Η εικόνα Σαρακατσάνων νομάδων κτηνοτρόφων να περπατούν με τα ζώα τους στον δρόμο από την αρχαία Κόρινθο προς το Άργος, ένα Κυριακάτικο μεσημεριανό, το μακρινό 1968, εντυπώθηκε βαθιά μέσα της και όταν αρκετά χρόνια αργότερα μετακόμισε μόνιμα στην Ελλάδα, θέλησε να μάθει περισσότερα γι’ αυτή την ξεχωριστή φυλή.
Με καταγωγή από την Οκλαχόμα των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά κατά βάθος πολίτης του κόσμου από νεαρή ηλικία, αφού ο αξιωματικός πατέρας της έπαιρνε μεταθέσεις σε διάφορες πόλεις και χώρες -από τη Χαβάη, στο Λονδίνο κι από εκεί στη Γερμανία και αλλού- η Ράνταλ Γουόρνερ (Randall Warner) αγάπησε την Ελλάδα, αυτή που γνώρισε μέσα από τα βιβλία της αρχαιοελληνικής ιστορίας, και όχι μόνο την επισκέφθηκε ως φοιτήτρια στη «δύση» της δεκαετίας του ’60, αλλά κάποια χρόνια αργότερα έμελλε να μετακομίσει μόνιμα και να μεγαλώσει εδώ την οικογένειά της.
Το φως του ουρανού αλλά και η αγάπη για την απλή ζωή την κράτησαν, μαζί με τον καλλιτέχνη σύζυγό της Μπάρι Φέλντμαν (Barry Feldman), στην Ελλάδα από το 1989 έως σήμερα. Όμως, ήταν η «νομαδική» ζωή της οικογένειάς της, λόγω των πολλών μετακινήσεων, αυτή που θα έλεγε κανείς, πως την έκανε ν’ αγαπήσει τους Σαρακατσάνους, να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε γι’ αυτούς αλλά και να συλλέξει πολλά αντικείμενα σχετικά με τη σαρακατσάνικη παράδοση, τα οποία σήμερα βρίσκονται στο Εθνολογικό Μουσείο Θράκης, στο οποίο και τα δώρισε.
«Ήρθα στην Ελλάδα για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1968, έχοντας σπουδάσει αρχαία ελληνικά. Ήθελα να δω αν η Ελλάδα του σήμερα (σ.σ. της εποχής εκείνης) ήταν τόσο συναρπαστική όσο υπήρξε για μένα η αρχαία Ελλάδα», αφηγείται στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Γουόρνερ, η οποία, στο πρώτο εκείνο ταξίδι, είδε την εικόνα αυτή με τους νομάδες κτηνοτρόφους, πάνω στην οποία «έχτισε» μια μοναδική σχέση με το σαρακατσάνικο στοιχείο.
Δύο δεκαετίες αργότερα από εκείνη την πρώτη επίσκεψη, η κ. Γουόρνερ ήρθε στη Θεσσαλονίκη και εργάστηκε έως τη συνταξιοδότησή της στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή, όπου ανάμεσα στους πολλούς μικρούς «θησαυρούς» του αρχείου της εντόπισε μια φωτογραφία Σαρακατσάνων να περπατάνε από τη Θέρμη προς το κέντρο της πόλης, με τα άλογα φορτωμένα καθώς οι νομάδες όπου πάνε «κουβαλούν» μαζί κι ολόκληρο το σπίτι τους.
Μέσα από τα βιβλία της Αγγελικής Χατζημιχάλη για τους Σαρακατσάνους, τις αναφορές της Δόμνας Σαμίου και του Πάτρικ Σεϊμούρ αλλά και τα πολλά ταξίδια στην ηπειρωτική χώρα, η κ. Γουόρνερ ανακάλυψε τον θαυμαστό κόσμο των Σαρακατσάνων και απέκτησε το πρώτο της αντικείμενο, μια παραδοσιακή φούστα από την περιοχή της Ροδόπης, σ’ ένα ταξίδι στην Καβάλα με το ντεσεβό, το πρώτο αυτοκίνητο του ζευγαριού στην Ελλάδα.
«Το πρώτο αντικείμενο της συλλογής μου το βρήκα στην Καβάλα. Ακολούθησε η Κομοτηνή, μετά το Μέτσοβο και αλλού. Από την Ήπειρο ως τη Ροδόπη ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία. Ακόμη και στη Σκόπελο εντόπισα ορισμένα αντικείμενα. Έμαθα τους Σαρακατσάνους τόσο μέσα από τον ξεχωριστό ρουχισμό τους -τις φούστες, τα γιλέκα, τα ζωνάρια- όσο και από τα καλύβια τους, αλλά και τα ανταμώματά τους», λέει η συνταξιούχος πλέον Αμερικανίδα.
Ακόμη και σήμερα, μέσα από τις σελίδες βιβλίων για τους Σαρακατσάνους «ταξιδεύει» αναμειγνύοντας τις εικόνες που παίρνει απ’ αυτά με αναμνήσεις από τα ταξίδια με το μικρό ντεσεβό, που αποδείχθηκε ωστόσο αρκετά μεγάλο ώστε να «κουβαλήσει» την ανεκτίμητη γνώση κι εμπειρία που μπορεί να προσφέρει σε κάποιον η διαδρομή…
Δεν περιορίστηκε όμως μόνο στην αναζήτηση αντικειμένων σχετικών με τη σαρακατσάνικη κουλτούρα αλλά θέλησε να διεισδύσει βαθύτερα στην ίδια τη ζωή, τα ήθη κι έθιμα των Σαρακατσάνων, συμμετέχοντας από τη δεκαετία του ’90 ήδη στο πρώτο της σαρακατσάνικο αντάμωμα, κάπου βόρεια της Δράμας, όπως λέει, σε μια αχανή έκταση, μέσα στη φύση.
Γύρω στο 2015, η κ. Γουόρνερ αποφάσισε να δωρίσει τη συλλογή της σε κάποιο μουσείο και σε μια επαφή με την πολύ δραστήρια πρόεδρο και διευθύντρια του Εθνολογικού Μουσείου Θράκης, Αγγελική Γιαννακίδου, τα αντικείμενα αυτά βρήκαν τη νέα μόνιμη στέγη τους. «Η συλλογή μου δεν ανήκει σε μένα για πάντα, για κάποιον καιρό ναι, αλλά όχι παντοτινά», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Επρόκειτο για μια δωρεά που η κ. Γιαννακίδου χαρακτηρίζει «σημαντική και συγκινητική», αποτελούμενη από διάφορα αντικείμενα: δύο τεμάχια Παναγούλες Σαρακατσάνικες, μία τάβλα, ένα τουρνοκώλι, μία ζώνη κεντημένη με χάντρες, ένα πουκάμισο με μανίκια μεσιακά, ένα ζωνάρι, ένα γιλέκο, μία φούστα κοντή πλισέ, ένα φουστάνι πλισέ, δύο μπόχους σαρακατσάνικος (ο ένας στολισμένος με φούντες), κάλτσες μάλλινες πλεκτές κ.ά. «Μού θύμισε όλο το ενδιαφέρον των ανθρώπων το ’60-’70, κυρίως των ξένων, για τις υλικότητες αυτές, τα ρούχα, και κυρίως τα σαρακατσάνικα, που προκαλούν εντύπωση με την τέλεια τεχνική και δωρικότητα», τονίζει η πρόεδρος του Εθνολογικού Μουσείου Θράκης.