Μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, τα αποτελέσματα της οποίας βιώσαμε κυρίως εμείς οι Έλληνες πολύ έντονα λόγω των δίδυμων ελλειμμάτων μας και των σοβαρών διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας μας, μια νέα κρίση έρχεται να συνταράξει τη διεθνή κοινότητα, εγείροντας πολυποίκιλα συναισθήματα φόβου, αγωνίας, ανασφάλειας, απογοήτευσης, στενοχώριας. «Είμαστε σε πόλεμο με αόρατο και ύπουλο εχθρό» ακούσαμε τον Πρωθυπουργό να λέει στα διαγγέλματά του και να το επαναλαμβάνουν ηγέτες από όλο τον κόσμο.
Γράφει η Κωνσταντίνα Κοτταρίδη*
Πράγματι, οι συνθήκες που αντιμετωπίζουμε μόνο με πόλεμο μπορούν να παροιμοιαστούν καθώς υπάρχουν μεγάλες απώλειες συνανθρώπων μας, τα συστήματα υγείας δοκιμάζονται ανά τον κόσμο με πολλά να βρίσκονται υπό κατάρρευση, οι ζωές όλων μας άλλαξαν από τη μια στιγμή στην άλλη. Αν και το πρωτεύον σε αυτή τη φάση είναι να μπορέσουμε ως παγκόσμια κοινότητα να περιορίσουμε την επίδραση του covid-19 και να σωθούν ζωές, δεν μπορούμε να μη νιώθουμε έντονη ανασφάλεια για το τι μέλλει γενέσθαι την επόμενη ημέρα στο οικονομικό πεδίο.
Διεθνείς Οργανισμοί παρομοιάζουν τις οικονομικές συνέπειες με εκείνες της μεγάλης κρίσης του 1929-1930, που, σαφώς, ήταν ισχυρότερες από την κρίση που αντμετωπίσαμε το 2008.
Εν πρώτοις, τα χαρακτηριστικά της τρέχουσας κατάστασης είναι πολύ διαφορετικά στο οικονομικό πεδίο από εκείνα των οικονομικών κρίσεων που έχουμε βιώσει. Βρισκόμαστε μπροστά στο δύσκολο πρόβλημα της μειωμένης ενεργού ζήτησης και ταυτόχρονα του ελλείμματος της προσφοράς. Από τη μία λοιπόν υπάρχει βύθισή της ζήτησης σε συγκεκριμένους κλάδους, π.χ. τουρισμός, μεταφορές, εμπόριο, από την άλλη μεριά, η παύση εργασίας λόγω καραντίνας συνεπάγεται την απώλεια σημαντικού τμήματος παραγωγής της χώρας. Με δεδομένο το ήδη υψηλό χρέος της χώρας μας, αυτό από μόνο του συνεπάγεται περαιτέρω επιδείνωση του μεγέθους καθώς η συρρίκνωση του παρονομαστή (ΑΕΠ) από μόνη της συνεπάγεται αύξηση του δείκτη χρέους. Αν συμπεριλάβει κανείς και την επιβάρυνση του αριθμητή, του απόλυτου μεγέθους του χρέους δηλαδή, λόγω της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθείται και θα χρειαστεί περαιτέρω ενίσχυση για τον μετριασμό των αρνητικών συνεπειών του ιού, καταλαβαίνει κανείς ότι η Ελλάδα θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση την επόμενη ημέρα. Ταυτόχρονα, πολλά επενδυτικά σχέδια που είχαν προγραμματιστεί, είτε από εγχώριους είτε από διεθνείς επενδυτές, τίθενται, και αυτά, σε «καραντίνα». Αυτό σημαίνει ότι η χώρα μας χάνει έναν σημαντικό παράγοντα ανάκαμψης. Με δεδομένο ότι οι Ελληνικές τράπεζες δεν είχαν προλάβει να ανακάμψουν προ του κορονοϊού, έχοντας ακόμη στο ενεργητικό τους μεγάλο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα πιεστούν ακόμη περισσότερο από την οπισθοδρόμηση της ελληνικής οικονομίας, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα είναι για πολύ καιρό ακόμη σε θέση να προβούν σε χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Βέβαια, η ποσοτική χαλάρωση μπορεί να βοηθήσει σε αυτόν τον τομέα αλλά υπάρχει πάντα ο φόβος ενός νέου κύματος κόκκινων δανείων που θα φέρουν σε πολύ δυσχερή θέση και το τραπεζικό σύστημα και τη χώρα γενικότερα. Οι εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας κάνουν λόγο για μηδενική ανάπτυξη το 2020, ωστόσο, μάλλον οι εκτιμήσεις αυτές θα αναθεωρηθούν επί τα χείρω, πράγμα που σημαίνει σημαντική οπισθοδρόμηση και αύξηση της ανεργίας. Το τέταρτο τρίμηνο το έτους κατά το οποίο αναμένεται η ανάκαμψη, δεν μπορεί να είναι τόσο ισχυρό ώστε να αντισταθμίσει τις απώλειες των προηγούμενων τριμήνων, ιδιαίτερα όταν έχει χαθεί το «βαρύ μας όπλο», ο τουρισμός.
