Δεν έχει προηγούμενο μετά το 1974 η διάρκεια της εν εξελίξει κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η Τουρκία αμφισβητεί με κάθε τρόπο, διπλωματικό, επιχειρησιακό, ρητορικό, τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας. Δεν ζητά στην πράξη διάλογο για την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα. Αντιθέτως, θέλει να προβάλλει ένα status κυριαρχίας της στην Ανατολική Μεσόγειο εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου. Πρόκειται για μία ιστορικά απαράδεκτη κατάσταση την οποία η Ευρώπη οριστικά και αμετάκλητα έχει ξεπεράσει στη μεταπολεμική περίοδο.
Της Μαριέττας Γιαννάκου*
Η Ελλάδα ορθώς προσδιόρισε το πεδίο της διπλωματικής αντιπαράθεσης, ώστε να συμπεριλάβει και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Αν η Τουρκία θεωρεί ότι είναι αναδυόμενη περιφερειακή δύναμη, τότε θα πρέπει να αναμετρηθεί με την πραγματική κυρίαρχη δύναμη των κρατών-μελών της ΕΕ. Αν η Τουρκία αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας, ή ακόμη και τμήματα της επικράτειάς της, τότε πρέπει να αντιληφθεί ότι αυτά αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των ευρωπαϊκών συμφερόντων. Αν η Τουρκία θεωρεί ότι έχει ιστορικά δικαιώματα στην περιοχή, τότε θα πρέπει να σεβαστεί τις χώρες εκείνες οι οποίες στην πραγματικότητα διαμόρφωσαν το Μεσογειακό χώρο πολύ πριν εμφανιστούν οι φαντασιακοί πρόγονοι του κ. Ερντογάν. Αν η Τουρκία θεωρεί ότι δια της ισχύος θα επιβληθεί διεκδικώντας ζωτικό χώρο, τότε θα πρέπει να διδαχθεί από το οικτρό τέλος του καθεστώτος το οποίο διεκδίκησε κάτι ανάλογο στον ευρωπαϊκό χώρο.
Αρκετές πλευρές επισημαίνουν την ατολμία, αναποφασιστικότητα και καθυστέρηση των ευρωπαϊκών αντανακλαστικών. Θέλω να επισημάνω ότι ποτέ η ΕΕ δεν αντέδρασε εν θερμώ, ενώ διαχρονικά χρειάστηκε χρόνος για να αναληφθούν οι μεγάλες θεσμικές και άλλες πρωτοβουλίες. Ας υπενθυμίσουμε ότι η ΕΕ συμπεριφέρθηκε ως αδιαίρετο σύνολο απέναντι στη Βρετανία και στην προσπάθεια διαπραγμάτευσης εκ μέρους της μίας συμφωνίας αποχώρησης επωφελούς για την ίδια.
Η Ευρώπη υπό το βάρος των συλλογικών ευθυνών
Η ΕΕ έχει ήδη εμπράκτως στηρίξει τις ελληνικές θέσεις με την πρώτη δέσμη μέτρων τον Νοέμβριο 2019 σχετικά με επιβολή κυρώσεων έναντι προσώπων ή οντοτήτων που ευθύνονται για τις παράνομες δραστηριότητες γεώτρησης για υδρογονάνθρακες στην Ανατολική Μεσόγειο ή εμπλέκονται σε αυτές. Οι κυρώσεις για να έχουν πραγματική διαπραγματευτική ισχύ πρέπει να θεωρηθούν ως το ύστατο μέτρο για τον συνετισμό του αντιπάλου. Άρα, είναι η απειλή των κυρώσεων, η οποία προέχει αυτή τη στιγμή. Ανάλογη αποφασιστικότητα εκ μέρους της ΕΕ τεκμηριώνεται και στην περίπτωση του Έβρου με την άμεση επιχειρησιακή στήριξη της διαφύλαξης των συνόρων μας έναντι της απόπειρας παραβίασής τους από την Τουρκία με όχημα το κύμα προσφύγων και μεταναστών.
Η Γερμανική Προεδρία, ήδη από την έναρξη της θητείας της, επιλαμβάνεται του θέματος προσθέτοντας το ειδικό διπλωματικό βάρος της Καγκελαρίας. Η Γαλλία έχει αυτονόητα στρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή και εκδηλώνει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την υποστηρικτική στάση της. Η Αυστρία επίσης εκδηλώνει ζωηρό ενδιαφέρον και προσδιορίζει τη στάση της ενάντια στην τακτική εκβιασμών της Τουρκίας. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου συνομιλεί με όλες τις πλευρές και ρητώς έχει θέσει ως προϋπόθεση την λήξη των επιχειρήσεων εκ μέρους της Τουρκίας. Τα μεγαλύτερα προβλήματα εντοπίζονται στη λειτουργία του ΝΑΤΟ, αλλά αυτά έχουν εγκαίρως επισημανθεί από τον Πρόεδρο Μακρόν.
Ναι στη διπλωματία όχι στις προκλήσεις
Η χώρα μας έχει συνειδητά επιλέξει να μην απαντά στις προκλήσεις και την εμπρηστική ρητορική, διαμηνύοντας ωστόσο πως διάλογος σημαίνει πρώτα πως σταματούν οι προκλήσεις και η επιθετική συμπεριφορά. Η αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διεθνών διαφορών είναι άλλωστε ένα από τα βασικά θεμέλια του διεθνούς συστήματος και συμπληρώνεται από την απαγόρευση χρήσης βίας ή απειλή χρήσης βίας (άρθρο 2, παρ.4 χάρτα ΟΗΕ).
Η Ευρώπη σύσσωμη συνιστά το διάλογο, τη διπλωματική διαπραγμάτευση και την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου. Αυτό αποτελεί για εμάς ένα ισχυρό πλεονέκτημα απέναντι στην τουρκική στρατηγική, η οποία προφανώς θεωρούσε ότι θα αποδεχθούμε τετελεσμένα δίχως αντίδραση.
Ο δρόμος, ωστόσο, θα είναι μακρύς απέναντι σε ένα καθεστώς το οποίο επιδιώκει την επιβίωσή του με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο. Οι κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης είναι στην σωστή κατεύθυνση και υπάρχει αρκετή ωριμότητα στην τρέχουσα σύνθεση του κοινοβουλίου για να γίνουν αντιληπτοί οι κίνδυνοι και η ανάγκη εθνικής γραμμής.
Δεν συντρέχουν, λοιπόν, οι προϋποθέσεις για μία μεμψίμοιρη στάση εκ μέρους μας εναντίον των εταίρων μας στην ΕΕ. Αντιθέτως, πρέπει να ενισχύσουμε τη δημόσια διπλωματία μας στον ευρωπαϊκό χώρο. Να πείσουμε κάθε πλευρά ότι η προσβολή των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας σήμερα, θα προκαλέσει βλάβη στα ευρωπαϊκά συμφέροντα για μεγάλο διάστημα. Ότι εάν υποκύψουμε στην λογική της πυγμής και των απειλών του Προέδρου Ερντογάν, η Ευρώπη θα αυτό-αναιρεθεί ως η πραγματική δύναμη κυριαρχίας και ειρήνης στην περιοχή. Αυτό συμβολίζει μεταξύ άλλων και η σύνοδος MED-7 στην οποία θα συμμετάσχει προσεχώς και η Ελλάδα.
*Η Μαριέττα Γιαννάκου είναι Βουλευτής Επικρατείας της ΝΔ, πρώην Υπουργός