Μετά και τη συνέντευξη τύπου του Υπουργού Εργασίας την περασμένη Τετάρτη, είναι πλέον πιο καθαρό στους ανθρώπους της εργασίας ότι το εργασιακό νομοσχέδιο το οποίο αναρτήθηκε προς διαβούλευση πέραν διατάξεων που ενσωματώνουν ευρωπαϊκές οδηγίες και δεσμεύσεις της χώρας γύρω από ευρωπαϊκό κεκτημένο και προτάσεις των συνδικάτων (βλ. ζητήματα διευκόλυνσης της οικογενειακής ζωής, ψηφιακή κάρτα, ρύθμιση τοπίου τηλεργασίας, εργασία σε πλατφόρμες κ.ο.κ), εμπεριέχει ορισμένες ιδεολογικές ακροβασίες και πρόχειρες νομικές κατασκευές για ζητήματα που δεν προηγήθηκε καν μια πρώτη συζήτηση με τους κοινωνικούς εταίρους.
Του Γιάννη Παναγόπουλου *
Η επονομαζόμενη ατομική «διευθέτηση», ουδόλως σχετίζεται με τη γνωστή σε όλους μας διευθέτηση του χρόνου εργασίας που εξυπηρετεί τις πρόσκαιρες – εποχικές ανάγκες επιχειρήσεων. Με πρόσχημα τη συμφιλίωση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή («φερετζέ» το αποκαλέσαμε εμείς) επιχειρείται μια οριζόντια διάνοιξη ενός σκοτεινού εργασιακού τούνελ που μπορεί να μετατρέψει σε κόλαση τον εργασιακό βίο εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Με ατομική συμφωνία, εργοδότης και εργαζόμενος, υποτίθεται ότι θα «συμφωνούν» να εργάζεται ο δεύτερος με υπερβάλλουσα απλήρωτη εργασία για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Εν συνεχεία ο εργοδότης, σε μια άλλη περίοδο, θα υποχρεούται να απασχολεί τον εργαζόμενο με μειωμένο ωράριο. Κι όλα αυτά με ατομική συμφωνία. Πρόκειται για μια λανθασμένη αντίληψη. Κανένας εργαζόμενος χωρίς την κάλυψη της συλλογικής εκπροσώπησης δεν έχει τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί ως ισότιμος συνομιλητής με τον εργοδότη του.
Από την άλλη, στην πιο κρίσιμη για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα περίοδο, όπου οι μεταπανδημικές απαιτήσεις για ελέγχους στην αγορά εργασίας είναι αυξημένες και η παραβατικότητα οξυμένη, αντί εμπλουτισμού, στελέχωσης και θωράκισης του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, το Υπουργείο Εργασίας προωθεί διατάξεις για τον μετασχηματισμό του σε «Ανεξάρτητη Αρχή». Δηλαδή, σε μια περίοδο που επιβάλλεται το Υπουργείο Εργασίας, στο πλαίσιο της πολιτικής ευθύνης, να χαράξει στρατηγική ελέγχων στην αγορά εργασίας για τη μείωση της εργοδοτικής παραβατικότητας, εκείνο επιλέγει να αποτινάξει από πάνω του το ισχυρότερο εργαλείο προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια ιδεολογική ακροβασία άκρως επικίνδυνη για τους εργαζόμενους, με το Υπουργείο να «απεκδύεται» της πολιτικής ευθύνης για την εργασιακή δυστοπία που διαμορφώνει η πανδημική κρίση και η εργοδοτική ασυδοσία στην αγορά εργασίας.
