*Της Aleksandra Sojka
Την Κυριακή διεξήχθησαν στην Πολωνία οι πρώτες εκλογές εθνικής κλίμακας στην Ε.Ε. μετά την εκδήλωση της πανδημίας. Ο δεύτερος γύρος αυτών των προεδρικών εκλογών ήταν μια αναμέτρηση ανάμεσα στον εθνικο-συντηρητικό και αντιδραστικό λαϊκισμό του κυβερνώντος κόμματος και τον οικονομικο-κοινωνικό φιλοευρωπαϊκό φιλελευθερισμό της αντιπολίτευσης. Η προσωποποίηση δηλαδή του κεντρικού διλήμματος της παγκοσμιοποίησης.
Το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών ήταν από την αρχή σαφές πως θα είχε αποφασιστική σημασία για το μέλλον της Πολωνίας και τις σχέσεις της με την υπόλοιπη Ευρώπη: αν δηλαδή θα συνεχιζόταν η καταστροφή των δημοκρατικών θεσμών, η πολιτικοποίηση των δικαστηρίων και η υπονόμευση των ελευθεριών με τον σημερινό πρόεδρο ή θα αποκαθίστατο το δημοκρατικό κράτος με τα συνταγματικά αντίβαρά του στην περίπτωση που επικρατούσε ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης.
Τελικά επικράτησε ο πρόεδρος Ντούντα, με τη μικρότερη διαφορά από το τέλος του κομμουνισμού, το 1989, και με μια υψηλή συμμετοχή, αποτέλεσμα της έντονης πόλωσης της πολωνικής κοινωνίας.
Η νίκη του Ντούντα σημαίνει ότι το κυβερνών κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) θα συνεχίσει το πρόγραμμα λαϊκιστικής αντεπανάστασης μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, που θα διεξαχθούν σε τρία χρόνια. Η θεσμική υποχώρηση της Πολωνίας ξεκίνησε όταν το κόμμα αυτό κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές του 2015, την ίδια χρονιά που ο Ντούντα εξελέγη για πρώτη φορά πρόεδρος. Η σημαντικότερη αντιμεταρρύθμιση που έχει κάνει ο τελευταίος αφορά το δικαστικό σύστημα και έχει καταγγελθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών. Οι εκλογές της Κυριακής είχαν θεωρηθεί η τελευταία ευκαιρία να αντιστραφεί αυτή η τάση.
Ο συνδυασμός της ταυτοτικής πολιτικής της πολωνικής Δεξιάς και της αύξησης των κρατικών δαπανών παραμένει νικηφόρος για το PiS. Το κλειδί βρίσκεται στις μικρές πόλεις και κοινότητες, όπου ο Ντούντα εμφανίζεται ως ο εγγυητής της συνέχισης της κοινωνικής πολιτικής που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια. Ο Ντούντα έχει δεσμευτεί επίσης να υπερασπιστεί τις «οικογενειακές αξίες», με μια προεκλογική εκστρατεία σε ομοφοβικούς τόνους. Η κρατική τηλεόραση, που ελέγχεται από το PiS, έχει μετατραπεί την ίδια στιγμή σε προπαγανδιστικό μηχανισμό υπέρ του Ντούντα, καταγγέλλοντας τον αντίπαλό του ότι είναι όργανο ξένων συμφερόντων.
Παρόλο που είχε τον κρατικό μηχανισμό εναντίον του, πάντως, ο δήμαρχος της Βαρσοβίας Ραφάλ Τσασκόφσκι κατάφερε να ενώσει και να κινητοποιήσει την αντιπολίτευση, που τα τελευταία χρόνια είναι κατακερματισμένη. Μπόρεσε επίσης σε ένα βαθμό να αποστασιοποιηθεί από το κόμμα του, την Πλατφόρμα των Πολιτών (ΡΟ), και να προσελκύσει ψηφοφόρους που είναι κουρασμένοι από τον ανταγωνισμό PiS-PO.
Ο Ντούντα κατάφερε τελικά να πετύχει ένα αποτέλεσμα μόνο ελαφρώς καλύτερο από εκείνο του Τσασκόφσκι, παρόλο που είχε την πλήρη στήριξη των θεσμών. Αυτά δεν είναι καλά νέα για τη δημοκρατία. Το πιο ανησυχητικό είναι οι κινήσεις που σημειώνονται κατά των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης, με το πρόσχημα ότι τελούν υπό ξένη επιρροή. Αυτή η μάχη θα είναι εξίσου σημαντική με τη μάχη για το κράτος δικαίου. Ο στόχος είναι να προφυλαχθούν τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, να ενισχυθεί η τοπική αυτοδιοίκηση και να διατηρηθεί η ενότητα της αντιπολίτευσης.
Για να επιτευχθούν αυτά, θα πρέπει να διατηρηθεί η διεθνής πίεση στην Πολωνία, ιδιαίτερα από την πλευρά της ΕΕ.
* Η Aleksandra Sojka είναι αρθρογράφος της El País
Πηγή: El País