Κίνηση ματ θεώρησε ο Ερντογάν τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, εν μέσω της πιο κρίσιμης περιόδου για τη χώρα του. Η οικονομία της γείτονος χώρας καταρρέει μέρα με τη μέρα, η κρίση της πανδημίας μαστίζει την Τουρκία, με τους αριθμούς των αποθανόντων να μην έρχονται στη δημοσιότητα, ο τουρισμός βουλιάζει και ο Τούρκος Πρόεδρος προσπαθεί με νύχια και με δόντια να κρατήσει την αυτοκρατορία του ζωντανή ή τουλάχιστον να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση αυτήν.
Ο φανατισμός και κυρίως ο θρησκευτικός φανατισμός ήταν πάντα το άλογο πάνω στο οποίο πόνταρε τα ρέστα του ο Ερντογάν για να κρατηθεί στην εξουσία και εκεί ακριβώς είναι που ποντάρει και τώρα μετατρέποντας το εμβληματικό μνημείο της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Επί της ουσίας «δίνει αίμα» στους φανατικούς μουσουλμάνους και τροφοδοτεί τον αιώνιο θρησκευτικό πόλεμο ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, ελπίζοντας ότι αυτό θα του γυρίσει πίσω σε ψήφους.
Δεν είναι τόσο το μνημείο αυτό καθαυτό που ήθελε να χρησιμοποιήσει ο Ερντογάν, ούτε καν το γεγονός ότι αυτό είναι ταυτισμένο με την Ελλάδα σε ιστορικό χρόνο, όσο η σημειολογία αυτού στο θρησκευτικό διχασμό που έτσι κι αλλιώς επικρατεί και εξαπλώνεται τα τελευταία χρόνια και αποτελεί και το βασικό χαρακτηριστικό διαχωρισμού της ανατολής και της δύσης. Η Τουρκία ξέρει ότι μάλλον δε θα καταφέρει ποτέ να κερδίσει το πολυπόθητο τίτλο της δυτικής χώρας και ο λαός της δε θα χαίρει δυτικής εκτίμησης. Ακόμη και οι υποσχέσεις της Μέρκελ για την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, πολλοί γνωρίζουν ότι αποτελούν απλώς….υποσχέσεις.
Η πραγματικότητα είναι ότι ο Ερντογάν πέτυχε ακριβώς αυτό που ήθελε και το πέτυχε και καλά. Έκανε το μεγάλο για αυτόν «μπαμ», ακούστηκε σε όλη την παγκόσμια κοινότητα, έδωσε αίμα και ανάσα ζωής στην πλειοψηφία του θρησκευτικά φανατισμένου λαού του και πούλησε την «μαγκιά» που ήθελε. Οι δε απαντήσεις από μεριάς της παγκόσμιας κοινότητας, είτε πολιτικής, είτε θεσμικής, θα χαρακτηρίζονταν μάλλον χλιαρές, αφού κανείς μέχρι και τώρα δεν έχει κουνήσει το δάχτυλο στο Τούρκο Πρόεδρο και ακόμα και η UNESCO, δείχνει μάλλον απρόθυμη να προχωρήσει σε κινήσεις που θα διασφαλίσουν την πολιτισμική αξία της Αγίας Σοφίας.
Μνημεία τέτοιου βεληνεκούς όπως η Αγία Σοφία αποτελούν πολιτισμική παρακαταθήκη και σαφώς αποτελούν και ορόσημο για την ιστορική πορεία και ενσυναίσθηση κάθε λαού, αφού σε πολλές περιπτώσεις φέρουν βαριά νοήματα και ταυτίζονται με χρυσές ιστορικές περιόδους. Το συγκεκριμένο δε μνημείο αποτελεί διαχρονικά μία γέφυρα ανάμεσα στην ανατολή και τη δύση, τον χριστιανισμό και τον μουσουλμανισμό, καθώς και την ομαλή συνύπαρξη αυτών.
Αναλογιζόμενοι λοιπόν τον ολοένα και αυξανόμενο θρησκευτικό φανατισμό που αναδύεται και πάλι τα τελευταία χρόνια σε μείζον πρόβλημα, αλλά και τα διόλου αμελητέα προβλήματα με τα οποία έχει έρθει αντιμέτωπος ο Ερντογάν, δε θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη η κίνηση αυτή, ούτε σαφώς βέβαια και η χρονική στιγμή στην οποία έλαβε χώρα. Δεν είναι μια κίνηση που έχει ως στόχο μόνον την ελληνική πλευρά, αλλά πολύ περισσότερο τη δυτική κουλτούρα, διακυβέρνηση και πραγματικότητα, που φαίνεται να αντιμάχεται όλο και περισσότερο στη μουσουλμανική προσπάθεια επικράτησης.