Είναι γεγονός ότι η Ελληνική κυβέρνηση έδρασε γρήγορα τόσο όσον αφορά στην αντιμετώπιση του κορονοϊού, όσο και ως προς τη στήριξη των παραγόντων που πλήττονται. Αυτό είναι καλό για δύο λόγους. Πρώτον και κυριότερο διότι η λήψη υγειονομικών μέτρων μπορεί να αποβεί σωτήρια για τη χώρα μας, με περιορισμό των υγειονομικών συνεπειών του ιού, άρα και τον ταχύτερο χρόνο για να τον ξεπεράσουμε και να αρχίσει να δουλεύει και πάλι η οικονομία. Από την άλλη, τα οικονομικά μέτρα στήριξης τόσο των επιχειρήσεων όσο και των εργαζομένων, δεν μπορούν ασφαλώς να αντισταθμίσουν τη ζημία αυτού του χρονικού διαστήματος, μπορούν όμως να μετριάσουν τα προβλήματα και, σε κάθε περίπτωση, δημιουργούν ένα αίσθημα μερικής ασφάλειας στους πολίτες και τις επιχειρήσεις για την επόμενη ημέρα. Τα μέτρα αυτά φτάνουν το ποσό των 10 δις και, με βάση τις αισιόδοξες εκτιμήσεις για δίμηνη κρίση του κορονοϊού, θα είναι επαρκή. Βέβαια, στην περίπτωση πιο απαισιόδοξων σεναρίων για μεγαλύτερης διάρκειας υγειονομικής κρίσης, είναι σαφές ότι θα πρέπει να ληφθούν πρόσθετα μέτρα. Το θέμα πάντα όσον αφορά στα μέτρα είναι να μην επιβαρύνουμε πολύ το χρέος μας, το οποίο είναι ήδη στο 175% και μια ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση θα οδηγήσει και πάλι σε προβλήματα αξιοπιστίας της χώρας με ό,τι συνέπειες αυτό συνεπάγεται για τον δανεισμό μας.
Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, και με δεδομένη την επιβαρυμένη θέση της λόγω της δεκαετούς ύφεσης, είναι αδήριτη ανάγκη να δοθεί μεγάλη σημασία στον παραγωγικό ιστό της χώρας, αποτρέποντας την κατάρρευση επιχειρήσεων, και δη μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων που αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά της Ελληνικής οικονομίας (αλλά και της Ευρωπαϊκής) το οποίο θα έχει τραγικές συνέπειες και στο πεδίο της ανεργίας. Από την άλλη, οι εργαζόμενοι που όλο το διάστημα του κορονοϊού μένουν χωρίς εισοδήματα, πρέπει να στηριχτούν για να αποφύγουμε ένα νέο κύμα φτωχοποίησης και περαιτέρω κόκκινων δανείων όπως αναφέρθηκε και παραπάνω.
Είναι ξεκάθαρο ότι το βάρος πέφτει στο Δημόσιο για την αντιμετώπιση αυτής της νέας οικονομικής κρίσης που είναι ήδη εδώ. Ασφαλώς, η έκταση των οικονομικών συνεπειών και στην Ελλάδα και διεθνώς θα εξαρτηθεί από την πορεία του ιού αφενός και από τις εξελίξεις στην ιατρική έρευνα για την εύρεση φαρμάκων αντιμετώπισης και εμβολίου. Κανείς δεν είναι σε θέση να πει σε αυτή τη φάση που βρισκόμαστε πόσο χρονικό διάστημα θα χρειαστεί η «καραντίνα» της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτό είναι ίσως και το πιο ανησυχητικό καθώς σε τέτοιες συνθήκες αβεβαιότητας είναι πολύ δύσκολο να γίνουν ασφαλείς εκτιμήσεις. Τα νέα από την Ιταλία, την Ισπανία, τη Μ.Β. και τις ΗΠΑ δεν είναι ενθαρρυντικά. Η Ιταλία και η Ισπανία αποτελούν δύο από τις μεγάλες οικονομίες της ΕΕ και της Ευρωζώνης, η δε Μ.Β. και οι ΗΠΑ από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως. Οι εξελίξεις σε αυτές τις χώρες είναι από τις πλέον ανησυχητικές, πρωτίστως για τις ανθρώπινες ζωές φυσικά και μετά για τις οικονομικές συνέπειες. Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, οι εξελίξεις σε μεγάλους οικονομικούς «παίκτες» αναπόφευκτα επηρεάζει όλους τους άλλους.
