«Και όταν οι άλλοι θα κάνουν αυτό που θέλουν, εμείς θα κάνουμε αυτό που πρέπει».
Αυτή η φράση ήταν, κάθε Μεγάλη και Αγία Εβδομάδα, η «φιλελεύθερης» χροιάς νουθεσία της Κρήσσας γιαγιάς μου για την χρεία της παιδικής νηστείας.
Της Βασιλικής Τζότζολα*
Η νηστεία συνιστά μορφή συγ-κοινωνίας και τελικά συγ-χωρέσεως. Όπως ακριβώς ο εγκλεισμός. Το «αντίπαλον δέος», στην πρώτη περίπτωση, ο Εωσφόρος Πεπτωκώς Άγγελος. Στη δεύτερη, ο Σκοτοφόρος Κορωνοϊός. Η νηστεία αποτελεί μακραίωνη συναπόφαση και συνεκτέλεση μιας μυστηριακής τελετουργίας, που εστιάζεται στην καθ’ ημέραν ελιά, στον καθ’ ημέραν άρτο, αλλά και στις ιερές εξαιρέσεις της καταλύσεως ελαίου και ιχθύος. Κι αυτές, κατόπιν συναπόφασης και συναποδοχής τους από το χριστεπώνυμο πλήρωμα. Έτσι, την Κυριακή των Βαϊων και την ημέρα του Ευαγγελισμού, θέση προνομιακή στην οικογενειακή τράπεζα λαμβάνει ο ιχθύς. Ψαράκι τηγανιτό, εψημένο ή μαριναρισμένο, συνοδευόμενο από όλα εκείνα τα καλούδια της εαρινής γης. Και κατάλυσιν ελαίου προβλέπει σοφά η Εκκλησία, σε συγ-κοινωνία μετά του πιστού της νηστείας. Επέχοντας το λαδάκι μας θέση ελπίδος προς τον νηστεύοντα: «κάνε μια προσπάθεια, άλλη μια μέρα, μπορείς, μαραθώνιος είναι η νηστεία, φθάνουμε στην κορύφωση σε λίγο»! Όπως ακριβώς στον εγκλεισμό.
Νηστεία. Κι εγκλεισμός. Κι εμείς οι Έλληνες. Ή οι πιστοί. Ακούμε και στα δύο μας ονόματα. Αλλήλων ισόδουλοι, αλλήλων κύριοι. Ισόδουλοι, μάλιστα. Αλλά και κύριοι, πρωτίστως! Είμαστε ισόδουλοι, ίσοι με δούλους. Ποιος, άραγε, δεν ένιωσε έτσι από τα μέσα Μαρτίου τρέχοντος έτους; Δούλοι και ίσοι απέναντι στον σκοτοφόρο εχθρό, τον κορωνοϊό. Αλλά και κύριοι. «Της οικείας μας γνώμης αυτοκράτορες». Μέλη εκείνης της ψαλμωδικής υπέρβασης του «Χαίρε Αυλή Λογικών Προβάτων». Προβάτων, μάλιστα. Εγκλείστων, μάλιστα. Πεπιεσμένων από την κλεισούρα και πειθαρχημένων στον Ευατό μας, πρώτα. Μάλιστα. Πρόβατα. Αλλά Λογικά. Αυτεξούσια. «Θέλω μένω σπίτι, θέλω βγαίνω». «Ξάμου», έλεγε ο Κρήτας παππούς. «Εξουσία μου». «Θέλω μένω σπίτι και μένω σπίτι»! Όχι γιατί θέλω. Αλλά γιατί πρέπει. Και τότε έχω καταφέρει να τιθασσεύσω το «θέλω» μου και να το ζέψω υπό τη βούλησή μου. Και, τελικά να απελευθερωθώ.
Πώς το λέει ο Περικλής – Θουκυδίδης στον Επιτάφιο; «Διά δέος ου παρανομούμεν». Διά δέος. Από σεβασμό. Εσωτερικό σεβασμό. «Μένω σπίτι» και «δεν κοινωνώ» αλλά «συγ-κοινωνώ», σημαίνει είμαι ελεύθερος και ως ελεύθερος λογοδοτώ σε μια κοινότητα, μια συγκοινωνία. Όπως νηστεύω, έτσι μένω σπίτι. Και έτσι δεν κοινωνώ. «Δεν κοινωνώ», δηλαδή, δεν μεταλαμβάνω ως μέλος του χριστεπωνύμου πληρώματος επί εγκλεισμού, σημαίνει ακριβώς το αντίθετο. Σημαίνει «Κοινωνώ». Όταν μια ιερή – ή ανίερη Κοινότητα – συνομολογεί και συναποδέχεται ότι θα συναποφασίσει πότε με πόθο θα ξανασυναντηθεί για να συγ – κοινωνήσει Σώμα και Αίμα Κυρίου, σημαίνει ότι προς το παρόν δεν κοινωνεί, δεν μεταλαμβάνει. Και ότι η ατάκτως ερριμένη Κοινωνία, κάπου ανάμεσα στο Κουκάκι ή τας Διαποντίους Νήσους, δεν αποτελεί Θεία Κοινωνία, αλλά, όπως λένε στην Κρήσσα Πατρίδα μου: αποκοτιά!
