Στον τομέα της προστασίας του κόσμου της μισθωτής εργασίας η κυβέρνηση απέτυχε», υπογραμμίζει ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Νάσος Ηλιόπουλος, σε άρθρο του στην «Καθημερινή της Κυριακής».
Η κυβέρνηση επέδειξε πλήρη αδιαφορία για τη διασπορά του ιού στους εργασιακούς χώρους, σημειώνει ο Ν. Ηλιόπουλος, με αποτέλεσμα στις αρχές Σεπτεμβρίου «σε έναν εργασιακό χώρο στη Βόρεια Ελλάδα να καταγράφονται 191 κρούσματα»
και σε λιγότερο από ένα μήνα «να προκύψει δεύτερο αντίστοιχο περιστατικό με 114 κρούσματα».
Κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «με θεσμικές ρυθμίσεις και συνειδητές παραλείψεις» οδήγησε τους χώρους εργασίας «σε μια βαθιά προβληματική κατάσταση όπου κυριαρχεί ο φόβος», καθώς «εργαζόμενοι αποτρέπονται από το να δηλώσουν ότι νοσούν, αναγκάζονται να εργαστούν όντας άρρωστοι, εκβιάζονται να δηλώσουν πλαστά στοιχεία προκειμένου να μην υποστεί η επιχείρηση τις ενδεχόμενες συνέπειες από την αναστολή της λειτουργίας της».
Η πολιτεία θα έπρεπε να εκπονήσει ένα έκτακτο σχέδιο «για την τήρηση μέτρων υγείας και ασφάλειας στους εργασιακούς χώρους», τονίζει και προσθέτει ότι με ευθύνη της κυβέρνησης «οι επιθεωρητές εργασίας βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα οργανωτικό χάος», με «αντιφατικές οδηγίες, με κενά και ελλείψεις από ανθρώπους που ούτε θέλουν ούτε μπορούν να κατανοήσουν το ελεγκτικό έργο και τη σημασία του».
Τέλος, ο Νάσος Ηλιόπουλος επαναλαμβάνει τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία για «μαζική διεξαγωγή δωρεάν τεστ στους εργασιακούς χώρους, μέτρα οικονομικής στήριξης προς τους εργαζόμενους που πρέπει να μπουν σε καραντίνα ή έχουν ήδη νοσήσει» αλλά και «προστασία τους από την απόλυση». Χρειάζεται επίσης «αναβάθμιση της επιθεώρησης εργασίας», υπογραμμίζει, «σχέδιο ελέγχων με βάση risk analysis το οποίο θα τροφοδοτείται και από τις καταγραφές των κρουσμάτων, στήριξη στις επιχειρήσεις για να αντεπεξέλθουν στο κόστος προσαρμογής στα υγειονομικά πρωτόκολλα, αυστηρές κυρώσεις στους παραβάτες και ενεργοποίηση ειδικής γραμμής καταγγελιών».
Επισυνάπτεται πλήρες το άρθρο
Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου όταν σε έναν εργασιακό χώρο στη Βόρεια Ελλάδα καταγράφηκαν 191 κρούσματα. Δεν χρειάστηκε να περάσει ούτε ένας μήνας μέχρι να προκύψει δεύτερο αντίστοιχο περιστατικό με 114 κρούσματα αυτή τη φορά. Βρισκόμασταν ακόμα στην περίοδο που η κυβέρνηση ζούσε την αυταπάτη ότι η χώρα δεν θα αντιμετωπίσει ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας. Είχαμε μόλις βγει από ένα καλοκαίρι όπου κυριαρχούσε το μοτίβο για τις ευθύνες της «νεολαίας που γλεντάει» και για τις πλατείες.
Σε αυτή τη ρητορική οι εργασιακοί χώροι απουσίαζαν παντελώς. Και αυτό παρότι η διεθνής εμπειρία υπαγόρευε διαφορετικά: βιοτεχνικές και βιομηχανικές μονάδες από τον ιταλικό Βορρά έως τις αμερικανικές ανατολικές πολιτείες είχαν λειτουργήσει ως εστίες υπέρ-μετάδοσης την άνοιξη. Ο γαλλικός οργανισμός δημόσιας υγείας προειδοποιούσε: οι εργασιακοί χώροι αποτελούν τους κύριους χώρους διασποράς του ιού.
Η τάση είχε ήδη αρχίσει να ξεδιπλώνεται. Ήταν μπροστά στα μάτια μας αλλά η κυβέρνηση αρνούνταν να την αντιμετωπίσει. Η αδιαφορία για τα όσα συνέβαιναν στις κονσερβοποιίες και τα ορνιθοτροφεία της Βόρειας και Βορειοδυτικής Ελλάδας συμβάδιζε με τις προκλητικές δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων για τα μέσα μαζικής μεταφοράς σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Υπήρχε και άλλος δρόμος. Ο δρόμος της αναμέτρησης με την πραγματικότητα. Το πρώτο που θα έπρεπε να κάνει η πολιτεία μπροστά σε αυτή τη συνθήκη θα ήταν η εκπόνηση ενός έκτακτου σχεδίου για την τήρηση μέτρων υγείας και ασφάλειας στους εργασιακούς χώρους.
