Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο συμφώνησαν χθες «να δώσουν νέα ώθηση» στις διαπραγματεύσεις για την διαμόρφωση της μελλοντικής σχέσης Βρυξελλών-Λονδίνου, με τον βρετανό πρωθυπουργό να ορίζει με μεγάλη φιλοδοξία ως στόχο την διαμόρφωση του πλαισίου μίας συμφωνίας ήδη από τον Ιούλιο.
Αφού αποχώρησε επισήμως από την Ευρωπαϊκή Ένωσή στις 31 Ιανουαρίου, το Ηνωμένο Βασίλειο διαπραγματεύεται έκτοτε με τις Βρυξέλλες με στόχο την διαμόρφωση μίας προνομιακής εμπορικής σχέσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι το τέλος της μεταβατικής περιόδου στις 31 Δεκεμβρίου. Οι μέχρι σήμερα συνομιλίες δεν έχουν σημειώσει πρόοδο, ενώ πλησιάζει με μεγάλα βήματα η καταληκτική ημερομηνία, μαζί με το φάσμα «μη συμφωνίας», ενός καταστροφικού σεναρίου για τις οικονομίες που έχουν ήδη δοκιμασθεί από την κρίση του κορωνοϊού.
Ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον ενεπλάκη για πρώτη φορά στις διαπραγματεύσεις χθες και συνομίλησε μέσω τηλεδιάσκεψης με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, τον πρόεδρο του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ντέιβιντ Σασόλι και τον επικεφαλής ευρωπαίο διαπραγματευτή Μισέλ Μπαρνιέ.
«Μία νέα ώθηση είναι αναγκαία» για την επίτευξη συμφωνίας μέχρι το τέλος του 2020 για την μελλοντική σχέση ανάμεσα στο Λονδίνο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αναγνώρισαν οι επικεφαλής των δύο πλευρών σε κοινό ανακοινωθέν. Τάσσονται δε υπέρ της εξεύρεσης «γρήγορα κοινού τόπου επί των αρχών που θα διέπουν κάθε συμφωνία», την ώρα που το χάσμα ανάμεσα στις θέσεις των μεν και των δε παραμένει τεράστιο».
Πριν από την χθεσινή εξ αποστάσεως συνάντηση κορυφής, τα δύο στρατόπεδα είχαν ήδη συμφωνήσει να επιταχύνουν τον ρυθμό των συνομιλιών, που θα διεξάγονται εντατικά ολόκληρο το καλοκαίρι.
Το πρόγραμμα των διαπραγματεύσεων είναι πλήρες για τον Ιούλιο, με συναντήσεις κάθε εβδομάδα, στις Βρυξέλλες ή στο Λονδίνο, οι περισσότερες σε περιορισμένη σύνθεση, για την προώθηση των πλέον επίμαχων θεμάτων της διαπραγμάτευσης.
Με βάση το χρονοδιάγραμμα, ο Μπόρις Τζόνσον θεωρεί δυνατόν ότι το Λονδίνο και οι Βρυξέλλες από τον επόμενο μήνα θα έχουν διαμορφώσει εικόνα για την ικανότητα των δύο πλευρών να φθάσουν σε συμφωνία, πράγμα που θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις να προετοιμασθούν με βάση το σενάριο που θα αρχίσει να προβάλλει.
«Όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο, δεν υπάρχει λόγος να μην το καταφέρουμε τον Ιούλιο», είπε ο Μπόρις Τζόνσον. «Δεν θέλω να συνεχισθεί αυτό μέχρι το φθινόπωρο ή τον χειμώνα», πρόσθεσε , ενώ, υποτιμώντας το χάσμα ανάμεσα στις δύο πλευρές, δήλωσε ότι οι θέσεις τους «δεν είναι και τόσο απομακρυσμένες».
«Πραγματικό τεστ»
Μεταξύ των σημείων διαφωνίας, οι εγγυήσεις για ισότιμο ανταγωνισμό στον φορολογικό, κοινωνικό ή περιβαλλοντικό τομέα ( το level playing field), που απαιτεί η Ευρωπαϊκή Ενωση, για να αποκλείσει την δημιουργία των συνθηκών που θα επιτρέψουν την λειτουργία μίας απορρυθμισμένης οικονομίας στην πόρτα της.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ δήλωσε στο Twitter «έτοιμος να βάλει μια τίγρη στην μηχανή», αλλά όχι και να αποδεχθεί μία συμφωνία «με κλειστά μάτια»: Οι όροι ισότιμου ανταγωνισμού είναι ουσιαστικής σημασίας», προειδοποίησε, θέτοντας και πάλι μία από τις κόκκινες γραμμές της διαπραγμάτευσης.
Σύμφωνα με ευρωπαϊκή πηγή, «το πραγματικό τεστ» θα είναι ο επόμενος γύρος συνομιλιών στο τέλος του Ιουνίου και στις αρχές του Ιουλίου: Τότε θα δούμε αν υπάρχει πραγματική εποικοδομητική δέσμευση επί κοινών στόχων».
Σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων, μόνο οι κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, με τους αυξημένους δασμούς , θα εφαρμοσθούν στις εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στους δύο πρώην εταίρους.
Για τον Μισέλ Μπαρνιέ, η καταληκτική ημερομηνία για μία συμφωνία είναι η 31η Οκτωβρίου, ώστε να δοθεί ο χρόνος στα κράτη μέλη και στο Ηνωμένο Βασίλειο να επικυρώσουν την νέα σχέση. Αν υπάρξει, η νέα συμφωνία θα τεθεί σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου 2021.
Ο βρετανός υφυπουργός Εμπορίου Γκρεγκ Χαντς υπενθύμισε χθες μιλώντας στο δίκτυο της γερμανικής ραδιοφωνίας ότι το μόνο που επιδιώκει το Λονδίνο είναι μία κλασική εμπορική σχέση, όπως αυτή που συνδέει τον Καναδά με την Ευρωπαϊκή Ένωσή, και απέρριψε τις απαιτήσεις των Βρυξελλών για την τήρηση των ισότιμων όρων ανταγωνισμού.