Ποιος είσαι πάτερ; Και συ θεοφόρε Σεβασμιώτατε; Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Μαγκιές ενώπιον Θεού και ανθρώπων; Όντως; Αυτά σας έμαθε η βιωματική σας σχέση με την Εκκλησία; Αυτά νομίσατε ότι σας ψιθύριζαν οι Άγγελοι, όταν προφέρατε «τας Θύρας, τας Θύρας, εν Σοφία πρόσχωμεν»; Κάτι δεν καταλάβατε καλά! Κάτι στρεβλώς ηκούσατε! Και μάλλον επιλέξατε το ρόλο του αποσυνάγωγου μες στις Άγιες Μέρες! Και ποια η διαφορά του φιλιού του Ιούδα από την κρυφή μεταλαβιά στο παραπόρτι του Ιερού;
Σε λίγο ξημερώνει παραμονή Αναστάσεως. Έως τότε έχουμε δρόμο ανήφορο. Τον Σταυρό του ο καθένας τον κουβαλάει μόνος. Τον Σταυρό μας στην Θεία Κοινωνία της ιερής – ή ανίερης – κοινωνίας μας, τον κουβαλάμε ταυτοχρόνως και όλοι μαζί. Και αυτό το «μαζί» σε αυτήν τη χώρα, τη μικρή αλλά μεγάλη, μας σώζει. Το «μαζί» μας σώζει. Η Θεία Κοινωνία, όταν είναι συγ-κοινωνία. Όχι αποσυναγωγή. Για να γίνει το ψωμί και το κρασί Σώμα και Αίμα, θέλει συλλογική προσπάθεια και προσευχή. Η Ψυχή χορταίνει με συλλογικότητα. Οι «αργές γαστέρες» ξεχειλίζουν μόνο με ψωμί ακοινώνητο. Και πάλι μένουν νηστικές.
Σε λίγο ξημερώνει Ανάσταση. Μοναχοί, ιερομόναχοι, ιερείς, μοναχικοί αλλά όχι μόνοι, νηστεύσαντες ή μη νηστεύσαντες, ταπεινοί, τεταπεινωμένοι, ή και όχι, σε κάθε ελάχιστη γωνιά αυτού του Τόπου και αυτού του Τρόπου, στο πιο μακρινό κι ελάχιστο εκκλησάκι, ακολουθούν τις ιερές Ακολουθίες. Που κορυφώνονται στο «Δεύτε λάβετε Φως». Φέτος, ούτε «δεύτε», ούτε «λάβετε». Μόνο «Φως»! Αλλά «Φως». Μάλιστα, δε θα πάμε. Μάλιστα, δε θα πάρουμε. Αλλά Φως θα γίνει! Φως θα γεννηθεί! Από κάθε ελάχιστο παπά, σε κάθε ελάχιστο ξωκλήσι. Φως, Άγιο Φως! Ισόδουλο και Κύριο με αυτό που – όλως συμβολικώς – θα έρθει από τα Ιεροσόλυμα! Αλλήλων Φωτών Ισόδουλο, αλλήλων Φωτών Κύριο, το Φως κάθε εκκλησίας ίσο με το ιεροσολυμίτικο Φως! Πάτερ Κουκακίου και Σεβασμιώτατε Διαποντίων Νήσων και Δήμαρχοι όπου Ελλάς, το καταλάβαμε; Φως Άγιον το κάθε καθαγιασμένο Φως! Μέχρις ότου, απεγκλεισθέν πλέον, χάρι στην Αυλή των Λογικών Προβάτων τούτης της Υπέρλαμπρης Χώρας, το Άγιον Φως να ξαναγίνει και Ιλαρόν!
«Όταν οι Άλλοι θα κάνουν αυτό που θέλουν, Εμείς θα κάνουμε αυτό που πρέπει».