«Ο σφέλ’ς δε μας ξέσυρε τον τσέπο, τι ράπο να ραπίσουμε;», λένε μεταξύ τους οι Ηπειρώτες μάστορες στα «κουδαρίτικα», τη συνθηματική τους γλώσσα, σχολιάζοντας το γεγονός ότι ο νοικοκύρης δεν τους πλήρωσε, άρα τι δουλειά να τού κάνουν; Μάρτυρας ενός αντίστοιχου διαλόγου, από τον οποίο κατανόησε ελάχιστα, ήταν πριν από αρκετά χρόνια ο Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, στο καφενείο ενός απομακρυσμένου χωριού. Με την παρέα του, εικάζανε τι μπορεί να σήμαινε η κάθε μία άγνωστη λέξη που έβγαινε από τα στόματα των ντόπιων. Τότε, τού γεννήθηκε η ιδέα να βρει έναν τρόπο να «συστήσει» ιδιωματισμούς, διαλέκτους και ντοπιολαλιές, για να μην χαθεί τίποτα από την ελληνική γλώσσα.
«Είναι εκπληκτικό το πού μπορεί να έχει κρυφτεί μια λέξη για χρόνια ξεχασμένη σε βιβλιοθήκες, βαθιά μέσα μας, σε ιστορίες και αφηγήσεις των παππούδων μας. Είναι σημαντικό να τις ανακαλύψουμε, ειδικά από τις γενιές που φεύγουν από αυτόν τον κόσμο», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παναγιωτόπουλος, που λίγα χρόνια αργότερα κατάφερε να υλοποιήσει την ιδέα του. «Ήρθαν στον δρόμο μου άτομα με την ίδια αγάπη για τη λαϊκή παράδοση, τη γλώσσα και τον πολιτισμό και πριν από πέντε χρόνια, δημιουργήσαμε το “Πολιτιστικό Δίκτυο για τη Ντοπιολαλιά”. Στόχος μας είναι η διάσωση, ανάδειξη και προβολή της ελληνικής λαλιάς σε όλες της τις εκφάνσεις, μέσα από μία σειρά δράσεων και πρωτοβουλιών», αναφέρει.
Η ομάδα από τη σύστασή της άρχισε να εργάζεται σκληρά, προκειμένου να συλλέξει υλικό, το οποίο συγκεντρώθηκε είτε πρωτογενώς, μέσα από συνεντεύξεις με αυθεντικούς ομιλητές από διάφορες περιοχές, είτε δευτερογενώς μέσα από βιβλία, γλωσσάρια και λεξικά. Ύστερα από πενταετή έρευνα και αφού συγκεντρώθηκαν περίπου 4000 λέξεις, η ομάδα αποφάσισε να τις προωθήσει μέσα από έναν ψυχαγωγικό τρόπο, ένα διαδραστικό παιχνιδόλεξο.
Ανακαλύπτοντας ντοπιολαλιές μέσα από ένα επιτραπέζιο
Μέλη της συγκεκριμένης ομάδας τυχαίνει να είναι άτομα από διάφορους επαγγελματικούς χώρους και επιστημονικά υπόβαθρα, όπως γλωσσολόγοι, ιστορικοί, άνθρωποι της επικοινωνίας, του πολιτισμού, ακόμη και γραφίστες ή εικονογράφοι. Ενώνοντας τις δυνάμεις τους όλοι μαζί, προέκυψε το επιτραπέζιο παιχνίδι «Ντοπιολαλιά». Οι τίτλοι που κυκλοφορούν ήδη, είναι τα ποντιακά, τα ηπειρώτικα, τα κρητικά και τα κουτσαβάκικα, δηλαδή η γλώσσα του ρεμπέτη. Το κάθε παιχνίδι έχει τετρακόσιες κάρτες ερωτήσεων, αλλά και πλοκής, που βοηθούν στο ψυχαγωγικό κομμάτι και στην ανατροπή. Ζάρια, κλεψύδρες και άλλα στοιχεία μπορούν να σε οδηγήσουν να βρεις κάποιο φυλαχτό ή το αντίδοτο στην περίπτωση που κάποιος σε …ματιάσει.
«Πολλά ζαντός» στα ποντιακά, θα πει πολύ φτωχός, πολύ κοντός, πολύ τρελός ή πολύ χοντρός; Στα κουτσαβάκικα, πώς αλλιώς έλεγαν οι μάγκες τις «καρπαζιές» και τις «ανάποδες»; Γιακάδες, παντόφλες, μανίκια ή κάλτσες; Ακόμη κι αν τα καταφέρνεις με τις σωστές απαντήσεις, στην κρητική έκδοση ίσως «αρπάξεις μια κατακαυκαλιά για την κατσουκανιά σου» και άρα θα χάσεις τη σειρά σου.
«Έχει σχεδιαστεί έτσι, ώστε να μπορεί να το παίξει κάποιος ακόμη κι αν δεν έχει σχέση με την περιοχή στην οποία αναφέρεται, γι’ αυτό συχνά συναντούμε ντόπιους να χάνουν από ξένους», δηλώνει ο 42χρονος δημιουργός του παιχνιδιού, τονίζοντας ότι είναι ένα από τα ελάχιστα επιτραπέζια που μπορούν να παιχτούν από γενιές που απέχουν δεκαετίες μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα από τα εγγόνια με τους παππούδες τους.
«Το παιχνίδι μπορεί να λειτουργήσει ως ένα όχημα να γνωρίσουμε έναν τόπο είτε είμαστε επισκέπτες, τουρίστες, ακόμη και ντόπιοι, που θα ξαναδούμε την παράδοση μας. Εκτός από τα γλωσσικά στοιχεία που έχει, μεταφέρει πληροφορίες για τον πολιτισμό, την ιστορία, τη γαστρονομία ακόμη και για την αρχιτεκτονική μιας περιοχής, καθώς επίσης και για την ενδυμασία τα ήθη και τα έθιμά της», επισημαίνει ο κ. Παναγιωτόπουλος, χαρακτηρίζοντας κάθε έκδοση του παιχνιδιού ένα αυτοτελές πολιτιστικό έργο.
Οι επόμενες σειρές που σχεδιάζονται, δεν είναι μόνο τοπικές γλώσσες, αλλά κοινωνικές ιδιόλεκτοι, όπως η λαλιά των ναυτικών, για την οποία βοήθησε η μεγάλη παρακαταθήκη του ποιητή Νίκου Καββαδία, ή η διάλεκτος της γεύσης, καθώς η Ελλάδα έχει μία από τις πιο πλούσιες κουζίνες του πλανήτη.
Αυτό που επιδιώκει η ομάδα, είναι περισσότερα μέλη, προκειμένου η συγκεκριμένη προσπάθεια να εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα και τον ελληνισμό όπου κι αν αυτός βρίσκεται, ενώ μέσω του διαδικτύου καλούν ανθρώπους που αγαπούν τη γλώσσα και τον τόπο τους, να συμμετέχουν στις «λεξορμήσεις», συνεισφέροντας ιστορίες, ηχογραφημένες ή γραπτές, ακόμη και μεμονωμένες λέξεις, υλικό που θα αξιοποιηθεί σε επόμενες εκδόσεις και δράσεις.