Σε ό,τι αφορά την Ευρωζώνη, ευτυχώς που τουλάχιστον υπάρχει η Νομισματική Ένωση η οποία μπορεί να αποτελέσει μοχλό διάχυσης κεφαλαίων στις οικονομίες. Η ποσοτική χαλάρωση που εξήγγειλε η Ε.Κ.Τ. των 750 δις ευρώ με πολύ χαμηλά επιτόκια, αποτελεί σαφώς μια άμεση και πολύ χρήσιμη αντίδραση απελευθερώνοντας ρευστότητα προς τις οικονομίες για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών. Η ανακοίνωση και μόνο αυτής, οδήγησε σε αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ομολόγων άμεσα, κάτι που το διαπιστώσαμε και για τα Ελληνικά ομόλογα, που, ευτυχώς, αυτή τη φορά, θα συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα. Και πάλι βέβαια, οι όροι δεν είναι απολύτως σαφείς και κατανοητοί και σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε θα δυσχεράνουν τη δανειακή επιβάρυνση των χωρών.
Η ΕΕ φαίνεται ότι αυτή τη φορά, σε αντίθεση με την κρίση του 2008, αντιδρά πιο γρήγορα και αποφαστικά με συγκεκριμένες δράσεις. Η χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας ήταν εκ των ων ουκ άνευ, προκειμένου σε πρώτο χρόνο να βοηθηθούν τα συστήματα υγείας και να μην καταρρεύσουν, και σε δεύτερο χρόνο να στηριχτούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες από μια άνευ προηγουμένου ύφεση με μακροχρόνια αποτελέσματα.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν αρκούν αυτά τα μέτρα ταυτόχρονα με τα μέτρα που εξαγγέλλουν οι εθνικές Αρχές κάθε χώρας. Η σημερινή κρίση υγείας και η συνεπακόλουθη οικονομική κρίση, καθιστά σαφές ότι η ΕΕ πρέπει άμεσα να προχωρήσει και στη Δημοσιονομική Ενοποίηση ώστε να υπάρχει ενιαίος συντονισμός και να μην κλυδωνίζεται κάθε φορά από λάθη, αστοχίες και ελλείψεις στα μέτρα που λαμβάνονται από κάθε κράτος μέλος. Η πρόταση των εννέα κρατών-μελών για έκδοση κορονο-ομολόγου είναι ένα πρώτο βήμα που πρέπει να υλοποιηθεί – θυμηθείτε ότι η συζήτηση για το ευρω-ομόλογο είχε γίνει ξανά έντονα με την κρίση του 2008. Η πανδημία απέδειξε ότι υπάρχουν παράγοντες πάνω και πέρα από τις εθνικές πολιτικές και δυνατότητες και αυτοί οι παράγοντες αφορούν το όλον και όχι μεμονωμένα κράτη. Άρα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ενιαία και συντονισμένα και όχι με μία ή δύο δράσεις από μέρους της ΕΕ και τις πολιτικές που αποφασίζει το κάθε κράτος. Η συζήτηση για περισσότερη Ευρώπη είναι επίκαιρη παρά ποτέ και, δυστυχώς, οι μεγάλες αλλαγές γίνονται μέσα από βίαιες συνθήκες όπως μαρτυρά η Ιστορία. Είναι η ώρα των αποφάσεων και οι νέοι επικεφαλής των Ευρωπαϊκών Θεσμών πρέπει να επιδείξουν αποφασιστικότητα, σχέδιο και όραμα για την επόμενη ημέρα.
*Η Κωνσταντίνα Κοτταρίδη είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Πειραιώς, Διευθύντρια ΠΜΣ και Εργαστηρίου Βιοοικονομίας, Κυκλικής Οικονομίας και Βιώσιμης Ανάπτυξης