Την ώρα που η ανθρωπότητα προσπαθεί να κερδίσει μία πρωτόγνωρη μάχη κατά της πανδημίας του κορωνοϊού, με χιλιάδες θύματα, και τον παγκόσμιο πληθυσμό να ζει σε πρωτόγνωρες συνθήκες, στον αντίποδα, η άγρια ζωή στον πλανήτη και ειδικά στο θαλάσσιο περιβάλλον, φαίνεται ότι παίρνει με ασφάλεια μία βαθιά ανάσα ζωής.
Με αισθητά μειωμένα τα επίπεδα της ρύπανσης και την ανθρωπογενή δραστηριότητα, σε όλο τον πλανήτη, «η φύση έχει κάπως ησυχάσει» , αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η υπεύθυνη προγράμματος της MEDASSET Ελεάνα Τουλουπάκη.
«Άγρια ζώα επιστρέφουν σε χώρους που μέχρι πρότινος δεν ήταν διαθέσιμοι για αυτά, λόγω της ανθρώπινης παρουσίας. Είδαμε πρόσφατα στην Ελλάδα τα δελφίνια στον Θερμαϊκό, τα νερά στα κανάλια της Βενετίας να καθαρίζουν και να επιστρέφουν ακόμα και ψάρια, στις ΗΠΑ άγρια ζώα να βγαίνουν από τα δάση και κάνουν αισθητή την παρουσία τους ακόμα και στον αστικό ιστό», αναφέρει χαρακτηριστικά, ενώ «στην Ινδία πλήθος ατόμων από απειλούμενα είδη θαλάσσιων χελωνών ωοτοκούν επί ώρες ακόμα και την ημέρα».
Μάλιστα, όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Τουλουπάκη, εξαιτίας της μείωσης των κινδύνων από την ανθρωπογενή δραστηριότητα, «για ορισμένα είδη χελωνών που βρίσκονται υπό εξαφάνιση, όπως η πράσινη χελώνα ή η χελώνα Hawksbill, στην Βραζιλία, παρατηρήθηκε ήδη σημαντική αύξηση της φωλεοποίησης και της εκκόλαψης», γεγονός που αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες διάσωσης του είδους.
Στην Ελλάδα η περίοδος ωοτοκίας αν και ξεκινάει τον Μάιο και ολοκληρώνεται τον Αύγουστο, «σε αυτή τη φάση, οι χελώνες βρίσκονται σε περίοδο ζευγαρώματος και σίγουρα η μείωση της όχλησης και των κινδύνων από την ανθρώπινη παρουσία ευνοεί το είδος, όπως και κάθε άγριο είδος», σύμφωνα με την εκπρόσωπο του MEDASSET.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η κ. Τουλουπάκη, σε αυτή τη φάση «τα είδη προστατεύονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο».
«Η μείωση της ρύπανσης σε παγκόσμιο επίπεδο είναι εντυπωσιακή. Στην Ελλάδα έχουμε μία σημαντική βελτίωση, γεγονός που παρατηρείται σε όλα τα οικοσυστήματα», αναφέρει από την πλευρά του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Θανάσης Τσίκλιρας, αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Βιολογίας του ΑΠΘ.
Όπως επισημαίνει, «οι μετρήσεις ρύπανσης που έχουν γίνει σε πραγματικό χρόνο, δείχνουν ότι μέσα σε έναν μήνα μειώθηκαν σημαντικά τόσο σε χημικούς ρύπους όσο και σε σκουπίδια» και προσθέτει, ότι «η χώρα μας αναμένεται να επωφεληθεί πολλαπλά».
Όπως εξηγεί ο κ. Τσίκλιρας, «λόγω των περιοριστικών μέτρων για την πρόληψη των συνεπειών του κορονοϊού, βρισκόμαστε μπροστά σε μία μεγάλη μείωση της αλιευτικής πίεσης στα αποθέματα, σε όλες τις κατηγορίες των ψαράδων, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε ερασιτεχνικό επίπεδο».
Και συνεχίζει λέγοντας: «αν και δεν έχει πάψει η αλιεία, η ζήτηση έχει μειωθεί, ενώ ταυτόχρονα έχει απαγορευτεί η κολύμβηση και η ερασιτεχνική αλιεία, γεγονός που σημαίνει ότι και στο παράκτιο μέτωπο, η αλιευτική πίεση είναι μηδενική».
Όπως εκτιμά ο κ. Τσίκλιρας «στα επόμενα δύο με τρία χρόνια θα παρατηρηθεί πολύ σημαντική αύξηση της βιομάζας των ψαριών στις θάλασσες, αλλά και στα μεγέθη και αυτό θα οφείλεται σε αυτή την απαγόρευση της αλιευτικής πίεσης», και εξηγεί ότι «τα ψάρια που θα γεννηθούν σήμερα, με εξαίρεση αλιεύματα όπως ο γαύρος και η σαρδέλα που ψαρεύονται στον πρώτο χρόνο της ζωής τους, θα αλιευτούν σε δύο με τρία χρόνια από τη γέννησή τους».
«Πέρα από το αναμφισβήτητο περιβαλλοντικό όφελος, ειδικά οι επαγγελματίες ψαράδες τα επόμενα χρόνια αναμένεται να επωφεληθούν σημαντικά εξαιτίας της σημερινής παύσης της αλιευτικής δραστηριότητας», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο καθηγητής Γιώργος Συλαίος από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι στην Ελλάδα «η αστική και γεωργική ρύπανση εξακολουθούν να ασκούν πιέσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον», ωστόσο όπως λέει, με ενδεχόμενη μείωση της τουριστικής δραστηριότητας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, θα υπάρξει άμεση αποτύπωση και στη θάλασσα» και φέρνει ως παράδειγμα την περίπτωση της Βενετίας.
Καταλήγοντας, η κ. Τουλουπάκη επισημαίνει τον σημαντικό ρόλο της πολιτείας για τη διευκόλυνση του εθελοντισμού για την προστασία του περιβάλλοντος. «Ελπίζοντας ότι μέσα από αυτή την κρίση θα υπάρξει ένας θετικός αντίκτυπος, που θα μπορέσουμε να τον χρησιμοποιήσουμε ως καλό παράδειγμα στο μέλλον για μία καλύτερη, βιώσιμη διαχείριση του οικοσυστήματος», λέει.
Σημειώνεται τέλος, ότι όλοι οι ειδικοί επιστήμονες τονίζουν ότι για τα εν εξελίξει φαινόμενα απαιτούνται περαιτέρω μελέτες και μετρήσεις, οι οποίες θα τεκμηριώσουν την επιστημονική γνώση σε βάθος χρόνου.