Η προσβλητική και απαξιωτική συμπεριφορά του Προέδρου Ερντογάν απέναντι στην Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, εξέπληξε αρνητικά τη διεθνή κοινή γνώμη, ως πρωτοφανές διπλωματικό ατόπημα, μέγιστη απρέπεια και ευθεία περιφρόνηση του ανωτάτου ευρωπαϊκού θεσμού.
Στο πρόσωπο της Προέδρου της Κομισιόν είναι προφανές ότι ο Τούρκος Πρόεδρος προσέβαλε την ΕΕ, αμφισβήτησε συνειδητά τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής και έθιξε τα ευρωπαϊκά ιδεώδη. Όμως εάν η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και ο Σαρλ Μισέλ αποχωρούσαν από τη συνάντηση με αφορμή τη θεσμικά απαράδεκτη στάση του Τούρκου Προέδρου, το διπλωματικό επεισόδιο και οι συνέπειές του θα βάραιναν και θα εξέθεταν αποκλειστικά τον οικοδεσπότη.
Της Ελίζας Βόζεμπεργκ*
Θα ήταν βεβαίως θεσμικά ορθότερο να μην αιφνιδιαζόταν ο Σαρλ Μισέλ και να παραχωρούσε την καρέκλα του στην Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκθέτοντας ακόμη περισσότερο τον αγενή Τούρκο Πρόεδρο.
Σε κάθε περίπτωση, η χυδαία και απολίτιστη ενέργεια του Προέδρου Ερντογάν, δύο μόλις εβδομάδες μετά την αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών, επιβεβαιώνουν τους φόβους για συνειδητή και σκόπιμη οπισθοδρόμηση της γείτονος στον τομέα των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Απέναντι σε αυτά τα προκλητικά και ανησυχητικά φαινόμενα η ΕΕ έχει χρέος να αντιδράσει, να υπερασπιστεί τις αρχές και την αξιοπρέπειά της και να πάψει να ανέχεται τέτοιες συμπεριφορές.
Ωστόσο αποτελεί κοινό μυστικό ότι κάποιοι στην Ευρώπη διαχρονικά εθελοτυφλούν, προτάσσοντας τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που τους συνδέουν με την Τουρκία, όταν η έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών με δάνεια στην τουρκική οικονομία φθάνει τα 110 δις ευρώ, οι εμπορικές συναλλαγές ΕΕ-Τουρκίας μόνο πέρυσι ανήλθαν σε 154 δις ευρώ και ευρωπαϊκές εταιρείες συνεργάζονται με τουρκικές σε αμυντικές κοινοπραξίες συμπαραγωγής εξοπλιστικών συστημάτων.
Όμως είναι άλλο πράγμα η οικονομική συνεργασία και άλλο ο σεβασμός στο κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία σύμφωνα με πληθώρα εκθέσεων διεθνών οργανισμών καταπατώνται βάναυσα στη γείτονα, καθώς αποτελούν καθημερινό φαινόμενο η βία κατά των γυναικών, η λογοκρισία, δολοφονίες, βασανιστήρια και αυθαίρετες συλλήψεις πολιτικών αντιπάλων.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μάριο Ντράγκι – προσωπικότητα διεθνούς και εγνωσμένου κύρους – χρησιμοποίησε έστω καθ’ υπερβολή τον χαρακτηρισμό “δικτάτορας” για τον εκλεγμένο Τούρκο ηγέτη.
Είναι προφανές ότι το πολυεπίπεδο χάσμα που χωρίζει την Ευρώπη από την Τουρκία καθιστά δυσχερή τη διαχείριση των μεταξύ τους σχέσεων, όμως η ΕΕ θα μπορούσε στο σημείο αυτό να αξιοποιήσει ως παράδειγμα τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη γνωρίζοντας εξ αρχής ότι έχει να κάνει με έναν δύσκολο και απρόβλεπτο γείτονα, από τη μία πλευρά φροντίζει να κρατά ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας, από την άλλη όμως είναι διπλωματικά και αμυντικά θωρακισμένη, θέτει κόκκινες γραμμές, υπερασπίζεται με αποτελεσματικότητα τα σύνορά της και υποστηρίζει τα συμφέροντά της με βάση το διεθνές δίκαιο.
Η Ευρώπη οφείλει να ενεργήσει ανάλογα, επαναπροσδιορίζοντας τη στάση της απέναντι στην Τουρκία κατά τρόπο ρητό και κατηγορηματικό. Οφείλει να πάψει να ανέχεται απειλές εις βάρος κρατών μελών, εκβιασμούς με το προσφυγικό και προσβολές του ευρωπαϊκού ιδεώδους.
Άλλωστε αποτελεί κοινό μυστικό ότι δεν υφίσταται ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και ότι ο Τούρκος Πρόεδρος την επικαλείται προσχηματικά και υποκριτικά. Διότι η ηγεμονική και νεοοθωμανική του νοοτροπία σε συνδυασμό με την προσβλητική και προκλητική του συμπεριφορά, έχουν αποδείξει ότι κάθε άλλο παρά ευρωπαίος αισθάνεται και επιθυμεί να γίνει!
*Η κ. Ελίζα Βόζεμπεργκ είναι ευρωβουλευτής ΝΔ