Θα αποφύγω επί του παρόντος να τοποθετηθώ λεπτομερώς για όσα ακούστηκαν σε επίπεδο Κυβερνητικών προθέσεων σχετικά με τα υποτιθέμενα συνδικαλιστικά «προνόμια». Ο συνδικαλισμός στον ιδιωτικό τομέα είναι ούτως ή άλλως ένα δύσκολο «σπορ» και όσοι θαρραλέα εντάσσονται μέσα στις συλλογικότητές μας και αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο, στο τέλος της ημέρας σίγουρα δεν βγαίνουν κερδισμένοι. Ο συνδικαλισμός είναι στάση ζωής και αν κάποιοι στα κόμματα και την Κυβέρνηση, θεωρούν ό,τι υποσκάπτοντας δημοκρατικά δικαιώματα ξεμπερδεύουν με τα συνδικάτα, τους διαβεβαιώ ότι η σύγχρονη ιστορία της χώρας έχει καταγράψει τα τελευταία 100 χρόνια την εξαφάνιση Βασιλέων και Πριγκήπων, δικτατόρων και πληθώρας πολιτικών σχηματισμών και Κυβερνήσεων. Τα συνδικάτα όμως άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου και η ανθεκτικότητα τους εδράζεται στην πηγαία ανάγκη του κόσμου της εργασίας για διεκδίκηση ενός καλύτερου βιοτικού επιπέδου.
Εμείς λοιπόν, συνεπείς στην ιστορία και τους αγώνες μας, θα ανταποκριθούμε σε κάθε ευθύνη που μας αναλογεί. Και επειδή η κρίση στην αγορά εργασίας που προκλήθηκε από την πανδημία COVID-19, ως συνέχεια της κρίσης των μνημονίων, έχει αυξήσει την πιθανότητα σημαντικής υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, οφείλουμε απέναντι στο αναρτημένο για διαβούλευση εργασιακό νομοσχέδιο της Κυβέρνησης, όχι μόνο να εκφράσουμε τις αντιρρήσεις μας αλλά να προτάξουμε και το δικό μας διεκδικητικό πλαίσιο. Η πείρα έχει δείξει ότι οι εργαζόμενοι εμπιστεύονται τα συνδικάτα και αγκαλιάζουν τις προσπάθειές τους, μόνο αν διαφαίνεται προοπτική αναβάθμισης του βιοτικού τους επιπέδου. Στο πλαίσιο αυτό, το τεκμηριωμένο αίτημα της ΓΣΕΕ για αναβάθμιση του κατώτατου μισθού θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ένα ιδιαίτερα πολύτιμο εργαλείο οικονομικής ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης και συσπείρωσης των δυνάμεων της εργασίας μέσα στα συνδικάτα. Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό σε όλες και όλους ότι ο πρωταρχικός στόχος της θεσμοθέτησης του κατώτατου μισθού είναι η προστασία των εργαζομένων από μια χαμηλή αμοιβή που δεν διασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.
Το επόμενο διάστημα θα έχουμε πολλά να πούμε. Έχουμε αναθέσει στη νομική μας υπηρεσία και στο επιστημονικό προσωπικό του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ να υπάρξει τεκμηρίωση και λεπτομερή απάντηση στις προωθούμενες διατάξεις. Επίσης θα συνεδριάσουν τα συλλογικά μας όργανα ώστε να σχεδιάσουμε και το πλαίσιο της αγωνιστικής μας δράσης. Όλα τα μέσα άσκησης πίεσης για να υπερασπιστούμε δικαιώματα και κατακτήσεις, σας διαβεβαιώ ότι θα αξιοποιηθούν. Θα υπερασπιστούμε τα συμφέροντα των ανθρώπων που εκπροσωπούμε. Να μην υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία γι’ αυτό. Για πάνω από 10 χρόνια τα συνδικάτα και η ΓΣΕΕ δίνουμε μάχες χαρακωμάτων απέναντι σε σκληρές και ακραίες πολιτικές σε βάρος μας. Έχουμε υπερασπιστεί δικαιώματα, έχουμε αποτρέψει πολλά, με συναίσθηση της ιστορικής μας ευθύνης θα συνεχίσουμε και τώρα.
* Ο κ. Γιάννης Παναγόπουλος είναι πρόεδρος της ΓΣΕΕ