Αντιθέτως, η ελληνική κυβέρνηση με θεσμικές ρυθμίσεις και συνειδητές παραλείψεις οδήγησε σε μια βαθιά προβληματική κατάσταση όπου κυριαρχεί ο φόβος. Εργαζόμενοι αποτρέπονται από το να δηλώσουν ότι νοσούν, εργαζόμενοι αναγκάζονται να εργαστούν όντας άρρωστοι, εργαζόμενοι εκβιάζονται να δηλώσουν πλαστά στοιχεία προκειμένου να μην υποστεί η επιχείρηση τις ενδεχόμενες συνέπειες από την αναστολή της λειτουργίας της.
Ας σκεφτούμε ένα παράδειγμα. Ένας εργαζόμενος στην πολύπαθη εστίαση ή στον τουρισμό θα έπρεπε να ξοδέψει 100 ευρώ για να κάνει το τεστ. Δεν είναι ένα αμελητέο έξοδο. Αλλά ακόμα και αν το κάνει, η νέα εργατική νομοθεσία ορίζει ότι αν νοσήσει ή μπει σε καραντίνα θα πρέπει μόλις επιστρέψει στη δουλειά του να αναπληρώσει το διάστημα που έλειψε με απλήρωτες υπερωρίες. Είναι δίκαιο αυτό; Είναι αποτελεσματικό;
Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι το κράτος μας διαθέτει μηχανισμούς προστασίας της υγείας των εργαζόμενων. Η επιθεώρηση εργασίας θα μπορούσε να είναι ο κρίσιμος κρίκος για την εκπόνηση και την εφαρμογή ενός σχεδίου έκτακτης ανάγκης. Αντί για αυτό η κυβέρνηση έχει απαξιώσει την υπηρεσία. Οι επιθεωρητές εργασίας βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα οργανωτικό χάος. Αντιφατικές οδηγίες, με κενά και ελλείψεις από ανθρώπους που ούτε θέλουν ούτε μπορούν να κατανοήσουν το ελεγκτικό έργο και τη σημασία του. Επιλογή που εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο μοντέλο επιχειρηματικότητας το οποίο δεν συμπαθεί τους κανόνες και νιώθει δυσανεξία στον έλεγχο.
Τα παραπάνω φωτίζουν μια συνολικότερη προβληματική του σημερινού αδιεξόδου. Τα οικονομικά αποτελέσματα της πανδημίας την ανατροφοδοτούν. Η οικονομική κατάρρευση λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής της. Η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων φθίνει όταν συγκρούονται με την ανάγκη της καθημερινής επιβίωσης. Το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει καταγράψει τη δεύτερη μεγαλύτερη μείωση εισοδήματος εργαζομένων στην Ε.Ε. αναδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος.
Η διαφαινόμενη κατάρρευση του κυβερνητικού σχεδιασμού για τα εμβόλια επιβάλλει άμεσα αλλαγή πορείας. Ο νέος σχεδιασμός οφείλει να περιλαμβάνει μαζική διεξαγωγή δωρεάν τεστ στους εργασιακούς χώρους, μέτρα οικονομικής στήριξης προς τους εργαζόμενους που πρέπει να μπουν σε καραντίνα ή έχουν ήδη νοσήσει, αλλά και την προστασία τους από την απόλυση. Αναβάθμιση της επιθεώρησης εργασίας. Σχέδιο ελέγχων με βάση risk analysis το οποίο θα τροφοδοτείται και από τις καταγραφές των κρουσμάτων. Στήριξη στις επιχειρήσεις για να αντεπεξέλθουν στο κόστος προσαρμογής στα υγειονομικά πρωτόκολλα. Τέλος, αυστηρές κυρώσεις στους παραβάτες και την ενεργοποίηση ειδικής γραμμής καταγγελιών.
Έχουμε μπροστά μας μια αναμέτρηση η οποία θα κρατήσει καιρό. Μια αναμέτρηση με την πανδημία και τις κοινωνικές επιπτώσεις της που απαιτεί συγκεκριμένο σχέδιο, υπέρβαση των ιδεοληπτικών εμμονών και κυρίως επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα. Στον τομέα της προστασίας του κόσμου της μισθωτής εργασίας η κυβέρνηση απέτυχε. Είναι μια αποτυχία την οποία πληρώνει όλη η κοινωνία: οι συνεπείς επιχειρηματίες, οι εργαζόμενοι, το δημόσιο σύστημα υγείας. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να συνεχίσουμε έτσι.