Δικαιοσύνης, η διαρκής επαφή με τη διεθνή νομολογία και θεωρία, η θέσπιση σύγχρονου κώδικα δεοντολογίας, η θεσμικά οργανωμένη συνεργασία με τον Τύπο, είναι μερικά μόνον από τα προαπαιτούμενα, ώστε η Δικαιοσύνη να λειτουργεί ως θεσμικό αντίβαρο, να διασφαλίζεται η υπεροχή του Συντάγματος και των νόμων και να εμπεδώνεται το κράτος δικαίου».
Υποστήριξε, επίσης, ότι η πανδημία έδωσε ώθηση στην μηχανοργάνωση και την ηλεκτρονική Δικαιοσύνη, η προσπάθεια όμως για την εμβάθυνση, διάχυση και εμπέδωσή τους με σκοπό τον εκσυγχρονισμό του συστήματος και την βελτίωση των παρεχόμενων στους διαδίκους υπηρεσιών, πρέπει να συνεχιστεί αμείωτη. «Σε αυτό το φιλόδοξο εγχείρημα πρέπει να συνδράμουν ανεπιφύλακτα τόσο οι δικαστές, όσο και τα αρμόδια όργανα της εκτελεστικής εξουσίας» προσέθεσε.
Αναφερόμενη στην αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, και συνακόλουθα στο κύρος της στην κοινωνία, σημείωσε, ότι υπονομεύονται από την καθυστέρηση που παρατηρείται στην έκδοση των αποφάσεων. Ωστόσο, παρατήρησε ότι «τα τελευταία χρόνια έγιναν σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της έγκαιρης απονομής της, χωρίς πάντως η κατάσταση να έχει βελτιωθεί θεαματικά» και προσέθεσε: «Και όσο και αν το πρόβλημα δεν έχει μόνο μία αιτία, η κύρια ευθύνη για την καθυστέρηση ανήκει στη Δικαιοσύνη, στα όργανα διοίκησής της, σε κάθε δικαστικό λειτουργό ξεχωριστά».
Ακολουθεί ο χαιρετισμός, που απηύθυνε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας:
«Στο κτίριο του Αρείου Πάγου είναι αναρτημένο ένα αντίγραφο της ιστορικής απόφασης της καταδίκης σε θάνατο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημητρίου Πλαπούτα για εσχάτη προδοσία. Από την απόφαση λείπουν δύο υπογραφές, του προέδρου του δικαστηρίου Αναστάσιου Πολυζωίδη και του μέλους της σύνθεσης Γεώργιου Τερτσέτη. Δύο δικαστές που, παρά το ότι απειλήθηκαν, αρνήθηκαν σθεναρά να υπογράψουν την καταδικαστική απόφαση. «Τα λευκά αυτά μέρη του χαρτιού», γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης, «είναι ίσαμε και σήμερα η μεγαλύτερη δόξα της δικαιοσύνης της πατρίδας μας».
Στην απόφαση αυτή βρίσκεται συμπυκνωμένη η σκοτεινή πλευρά της ιστορίας της Δικαιοσύνης, τουλάχιστον μέχρι το 1974: δίκη σκοπιμότητας, πιέσεις της εκτελεστικής εξουσίας για τη λήψη συγκεκριμένης απόφασης, δικαστές που δεν τολμούν. Πάντα όμως και δικαστές που δεν διστάζουν να κάνουν το καθήκον τους, χωρίς να υποκύπτουν στις πιέσεις.
Η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας σε σχέση με τις άλλες δύο εξουσίες ρητά καταγράφεται στα επαναστατικά συντάγματα της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνας.
Στα επόμενα Συντάγματα έγιναν σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της οργάνωσης ενός ικανοποιητικού συστήματος εγγυήσεων. Η ιστορική όμως εξέλιξη του θεσμού της Δικαιοσύνης κάθε άλλο παρά ομαλή και ανέφελη ήταν, αφού αυτή δεν θα μπορούσε να μείνει ανέπαφη από την ταραγμένη πολιτική ζωή του τόπου. Το μαρτυρούν οι συντακτικές πράξεις για την κατ’ ευφημισμό «εξυγίανση» της Δικαιοσύνης, με τις οποίες για σύντομο διάστημα αίρονταν η ισοβιότητα των δικαστών ώστε να «αποκαθαρθεί» το σώμα από εκείνους που είχαν, ή θεωρούνταν ότι είχαν, διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις από τους κυβερνώντες. Ο εθνικός διχασμός μόλυνε για μεγάλο διάστημα τον εν γένει δημόσιο βίο.
Και οι δικαστές, όμως, δεν στάθηκαν πάντοτε στο ύψος του λειτουργήματός τους. Έτσι, δίπλα στους πολλούς που σε αντίξοες συνθήκες προσπαθούν φιλότιμα να κάνουν τη δουλειά τους, δίπλα στους δικαστές που επιμένουν να διαλευκάνουν την υπόθεση της δολοφονίας Λαμπράκη, δίπλα σε εκείνους που μοχθούν στην πολιτική και ποινική δικαιοσύνη να συστήσουν, παρά τις αντιδράσεις, την πρώτη δικαστική ένωση, δίπλα στον Μιχαήλ Στασινόπουλο και τα άλλα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας που ακυρώνουν τις απολύσεις δικαστών της πολιτικής δικαιοσύνης από την δικτατορία των συνταγματαρχών, υπάρχουν και εκείνοι που απροκάλυπτα κρίνουν τον κατηγορούμενο με βάση τις πολιτικές του απόψεις, που στελεχώνουν τα έκτακτα στρατοδικεία και τις διοικητικές επιτροπές ελέγχου νομιμοφροσύνης, που γίνονται πρωθυπουργοί και υπουργοί της επταετίας, που αναλαμβάνουν την προεδρία επιτροπών για τη σύνταξη νέου «Συντάγματος» της δικτατορίας.
Με την επάνοδο της δημοκρατίας, η πολιτική ζωή εξομαλύνεται και η Δικαιοσύνη οργανώνεται σε νέες βάσεις. Το ισχύον Σύνταγμα θεσπίζει ένα πλέγμα διατάξεων που κατοχυρώνουν αποτελεσματικά τόσο την προσωπική όσο και τη λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών, σε βαθμό που οι σχετικές διατάξεις να είναι οι προστατευτικότερες και οι πλέον μακροσκελείς σε σύγκριση με τις αντίστοιχες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η γνώση της ιστορίας είναι σημαντική για την αυτογνωσία της κοινωνίας και των θεσμών. Παράλληλα όμως το βλέμμα πρέπει να είναι στραμμένο προς το μέλλον, στις προοπτικές της Δικαιοσύνης, στη θέση της στην Ελλάδα του 21ου αιώνα.
Οι προκλήσεις που καλούνται σήμερα να αντιμετωπίσουν οι δικαστές έχουν αλλάξει σε συγκλονιστικό βαθμό: η ευρεία χρήση της ψηφιακής Δικαιοσύνης, η διαρκής επαφή με τη διεθνή νομολογία και θεωρία, η θέσπιση σύγχρονου κώδικα δεοντολογίας, η θεσμικά οργανωμένη συνεργασία με τον Τύπο, είναι μερικά μόνον από τα προαπαιτούμενα, ώστε η Δικαιοσύνη να λειτουργεί ως θεσμικό αντίβαρο, να διασφαλίζεται η υπεροχή του Συντάγματος και των νόμων και να εμπεδώνεται το κράτος δικαίου.
Στον πίνακα αποτελεσμάτων της Δικαιοσύνης του 2021, που συνέταξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι η ελληνική Δικαιοσύνη δεν χρηματοδοτείται επαρκώς σε επίπεδο οργάνωσης, δεν ενεργοποιεί αποτελεσματικά θεσμούς εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, απασχολεί ανεπαρκή αριθμό υπαλλήλων. Το δικαστικό μας σύστημα διαθέτει απαρχαιωμένο δικαστικό χάρτη και δεν έχει κώδικα δεοντολογίας.
Η πανδημία έδωσε ώθηση στην μηχανοργάνωση και την ηλεκτρονική Δικαιοσύνη, η προσπάθεια όμως για την εμβάθυνση, διάχυση και εμπέδωσή τους με σκοπό τον εκσυγχρονισμό του συστήματος και την βελτίωση των παρεχόμενων στους διαδίκους υπηρεσιών, πρέπει να συνεχιστεί αμείωτη. Σε αυτό το φιλόδοξο εγχείρημα πρέπει να συνδράμουν ανεπιφύλακτα τόσο οι δικαστές, όσο και τα αρμόδια όργανα της εκτελεστικής εξουσίας.
Κυρίως όμως η αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, και συνακόλουθα το κύρος της στην κοινωνία, υπονομεύονται από την καθυστέρηση που παρατηρείται στην έκδοση των αποφάσεων. Τα τελευταία χρόνια έγιναν σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της έγκαιρης απονομής της, χωρίς πάντως η κατάσταση να έχει βελτιωθεί θεαματικά. Και όσο και αν το πρόβλημα δεν έχει μόνο μία αιτία, η κύρια ευθύνη για την καθυστέρηση ανήκει στη Δικαιοσύνη, στα όργανα διοίκησής της, σε κάθε δικαστικό λειτουργό ξεχωριστά.
Παρελθόν και μέλλον της Δικαιοσύνης, ιστορία και προοπτικές. Το θέμα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Με χαρά λοιπόν κηρύσσω την έναρξη των εργασιών του συνεδρίου σας, στο οποίο εύχομαι κάθε επιτυχία».