Στις 25 Ιανουαρίου ξεκίνησαν στην Πόλη εκ νέου οι διερευνητικές επαφές μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας βάζοντας ένα (προσωρινό;) τέλος σε μια πενταετή απουσία ουσιαστικής επικοινωνίας και σηματοδοτώντας μια κατάσταση αποκλιμάκωσης (προσωρινή;) μετά από σχεδόν 18 μήνες υψηλής έντασης που κάποιες φορές έφτασε στα όρια της κρίσης ως αποτέλεσμα μιας Τουρκικής στρατηγικής με στοιχεία υβριδικών προσεγγίσεων αλλά και ακροσφαλούς στρατιωτικής τακτικής. Την ίδια ημέρα στην Αθήνα υπογραφόταν η σύμβαση για την προμήθεια 18 μαχητικών Rafale. Αυτή η προμήθεια είναι το πρώτο σημαντικό βήμα για την αποκατάσταση το επόμενο διάστημα μιας σχετικής ισορροπίας ισχύος με την Τουρκία.
Του Κώστα Υφαντή*
Η απόφαση για την δραματική αύξηση των ελληνικών αμυντικών δαπανών τα επόμενα αρκετά χρόνια είναι μια οδυνηρή θυσία που χωρίς αμφιβολία δεν καθιστά ευκολότερη την προσπάθεια που γίνεται για να εισέλθει η χώρα σε έναν ενάρετο οικονομικό κύκλο μετά από μια δεκαετία ύφεσης. Ακριβώς γι’ αυτό και δεν υπάρχει το παραμικρό περιθώριο κακού σχεδιασμού και «λαθών» που να θυμίζουν το απώτερο αλλά και το πιο πρόσφατο κακό παρελθόν μας. Με αυτήν την θυσία η Ελλάδα επιχειρεί να αποτρέψει την ενδεχόμενη Τουρκική διάθεση για «περιπέτειες» στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο καθώς και εκείνες τις στρατιωτικές δραστηριότητες που κινούνται στην «γκρίζα ζώνη» λίγο κάτω από το κατώφλι μιας θερμής αντιπαράθεσης.
Η πρόκληση που συνιστά η αποτροπή, δηλαδή η αποθάρρυνση ενός κράτους από το αναλάβει μη επιθυμητές δράσεις – ιδιαιτέρως επιθετικές στρατιωτικές συμπεριφορές – φαίνεται να ξαναγίνεται, μετά από πολύ καιρό, κεντρικό ζήτημα της ελληνικής αμυντικής πολιτικής. Ωστόσο η δημόσια συζήτηση περί αποτροπής παραμένει προβληματική, εγκλωβισμένη στις αμαρτίες του παρελθόντος, μια «γνώση» που χαρακτηρίζεται από αστήρικτες υποθέσεις, με επιχειρηματολογία που συγκρούεται με την ιστορική εμπειρία και με ελάχιστη σχέση με την κλασσική στρατηγική ανάλυση.
Η Ελληνική αντίληψη της Τουρκικής απειλής είναι συγκεκριμένη και έχει οικοδομηθεί μετά από δεκαετίες αντιπαράθεσης, αναθεωρητισμού και κρίσεων. Στην τρέχουσα συγκυρία, όμως, η Ελλάδα έχει έλθει αντιμέτωπη με μια περισσότερο από ποτέ επείγουσα και αδυσώπητη απαίτηση για την ανασύσταση της χαμένης αποτρεπτικής της ικανότητας μετά από δέκα χρόνια στρατηγικής υποχώρησης και ταυτόχρονης Τουρκικής εκτόξευσης. Δύσκολα υφίσταται πεδίο που το ισοζύγιο μεταξύ των δύο να μην είναι αρνητικό για την Ελλάδα. Και είναι προϊόν αυτής της εξέλιξης η συμπεριφορά της Άγκυρας την τελευταία δεκαετία και η απροκάλυπτη εκβιαστική επιδίωξη για αναθεώρηση της εμβληματικής Συνθήκης της Λωζάνης. Και επειδή η Τουρκία είναι πιο ισχυρή παρά ποτέ τα τελευταία 100 χρόνια (όχι βέβαια όσο το καθεστώς Ερντογάν πιστεύει, αλλά πάντως ισχυρή), το ρίσκο μιας θερμής περιπέτειας είναι μεγαλύτερο παρά ποτέ, καθιστώντας την αποκατάσταση της ισορροπίας στρατηγική αναγκαιότητα επιβίωσης αλλά και προϋπόθεση ειρηνικής συνύπαρξης.
Έτσι, η αποτροπή πρέπει να νοηματοδοτείται πρωτίστως ως μία προσπάθεια να επηρεαστεί αποφασιστικά η σκέψη του ανταγωνιστή. Και κάθε στρατηγική για να προληφθεί η επιθετικότητά του οφείλει να εκκινεί με μια κατά το δυνατόν αξιολόγηση των συμφερόντων, κινήτρων, αξιών και αντιλήψεών του. Τότε η αποτροπή γίνεται το εργαλείο για να αντιληφθεί η άλλη πλευρά ότι υπάρχουν προτιμότερες εναλλακτικές από την σύγκρουση. Αυτή είναι η σημασία των Rafale και όλων των αμυντικών συστημάτων που δυστυχώς πρέπει να αποκτηθούν το συντομότερο δυνατόν. Το τίμημα της ειρήνης…
* Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο