Περίπου 1.000 μετανάστες από χώρες της Αφρικής τέθηκαν σε απόλυτη και υποχρεωτική καραντίνα χθες Κυριακή, καθώς εντοπίστηκαν κρούσματα μόλυνσης από τον κορωνοϊό στον καταυλισμό όπου διαμένουν, στο Χαλ Φαρ, στο νότιο τμήμα της Μάλτας, που πλέον έχει περικυκλωθεί από ισχυρή δύναμη της αστυνομίας και οχήματα του στρατού για να διασφαλιστεί η τήρηση του μέτρου.
Ο μαλτέζος υπουργός Υγείας Κρις Φερν δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι επιβεβαιώθηκαν οκτώ κρούσματα μόλυνσης μέσα σε δύο ημέρες και η εκτίμηση του κινδύνου που έκαναν οι αρχές κατέτεινε στο ότι υπάρχει υψηλή πιθανότητα να έχει ήδη εξαπλωθεί η ασθένεια COVID-19, καθώς οι άνθρωποι στον καταυλισμό ζουν σε πολύ μικρή απόσταση ο ένας από τον άλλο.
Το μέτρο «δεν συνιστά φυλετική διάκριση. Η διαταγή να τεθεί κάποιος σε καραντίνα δίνεται αμέσως μόλις διαγνωστεί ότι μολύνθηκε και αφορά επίσης όλους όσοι είχαν επαφή μαζί του», διαβεβαίωσε ο Φερν. Η καραντίνα «είναι ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία που διαθέτει η χώρα για να περιοριστεί [ο κίνδυνος να εξαπλωθεί] ο κορωνοϊός», πρόσθεσε.
Ο μαλτέζος υπουργός Υγείας διευκρίνισε πως οι οκτώ μετανάστες που διαγνώστηκε ότι μολύνθηκαν τέθηκαν σε απομόνωση. Όλοι οι μετανάστες στον καταυλισμό θα παραμείνουν σε καραντίνα για 14 ημέρες.
Ο Φερν τόνισε ότι έγιναν διευθετήσεις για να προσφερθεί ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη επιτόπου. Φορτηγά του στρατού περικύκλωσαν τον καταυλισμό, ενώ στην περιοχή αναπτύχθηκε ισχυρή δύναμη της αστυνομίας.
Ο υπουργός Εσωτερικών Μπάιρον Καμιλέρι δήλωσε ότι την καραντίνα επιβάλλει η αστυνομία, όπως σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις που έχει αποφασιστεί η επιβολή του μέτρου αυτού στη Μάλτα. Κάθε παραβίασή της θα επισύρει χρηματικό πρόστιμο 3.000 ευρώ.
Οι υγειονομικές αρχές της Μάλτας κατέγραφαν ως χθες Κυριακή 227 κρούσματα μόλυνσης από τον κορωνοϊό στη νήσο, χωρίς κανέναν θάνατο μέχρι στιγμής.