Ο κορωνοϊός SARS-CoV-2 οδήγησε στον θάνατο το 1,4% των ανθρώπων που προσβλήθηκαν από αυτόν στην πόλη Γουχάν της Κίνας, το επίκεντρο της επιδημίας, σύμφωνα με μια μελέτη που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα και υπογραμμίζει ότι η θνησιμότητα αυξάνεται με την ηλικία.
Η ασθένεια Covid-19 που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Κίνα στα τέλη του 2019 εξαπλώνεται με μεγάλη ταχύτητα σε όλον τον κόσμο. Έχουν διαγνωστεί θετικοί στον ιό περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι και πάνω από 9.000 πέθαναν. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμούσε την περασμένη εβδομάδα ότι ο ιός είναι θανατηφόρος για το 3,4% των διαγνωσμένων κρουσμάτων.
Δεδομένου όμως ότι είναι περιορισμένες οι δυνατότητες διενέργειας εξετάσεων και ορισμένες από τις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο επιλέγουν να μην κάνουν τεστ στο σύνολο του πληθυσμού, ο αριθμός των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων είναι πιθανότατα πολύ μικρότερος από τον πραγματικό αριθμό των προσβληθέντων. Για τον λόγο αυτό κάποιοι ειδικοί εκτιμούν ότι η θνησιμότητα είναι πιο χαμηλή.
Η ομάδα των Κινέζων ερευνητών που δημοσίευσε τη μελέτη στην επιστημονική επιθεώρηση Nature Medicine ανέφερε ότι βασίστηκε σε διάφορες δημόσιες και ιδιωτικές βάσεις δεδομένων: τα επιβεβαιωμένα κρούσματα που δεν σχετίζονταν με την αγορά απ’ όπου ξεκίνησε η επιδημία, τα κρούσματα μεταξύ ανθρώπων που ταξίδεψαν με αεροπλάνο, το προφίλ των κρουσμάτων και τους επιβεβαιωμένους θανάτους. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πιθανότητα να πεθάνει κανείς αφού παρουσιάσει συμπτώματα του κορωνοϊού ανέρχεται στο 1,4%.
«Η εκτίμηση του ακριβή αριθμού των κρουσμάτων, –η οποία είναι απαραίτητη για να καθορίσουμε τη σοβαρότητα της ασθένειας– είναι μια πρόκληση στο πλαίσιο ενός συστήματος υγείας που δοκιμάζεται και δεν μπορεί να καθορίσει τον ακριβή αριθμό τους με ασφάλεια», σημειώνουν οι ερευνητές.
Στις 29 Φεβρουαρίου, στην ηπειρωτική Κίνα είχαν καταγραφεί 79.394 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 2.838 θάνατοι (δηλαδή θνησιμότητα 3,5%). Τα περισσότερα κρούσματα και οι θάνατοι καταγράφηκαν στην πόλη Γουχάν. Όμως οι ερευνητές επισημαίνουν ότι όσοι έφεραν μόνο ελαφρά συμπτώματα δεν καταμετρήθηκαν και για αυτό η δική τους εκτίμηση είναι πιο ορθή.
Η μελέτη, επικεφαλής της οποίας ήταν ο ιολόγος του Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ Τζόζεφ Γου, επικεντρώθηκε επίσης στη σχέση της ηλικίας του ασθενούς με την πιθανότητα να πεθάνει από τον ιό. Έτσι, άνθρωποι άνω των 59 ετών έχουν πενταπλάσιο κίνδυνο να πεθάνουν σε σύγκριση με την ηλικιακή ομάδα 30-59 ετών. Και οι νέοι κάτω των 30 ετών αντιμετωπίζουν κατά 0,6 φορές μικρότερο κίνδυνο από εκείνους της μέσης ηλικίας (30-59 ετών).
Ο κίνδυνος να παρουσιάσουν μέτρια έως σοβαρά συμπτώματα αυξάνεται κατά 4% για κάθε ηλικιακό έτος στην ομάδα των ανθρώπων 30-60 ετών.
Ο Τζόζεφ Γου είπε ότι οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές κυρίως για την Ευρώπη, που βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της πανδημίας και για τη χάραξη μιας στρατηγικής δημόσιας υγείας.